«Πολύ ξενέρωτοι έχετε γίνει εσείς οι νέοι, δεν πίνετε, δεν καπνίζετε...», μας είχε ψέξει με τον φωτογράφο, τον Πάρη, στην πρώτη μας συνάντηση, ένα ηλιόλουστο απόγευμα, κάποια χρόνια πριν, στο λιτό αλλά ζεστό διαμέρισμα που διατηρούσε στα Πατήσια, όταν ευγενικά αρνηθήκαμε το ουίσκι με πάγο που καθώς σέρβιρε για εκείνον, όπως έκανε κάθε μέρα την ίδια ώρα, πρότεινε και σε μας. «Κ. Κοροβέση μάς αδικείτε, πίνουμε και μεις το κατιτίς μας αλλά είναι ακόμα νωρίς, δεν βρίσκετε;», πήγα να δικαιολογηθώ κάπως χαριτωμένα.
«Ε και; Έχει ωράριο η ευχαρίστηση;», απάντησε, θυμίζοντάς μας πόσο εύχαρις, αισιόδοξος και «άτακτος» παρέμενε ακόμα και στην έβδομη δεκαετία της ζωής του. «Ναι, εξακολουθώ να πίνω, να καπνίζω και να ξενυχτώ όσο μου επιτρέπουν η φυσική κατάσταση και οι δραστηριότητές μου. Η ηδονή δεν είναι δωρεά, με τη φθορά αποκτιέται και μέσω αυτής δημιουργεί αντισώματα ζωής. Χρειάζεται όμως να οριοθετείς την ευχαρίστηση απέναντι στην καταστροφή, φροντίζοντας πνεύμα αλλά και σώμα. Η γερή κράση είναι προϋπόθεση ελευθερίας», μας έλεγε λίγο αργότερα.
Τον ρώτησα κάποια στιγμή πώς άντεξε τα βασανιστήρια, πώς δεν λύγισε, τι τον κράτησε. Αντλούσε τόση δύναμη από τις πεποιθήσεις του; «Αισθανόμουν ότι υπερασπίζω κάτι πολύ υψηλό, τους φίλους μου. Όχι ιδέες, όχι κάποιον αφηρημένο "-ισμό" αλλά συγκεκριμένους ανθρώπους που είμαστε φίλοι και που τόλμησαν από την πρώτη μέρα της Δικτατορίας να βγούνε στους δρόμους».
Παρότι πάντως δεν μοιραστήκαμε τότε εκείνο το ποτό, γρήγορα η διάθεση χαλάρωσε. Οι αποστάσεις μίκρυναν, «ανοιχτήκαμε» εκείνος, το ίδιο και μεις, ξεκινώντας την κουβέντα με τη μεγάλη αυτή μορφή της Αριστεράς – ή μάλλον του ανταγωνιστικού κινήματος, όπως θα το έλεγε κανείς με πιο σύγχρονους όρους, δεδομένου ότι ο ίδιος είχε εδώ και αρκετά χρόνια αποτινάξει από πάνω του κάθε ιδεολογική «ταμπέλα». Δεν ήταν άλλωστε η πρώτη φορά που συναντιόμαστε - μου είχε ξαναδώσει συνέντευξη για το Heteron 1/2,μια ανεξάρτητη εκδοτική προσπάθεια από αυτές που πάντα στήριζε.
Λάτρης της άμεσης δημοκρατίας, είχε στηρίξει πρωτοβουλίες αλλά και διωκόμενα πρόσωπα του αντιεξουσιαστικού και του ευρύτερου κινηματικού χώρου, όντας πάντα αλλεργικός στον αυταρχισμό της εξουσίας, ανεξάρτητα από το εκάστοτε πρόσημό της. «Είμαι μάλλον κοινωνικός αγωνιστής παρά πολιτικός», συνήθιζε να λέει, κάτι άλλωστε εμφανές τόσο στη φιλοσοφία όσο και στη μαχητική του αρθρογραφία. Ενδιαφερόταν για τα νέα κινήματα, τις νέες ιδέες, στήριζε το δίκιο όπου έβλεπε να το πνίγουν, καταπιανόταν με τα δικαιώματα των κρατουμένων και την κατάσταση στις φυλακές όπου και ο ίδιος είχε νεότερος «θητεύσει».
Ακόμα κι όταν βρέθηκε στην κεντρική πολιτική σκηνή (βουλευτής Α’ Αθηνών με τον Σύριζα μεταξύ 2007-2009 έχοντας ξοδέψει για την καμπάνιά του «μόλις 150 δραχμές!», όπως περηφανευόταν), δεν παράτησε στιγμή τις αρχές και τα πιστεύω του, ούτε τα έκανε αντικείμενο συνδιαλλαγής κι ας δημιουργούσε έτσι αντιπάθειες όχι μόνο σε εχθρούς αλλά και σε «φίλους». Αυτά άλλωστε τα ιδεώδη ήταν που τον έκαναν να ορθώσει το επιβλητικό του παράστημα απέναντι στους κολονέλους της φακής, να αντέξει φυλακές, εξευτελισμούς, σκληρά βασανιστήρια, να τους εξευτελίσει εντέλει διεθνώς με τους «Ανθρωποφύλακες» (1969) αλλά και την κατάθεσή του στο Συμβούλιο της Ευρώπης σαν κατάφερε να διαφύγει από την Ελλάδα: «Όργωσε» κάποια χρόνια την Ευρώπη, έζησε στη Γαλλία όπου σπούδασε πλάι σε διανοητές όπως ο Ρολάν Μπαρτ και ο Βιντάλ Νακέ, στην Αγγλία, τη Σουηδία και αλλού.
Οι εμπειρίες αυτές σε μια εποχή κιόλας ιδιαίτερα συναρπαστική όπως τα τέλη της δεκαετίας του ’60 του «άνοιξαν τα μάτια» σε πολλά επίπεδα, όπως ομολογούσε. Μια Ευρώπη που με λύπη του πλέον έβλεπε, καθώς έλεγε κι έγραφε, να έχει πάρει μια πολύ λάθος στροφή όπως και όλος ο Δυτικός πολιτισμός, έναν δρόμο κυνικό, αυταρχικό, διχαστικό με συνέπεια να χρειάζεται «έναν νέο Διαφωτισμό!».
Τον ρώτησα κάποια στιγμή πώς άντεξε τα βασανιστήρια, πώς δεν λύγισε, τι τον κράτησε. Αντλούσε τόση δύναμη από τις πεποιθήσεις του; «Αισθανόμουν ότι υπερασπίζω κάτι πολύ υψηλό, τους φίλους μου. Όχι ιδέες, όχι κάποιον αφηρημένο “-ισμό” αλλά συγκεκριμένους ανθρώπους που είμαστε φίλοι και που τόλμησαν από την πρώτη μέρα της Δικτατορίας να βγούνε στους δρόμους.
Έλεγα μέσα μου ότι όχι, αυτά τα σκουλήκια δεν θα μου φάνε αυτόν τον κόσμο». Δεν απαντούσε μόνο, ρωτούσε κι εκείνος με ενδιαφέρον πραγματικό. Για τη ζωή, για τη δουλειά μας, πώς βλέπουμε τα πράγματα, πώς τα καταφέρνουμε. Του άρεσε πάντα να κάνει συντροφιά με νέους ανθρώπους, καθώς μας έλεγε, εκτιμούσε τη φρεσκάδα, την ενεργητικότητα. Έκανε, μας έλεγε, πολύ καλύτερη παρέα με τη νεολαία από ό,τι με συνομηλίκους του, που τους περισσότερους τους έβρισκε «μονόχνωτους», «κολλημένους»!
Ίσως επειδή ό,τι κι αν έζησε, ό,τι κι αν πέρασε, δεν απώλεσε την αθωότητα, την περιέργεια, τον ενθουσιασμό και την ανοιχτωσιά της εφηβείας. Αντίθετα μάλιστα με πολύ κόσμο που μεγαλώνοντας συντηρητικοποιείται και γίνεται πιο ανασφαλής, πιο φοβικός με την αλλαγή και το καινούργιο, εκείνος όσο ωρίμαζε, τόσο ένιωθε πως ελευθερωνόταν, καθώς μας έλεγε. Σε όλα, από το ότι δεν κρατούσε καμία κοινωνική σύμβαση «για να την κρατήσει» μέχρι το πόσο εύστροφα και ακομπλεξάριστα μιλούσε για ποτά, για ξενύχτια, για ουσίες, για έρωτες - που δεν του λείψανε καθώς καμάρωνε, παντρεύτηκε κιόλας δυο φορές, έγινε και πατέρας ενώ την τελευταία εικοσαετία συζούσε με τη σύντροφό του Μαρία Κατεργάρη -, για τη σεξουαλικότητα ακόμα, κάθε λογής: Ελάχιστοι ετεροφυλόφιλοι στην Ελλάδα έχουν υπερασπιστεί δημόσια τόσο ένθερμα τον ομοφυλόφιλο έρωτα και τα δίκια του, ακόμα και δίχως να ερωτηθούν: «Το να ακολουθεί κάποιος την κάβλα, τη φουσκοδεντριά , τη λίμπιντό του, να αναζητά να γονιμοποιήσει το φως στον πλησίον του, ανεξάρτητα από σεξουαλικότητες, φύλα και κοινωνικά πρότυπα, είναι μια διαδικασία εξανθρωπισμού, μια επιθυμία ζωής χωρίς κριτήριο. Τα κριτήρια είναι φυλακή!». Εξ ου και η μνημειώδης ρήση του «ελεύθερος είναι όποιος προσφέρει στον άλλο τον οργασμό του». Ενδιαφέρον θα δείξει και για την υπόθεση του Ζακ Κωστόπουλου που είχε χαρακτηρίσει σε παρέμβασή του «ακτινογραφία της ελληνικής κοινωνίας».
Πιθανόν οι αυξημένες του ευαισθησίες να οφείλονταν και στο πάθος που είχε από μικρός με την ποίηση, τη συγγραφή και περισσότερο, το θέατρο - πιθανότατα μάλιστα να γινόταν ηθοποιός αν δεν μεσολαβούσε η χούντα. Ανάμεσα μάλιστα στους αγαπημένους του θεατρικούς χαρακτήρες, ήταν η Αντιγόνη του Σοφοκλή. Ηθοποιός βέβαια δεν έγινε εντέλει, έγραψε όμως αργότερα θεατρικά έργα, μια διασκευή των «Ανθρωποφυλάκων» ανέβηκε μάλιστα πέρσι στο Θέατρο Τέχνης.
Τον αποκαλούσαν συχνά ουτοπιστή, κάτι που εκείνος το θεωρούσε τιμή του. «Κυνηγούσα πάντοτε την ουτοπία… εντέλει τη βρήκα στην καθημερινή μου ζωή. Διότι εφόσον κατάφερα να πορεύομαι σύμφωνα με τις ιδέες μου, την έχω ήδη πραγματοποιήσει!», μου έλεγε - παραπέμποντας ίσως στην κατά Γκουαταρί «μοριακή επανάσταση» - σε μια επόμενη συνάντησή μας. Τότε κιόλας με οδήγησε σχεδόν συνωμοτικά σε ένα μικρό ισόγειο με αυλή λίγο παρακάτω από το σπίτι του, κληρονομιά από τη μάνα του το οποίο χρησιμοποιούσε σαν γραφείο και ησυχαστήριο.
«Σκέφτομαι και δουλεύω καλύτερα όταν απομονώνομαι», είχε πει. Συναντηθήκαμε κι άλλες φορές έκτοτε, σε εκδηλώσεις, σε πορείες, σε κάποιο φεστιβάλ για την ελεύθερη κάνναβη επίσης. Πάντα με το ποτό του, το τσιγάρο του, την καλή του διάθεση, πάντα κοντά στον νεαρόκοσμο που τόσο του άρεσε να παρατηρεί και να αφρουγκάζεται. Τελευταία μας συνομιλία προ μηνών στο τηλέφωνο, όταν του ζήτησα κάποια συμβουλή για ένα θέμα που έκανα – ήταν πάντα πρόθυμος να βοηθήσει ή να ορμηνεύσει, ένιωθε μάλιστα σχεδόν ένοχος όταν δεν μπορούσε!
Δεν συνέβη να ξαναβρεθούμε έκτοτε, όπως είχαμε πει. Μαθαίνοντας σήμερα το πρωί το κακό, ένιωσα πως έχασα έναν άνθρωπο κοντινό. Από εκείνους που μπορεί να μην είναι συγγενείς, ούτε καν φίλοι καρδιακοί αλλά που τους θεωρείς οικογένεια με την ευρύτερη έννοια, αυτή της «μεγάλης ουτοπικής αδελφότητας» στην οποία όμνυε μέχρι τέλους. Με δεδομένη την κατάσταση έκτακτης ανάγκης, δεν θα αξιωθεί δυστυχώς όχι την πάνδημη κηδεία που θα του άξιζε, πιθανόν ούτε την παρουσία στενών του φίλων.
Εκείνον πάντως, καθώς φαίνεται, δεν τον έμελλε και τόσο: "Ξέρω πώς θα είναι ο θάνατος. Μια βιαστική μετακόμιση ή έξωση. Ένα ξαφνικό ταξίδι, γιατί η χώρα σου έπαψε να υπάρχει - έτσι για πλάκα. Και θα έχω αφήσει τόσα πίσω: ιδέες, αποφάσεις για μια άλλη ζωή, καλύτερη από αυτήν που κάνω τώρα, συγκατοικώντας ασφυκτικά με τον Μπαχ. Οι φίλοι μου θα λείπουν. Και ένας ακόμα άγνωστος θα μείνει με τους αγνώστους. Μπορεί και να θυμάμαι: τα μάτια σου, τα χέρια σου, την πέτρα που έσκυψες και μάζεψες δίπλα από τη θάλασσα. Για αυτό σου λέω, ξέρω πώς θα είναι ο θάνατος: μια απλή βραδιά. Όπως οι άλλες", έγραφε στις «Παράπλευρες καθημερινές απώλειες» (Εκδόσεις των Συναδέλφων, 2013). Ας είναι το χώμα όσο του πρέπει ελαφρύ.
σχόλια