H «Εφημερίδα των Συντακτών» στις 31/1 κυκλοφόρησε με πρωτοσέλιδο που απεικόνιζε τον πρωθυπουργό Κυριάκο Μητσοτάκη και τίτλο «Αδιάβαστος και... άμπαλος». Αναφερόταν σαφώς στις παλινωδίες της κυβέρνησης που προκλήθηκαν από το ενδεχόμενο βαριάς τιμωρίας στον ΠΑΟΚ και την Ξάνθη μετά την αποκάλυψη του «σκανδάλου» για συνιδιοκτησία.
Εάν στο παρελθόν μια (κεντρο)αριστερή εφημερίδα χαρακτήριζε κάποιον πολιτικό «άμπαλο» (λέξη που ίσως πρέπει να αποδοθεί στον Νίκο Αλέφαντο), μάλλον θα το έκανε με θετικό πρόσημο. Το ποδόσφαιρο ως μια νέα θρησκεία, ως «όπιο του λαού», υπήρξε ο βασικός τρόπος πρόσληψης της ποδοσφαιρικής κουλτούρας στη μαρξιστική κατανόηση του κόσμου. Όμως έχουν μεσολαβήσει πολλά από τότε και η σύγχρονη ριζοσπαστικότητα συχνά μετέρχεται την ποδοσφαιρική ιδιόλεκτο για να κατανοήσει την κοινωνική πραγματικότητα που θέλει, υποτίθεται, να αλλάξει.
Δεν είναι πολύ μακριά η εποχή που ο Κώστας Καραμανλής, λίγο πριν από την εκλογή του το 2004, επεδείκνυε στην ειδική εκπομπή για το Champions League τις ποδοσφαιρικές του γνώσεις ως καλεσμένος. Ακόμα πιο κοντά είναι το στιγμιότυπο του Αλέξη Τσίπρα να υπόσχεται, χαριτολογώντας, ως πρωθυπουργός πρωτάθλημα στον ΠΑΟΚ. Πολύ συχνά στο πρόσφατο παρελθόν οι πολιτικοί πρωταγωνιστές κλήθηκαν να αποδείξουν ότι δεν είναι «άμπαλοι», είτε κάνοντας περισπούδαστες ποδοσφαιρικές δηλώσεις είτε διευκολύνοντας τους μεγαλοϊδιοκτήτες των ομάδων σε ποδοσφαιρικές ή άλλες επιχειρηματικές τους δραστηριότητες.
Από τη δεκαετία του '90 κι ύστερα το ελληνικό ποδόσφαιρο γίνεται συνώνυμο της διαφθοράς, της εξαπάτησης, της διαπλοκής. Η διεθνοποίηση του ποδοσφαίρου, η ακραία εμπορευματοποίηση αλλά και η αναγωγή του σε κάτι πολύ σημαντικότερο από ένα άθλημα οδήγησαν στην Ελλάδα όχι σε ανάπτυξή του αλλά σε περισσότερο φανατισμό, σε μεγαλύτερη συρρίκνωση και εμπλοκή του στα κυκλώματα του σκοτεινού ή φαντασμαγορικού υποκόσμου. Οι επιτυχίες της Εθνικής Ομάδας τη δεκαετία του 2000 υπήρξαν απλώς ένα τυχαίο και προσωρινό γεγονός. Η «παράγκα» του Διονύση Σαββόπουλου έγινε το συνώνυμο της ελληνικής ποδοσφαιρικής κουλτούρας και ολόκληρης της μικροκοινωνίας που την απομυζά.
Η κατάπτωση του ελληνικού ποδοσφαίρου, το γεγονός ότι ελάχιστοι φίλαθλοι σε σχέση με το παρελθόν, εκτός από οργανωμένους οπαδούς και τα τάγματα εφόδου που κάθε ομάδα διαθέτει, πληρώνουν κάθε βδομάδα εισιτήριο για να δουν αγώνες, εξηγείται σε μεγάλο βαθμό από το επίπεδο της οικονομικής και κοινωνικής «ελίτ» που έχει ασχοληθεί μαζί του τις τελευταίες δεκαετίες.
Η κατάπτωση του ελληνικού ποδοσφαίρου, το γεγονός ότι ελάχιστοι φίλαθλοι σε σχέση με το παρελθόν, εκτός από οργανωμένους οπαδούς και τα τάγματα εφόδου που κάθε ομάδα διαθέτει, πληρώνουν κάθε βδομάδα εισιτήριο για να δουν αγώνες, εξηγείται σε μεγάλο βαθμό από το επίπεδο της οικονομικής και κοινωνικής «ελίτ» που έχει ασχοληθεί μαζί του τις τελευταίες δεκαετίες. Η αδυναμία της ελληνικής πολιτείας αλλά και των διεθνών ποδοσφαιρικών οργανισμών (που δεν έχουν αποδειχτεί λιγότερο διεφθαρμένοι από τους ελληνικούς) να βάλουν κάποιους ξεκάθαρους κανόνες είναι μια παθογένεια διαρκής, που τη συναντήσαμε και τις τελευταίες μέρες.
Ίσως όμως θα πρέπει να καταλάβουμε καλύτερα ότι αυτό το δημοφιλέστατο άθλημα, το πιο θεαματικό και παγκοσμίως αγαπητό, δεν είναι πια συνώνυμο ενός ευγενούς ή λαϊκού σπορ. Όχι μόνο γιατί τα λεφτά που διακυβεύονται είναι πολλά, όχι μόνο γιατί τα συμφέροντα που εμπλέκονται είναι όλο και πιο σκοτεινά, αλλά και γιατί το ποδόσφαιρο, τουλάχιστον στην Ελλάδα, έχει εργαλειοποιηθεί ως μέσο πίεσης και επιθετικότητας.
Δεν χρειάζεται να πάει κανείς σε κάποια ποδοσφαιρική «θύρα». Μια επίσκεψη σε αγώνα (ακόμη και προπόνηση) παιδικής ποδοσφαιρικής ομάδας είναι αρκετή. Εκεί θα δει κανείς γονείς κρεμασμένους στα κάγκελα του γηπέδου να ωρύονται, να βρίζουν, να καλούν το «αστέρι» τους να δώσει τα παπούτσια του αντιπάλου του στο χέρι.
Γνωρίζουμε από τη διάσημη κοινωνιολογική μελέτη του Nobert Elias ότι τα ομαδικά αθλήματα, όπως το ποδόσφαιρο, πάντα αποτελούσαν μια εικονική αναπαράσταση πολέμου. Σε αυτά ο σύγχρονος πολιτισμός προβάλλει με ελεγχόμενους κανόνες όλες τις πρωτόγονες ενορμήσεις που περιορίζει στην καθημερινότητά του.
Όμως εδώ και πολύ καιρό στην Ελλάδα το ποδόσφαιρο έχει πάψει να είναι ένας εικονικός πόλεμος. Είναι ένας φαντασιακός αγώνας καταξίωσης των γονέων μέσω των παιδιών τους στον κόσμο της αθλητικής διασημότητας/επιτυχίας. Είναι ένας πόλεμος μεταξύ ομάδων οπαδικού φονταμενταλισμού, έτοιμων να σκοτώσουν για «σώβρακα και φανέλες». Ομάδων εμπόλεμων που δεν κινούνται μόνο στον χώρο της ανομίας αλλά και πιο νόμιμων περιπτώσεων που θεωρούν την προσβολή, τη μισαλλοδοξία και τη συνακόλουθη ρητορική ή σωματική βία στοιχείο μιας ταυτότητας, στοιχείο ένταξης σε μια συλλογικότητα.
Η ποδοσφαιρική κουλτούρα που έχει δημιουργηθεί τις τελευταίες δεκαετίες στην Ελλάδα είναι μια κουλτούρα βιαιότητας, επιβεβαίωσης ή καταγγελίας του νόμου που (με) συμφέρει και μιας καλά εμπεδωμένης ανομίας. Δεν είναι μια αφορμή για λαϊκή συνεύρεση με ευφάνταστα πειράγματα, έστω και βωμολοχίες, όπως στο παρελθόν. Δεν είναι αφορμή για δίκαιο ανταγωνισμό (οι ξένοι διαιτητές, άλλωστε, είναι μόνο για τα μεγάλα ντέρμπι, όχι για τις μικρές ομάδες). Είναι το χαλί κάτω από το οποίο κρύβουμε όλα όσα δεν θέλουμε να ξέρουμε και να δούμε. Είναι ο θρυμματισμένος καθρέφτης μιας κοινωνίας που δεν τον έχει για να βλέπει το είδωλό της αλλά για να εκτονώνει τα αδιέξοδα και να αποθεώνει τον κατακερματισμό της. Μιας κοινωνίας που έχει χάσει προ πολλού την μπάλα.
Το άρθρο δημοσιεύθηκε στην έντυπη LiFO
σχόλια