ΟΙ ΣΧΕΣΕΙΣ οικειότητας είναι ένα φαινόμενο που η σύγχρονη κοινωνιολογία ορίζει και μελετά από τη δεκαετία του 1960 και ύστερα. Είναι ένας όρος που έρχεται να περιγράψει τις κοινωνίες που στηρίζονται όλο και περισσότερο στη διαμεσολάβηση της τεχνολογίας στις ανθρώπινες σχέσεις, χωρίς όμως να χάνεται η ανάγκη για επαφή, τρυφερότητα, ενσυναίσθηση. Αντί για μια αλλοτριωτική συνθήκη, ο κόσμος της τεχνολογικοποιημένης επικοινωνίας συνοδεύεται από την αυξημένη τάση για αναζήτηση σχέσεων και συναισθημάτων αμεσότητας, τη διαρκή προσπάθεια προβολής και αντιπαραβολής του προσωπικού στοιχείου με τη δημόσια ζωή, την αναζήτηση ενός μπανάλ ρομαντισμού και της στιγμιαίας συγκίνησης.
Όσο λιγότερο ερχόμασταν τις τελευταίες δεκαετίες σε «φυσική» επαφή εξαιτίας της ενσωμάτωσης της τεχνολογίας στην καθημερινή μας επικοινωνία, ενημέρωση και ψυχαγωγία, τόσο πιο πολύ ανήγαμε το οικείο, το άμεσο, το προσωπικό σε κεντρικό αξιακό μας σύστημα, ακόμη και σε βασικά ζητούμενα της πολιτικής μας κουλτούρας. Σήμερα, κάτω από τις πρωτόγνωρες συνθήκες που επέβαλε η πανδημία του κορωνοϊού, κάτω από τον αναγκαστικό περιορισμό μας, οι σχέσεις διαμεσολαβημένης οικειότητας υπήρξαν σχεδόν οι μόνες που μπορούσαμε να έχουμε. Το κοινωνικό κίνημα του «Μένουμε Σπίτι» επέδειξε όχι μόνο επιβιωτικά αντανακλαστικά αλλά και μια μη εγωιστική ευαισθησία, μια συλλογική εγρήγορση, μια πρόνοια για τους ευπαθείς πληθυσμούς που δύσκολα μπορούσαμε να φανταστούμε πριν από την πανδημία. Η κοινωνία της οικειότητας, με τους μικρούς ή μεγάλους ναρκισσισμούς της, με τις μικρές ή μεγάλες εσωστρεφείς τάσεις της, με τις έντονες συναισθηματικές μεταπτώσεις της, απέδειξε ότι έχει μεγάλα αποθέματα αντοχής και συνοχής, ειδικά σε εκείνες τις περιπτώσεις που ο οίκος, η οικογένεια και η ιδιωτική σφαίρα έχουν μεγαλύτερη αξία, και υπήρξε καλύτερα συνδεδεμένη με τη δημόσια. Η Ελλάδα αποτέλεσε μια τέτοια περίπτωση, ένα αναπάντεχο success story αυτοσυντήρησης, αυτοπειθαρχίας, αυτοπεριορισμού και εύρυθμης κρατικής λειτουργίας αλλά και διατήρησης των πραγματικών και φαντασιακών κοινωνικών δεσμών (ιδίως απέναντι στους πιο ηλικιωμένους) απέναντι στον αόρατο εχθρό.
Η ελευθερία της κίνησης, η μεγαλύτερη και σημαντικότερη ελευθερία των τελευταίων δεκαετιών, σίγουρα θα σχετι-κοποιηθεί κάτω από την ανάγκη της ασφάλειας. Αυτό θα αλλάξει όχι μόνο την οικονομία των εισοδημάτων αλλά και των συναισθη-μάτων μας
Η δεύτερη φάση της κρίσης έρχεται να μας δοκιμάσει σε ένα νέο πεδίο, λιγότερο ανεπτυγμένο στη σύγχρονη ελληνική κοινωνία. Εάν η ανέπαφη κοινωνικότητα ήταν κάπως εύκολο να διατηρηθεί στα του οίκου μας, εκεί όπου ο εξοπλισμός του ελληνικού σπιτιού με διαδικτυακές και τηλεοπτικές οθόνες, παιχνιδομηχανές και άλλα γκάτζετ αποδείχτηκε υπερπλήρης, δεν είναι καθόλου δεδομένο ότι μπορεί να λειτουργήσει και στον δημόσιο χώρο. Είναι γνωστό ότι η μεταπολιτευτική περίοδος αποτελεί μια φάση της σύγχρονης Ελλάδας κατά την οποία ο δημόσιος χώρος έχει ταυτιστεί περισσότερο με τη λογική καταπάτησης κανόνων και ορίων παρά τήρησής τους. Είτε μέσα από μια αποθέωση της αιώνιας εφηβείας, είτε μέσα από σχήματα πολιτικού ριζοσπαστισμού, είτε μέσα από πρακτικές ακραίας ιδιοτέλειας και αδιαφορίας, ο ελληνικός δημόσιος χώρος συχνά ταυτίστηκε με την αυθαιρεσία, την αγένεια, τον οχαδερφισμό, τη μισαλλοδοξία.
Τώρα, και για άγνωστο διάστημα, καλούμαστε να τηρήσουμε τους κανόνες αποστασιοποίησης όχι από το σπίτι μας, κάτι που μας φάνηκε ως έναν βαθμό εύκολο και γνώριμο, αλλά από κοντά. Η ιατρικοποίηση της κοινωνικής ζωής στην οποία μπαίνουμε δεν συνεπάγεται απλώς τη γενικευμένη χρήση της μάσκας, την τήρηση των κανόνων υγιεινής, το τέλος των χειραψιών, την ελαχιστοποίηση των περιττών μετακινήσεων. Συνεπάγεται, καταρχάς, την εφεύρεση και τήρηση κανόνων κοινωνικής αλληλεπίδρασης στον δημόσιο χώρο, τον σεβασμό της υγείας του άλλου, τη συνειδητοποίηση ότι φορέας του προβλήματος δεν είναι κάποιος ξένος, καταστατικά «κακός», αλλά ο ίδιος μας ο εαυτός και το κοντινό περιβάλλον μας. Για πρώτη φορά η ελληνική κοινωνία καλείται να καταφέρει να εισαγάγει στην καθημερινή κοινωνική «επαφή» αποστάσεις ευγενείας, κώδικες συμπεριφοράς και συνεννόησης. Κι αυτό δεν είναι καθόλου σίγουρο ότι θα πετύχει.
Αυτή η νέα φάση αντιμετώπισης της πανδημίας δεν μπορεί να λειτουργήσει με πειθαναγκασμούς, διαρκή αστυνόμευση και τιμωρητικές λογικές. Μόνο κάποιοι που ανόητα μπερδεύουν τη «βιοεξουσία» με τον αυταρχικό ολοκληρωτισμό επιζητούν μια τέτοια εξέλιξη, για να δικαιώσουν τις ιδεοληψίες τους περί ανάλγητου καπιταλισμού, παγκοσμιοποιημένης ζούγκλας και συνωμοσιολογικών «πειραμάτων». Για να λειτουργήσει ο νέος, προσωρινός (ελπίζουμε) κόσμος, θα πρέπει να επανιδρύσουμε τις πόλεις μας, τους όρους συμβίωσής μας, να γνωριστούμε ξανά. Μόνο υπό αυτό το πρίσμα η απώλεια του προσώπου όλων μας που θα επιφέρει η μάσκα στη δημόσια ζωή μπορεί να νοηθεί όχι ως μια άρση της ατομικότητας αλλά ως μια στιγμή επανέναρξης, ένα σβήσιμο του πρόσφατου, κραυγαλέου, αγανακτισμένου παρελθόντος μας. Μια κίνηση αναστοχασμού ότι δεν είμαστε μόνοι μας στον κόσμο και ότι ο κόσμος είμαστε εμείς.
Αυτό που καλούμαστε να στερηθούμε από δω και πέρα είναι όχι ακριβώς η κοινωνική συνεύρεση αλλά η αρρύθμιστη, ανεξέλεγκτη, εγωιστική επαφή. Το κόστος δεν θα είναι καθόλου μικρό, αφού η κοινωνική ζωή περιέχει σημαντικές εμπειρίες που δεν μπορούν να προγραμματιστούν, να ελεγχθούν, να περιοριστούν. Η ελευθερία της κίνησης, η μεγαλύτερη και σημαντικότερη ελευθερία των τελευταίων δεκαετιών, σίγουρα θα σχετικοποιηθεί κάτω από την ανάγκη της ασφάλειας. Αυτό θα αλλάξει όχι μόνο την οικονομία των εισοδημάτων αλλά και των συναισθημάτων μας. Εάν δεν υπήρχε η βεβαιότητα της παροδικότητας, εάν δεν υπήρχε η εμπιστοσύνη στην παγκόσμια ιατρική επιστήμη, όλα αυτά θα αποτελούσαν μια εφιαλτική προοπτική, όχι γιατί θα επωφεληθεί κάποιος Μεγάλος Αδελφός αλλά γιατί νέες κοινωνικές διαιρέσεις και κοινοτισμοί, νέα αόρατα σύνορα καιροφυλακτούν να αναδειχτούν και να φέρουν χαοτικές διαφορές. Γι' αυτό η όσο το δυνατόν καλύτερη τήρηση των κανόνων κοινωνικής απόστασης για περιορισμένο χρονικό διάστημα φαντάζει η μόνη λύση, προκειμένου να διατηρήσουμε το δικαίωμα στην επαφή με όλα όσα αγαπάμε, όλα όσα μας νοιάζουν, όλα όσα θέλουμε να ζήσουμε από κοινού.
* O Βασίλης Βαμβακάς είναι αναπληρωτής καθηγητής Κοινωνιολογίας της Επικοινωνίας στο ΑΠΘ.
Το άρθρο δημοσιεύθηκε στην έντυπη LifO.