ΕΙΝΑΙ ΚΑΤΙ ΣΤΙΓΜΕΣ κατά την άχαρη και συνήθως μάταιη διαδικασία του ζάπινγκ στην έρημο των τηλεοπτικών καναλιών που μοιάζει με όαση για το μάτι μια παλιά ασπρόμαυρη ελληνική ταινία που εμφανίζεται ξαφνικά. Ειδικά αν είναι από τις καλές του λεγόμενου εμπορικού / βιομηχανικού σινεμά. Δυστυχώς όμως, όλο και πιο συχνά πλέον κινδυνεύει ο ταλαίπωρος τηλεθεατής να πέσει πάνω σε μια από τις «επιχρωματισμένες» βερσιόν που λυμαίνονται με τις θανατερές παστέλ αποχρώσεις τους το τηλεοπτικό τοπίο εδώ και μια τετραετία περίπου όταν και ξεκίνησε επίσημα αυτό το κακό. Μόνο κάτι σινεφίλ σπασίκλες είχαν γκρινιάξει τότε, ενώ η κρατούσα άποψη φαινόταν να αντιμετωπίζει ως «καλοδεχούμενη», «επαγγελματική» και «καλαίσθητη» αυτή την εκτρωματική και εντελώς αχρείαστη εξέλιξη. Λες και είμαστε στα τέλη της δεκαετίας του ’70 και χαρίζουμε στον κόσμο έγχρωμες τηλεοράσεις για ν’ ανοίξει το μάτι του.
Ώρες-ώρες τρέμω την στιγμή που θα εμφανιστεί ξαφνικά στην οθόνη έγχρωμη και παρδαλή η «Δεσποινίς Διευθυντής» ή ο Δημήτρης Χορν στο «Αλίμονο στους νέους» ντυμένος στα πράσινα να χοροπηδά σαν Ιρλανδός καλικάντζαρος στα στενά της Πλάκας, θα πάθω αποπληξία και δεν θα βρίσκεται κανείς κοντά για να με συνεφέρει.
Και καλά πες, δεν θα πεθάνουμε κιόλας για περιπτώσεις όπως «Ο άνθρωπος της καρπαζιάς» (αυτή η χαζομάρα με τον Βουτσά και την σουπερμαντολίνη) που πετυχαίνω διαρκώς τελευταία σε όλο το νέο χρωματιστό της μεγαλείο. Όταν πρόκειται όμως για ταινίες βαθιά αγαπημένες και ποικιλοτρόπως άξιες όπως «Η γυνή να φοβήται τον άνδρα» (το πρώτο μεγάλο θύμα αυτής της θλιβερής ιστορίας, που μάλιστα προβλήθηκε και σε κινηματογράφους στη νέα «μπεζ» εκδοχή του) ή ο «Μπακαλόγατος» («Της κακομοίρας») , το αποτέλεσμα είναι τραγικό και πονάει (το βλέμμα, το μυαλό και την ψυχή). Το ίδιο ισχύει ακόμα και για λιγότερο σημαίνουσες πλην όμως στιλάτες και καλοφτιαγμένες (στην αρχική εκδοχή τους) περιπτώσεις όπως «Το κοροϊδάκι της δεσποινίδας» ή το «Διακοπές στην Κέρκυρα» που είδα με απόγνωση (όσο άντεξα) πλημμυρισμένο με αφύσικα χρώματα πριν από μερικές μέρες και δυστυχώς δεν μπορώ να ξε-δώ.
Ώρες-ώρες τρέμω την στιγμή που θα εμφανιστεί ξαφνικά στην οθόνη έγχρωμη και παρδαλή η «Δεσποινίς Διευθυντής» ή ο Δημήτρης Χορν στο «Αλίμονο στους νέους» ντυμένος στα πράσινα να χοροπηδά σαν Ιρλανδός καλικάντζαρος στα στενά της Πλάκας, θα πάθω αποπληξία και δεν θα βρίσκεται κανείς κοντά για να με συνεφέρει.
Ακόμα κι αν καταπίναμε όμως αυτές τις «επιχρωματισμένες» εκδοχές δημοφιλών ασπρόμαυρων ταινιών (υποθετικά μιλάμε, στην πραγματικότητα δεν χωνεύονται με τίποτα), δεν παύουν να παραμένουν εξοργιστικές οι διάφορες άλλες χειρουργικές παρεμβάσεις που βλέπει εδώ και χρόνια με τρόμο ο θεατής στις «ανανεωμένες» κόπιες πολλών άλλων ταινιών που έχει επιμεληθεί ειδικά για την τηλεόραση η ίδια εταιρεία (Καραγιάννης – Καρατζόπουλος): Εμβόλιμο υλικό (συχνά μεταγενέστερο), «εγκάθετοι» τίτλοι αρχής και τέλους, σφαγείο αρχικών και τελικών σεκάνς, χασάπικο μετα-μοντάζ, πετσόκομμα σκηνών, ρυθμού και αφήγησης, φριχτές γραμματοσειρές και άλλα θλιβερά και απαράδεκτα.
Απεχθάνομαι να χρησιμοποιώ το συλλογικό / εθνικό πρώτο πληθυντικό («δεν είμαστε λαός» κλπ), εν προκειμένω όμως γίνεται για άλλη μια φορά φανερό το πόσο μας λείπει ακόμα και μια βασική αντίληψη περί προστασίας πολιτισμικής κληρονομιάς και πολύτιμου αρχειακού υλικού κάθε είδους. Δεν θα έπρεπε να έχουν γίνει καταγγελίες από τους υπεύθυνους φορείς και τα διάφορα σωματεία του κινηματογραφικού χώρου με τα πενταψήφια αρχικά (αν έχουν γίνει και δεν το γνωρίζω, ζητώ συγνώμη) ενάντια στην κακοποίηση αυτών των ταινιών, ακόμα και των πιο ταπεινών και καταφρονεμένων εξ αυτών;