ENAN MIΚΡΟ ΑΛΛΑ ΕΝΤΟΝΟ ΧΑΜΟ, μια ταραχή, μια τρικυμία σε (σινεφίλ) σφηνάκι προκάλεσε η φετινή εκδοχή της λίστας με τις «100 καλύτερες ταινίες όλων των εποχών» του περιοδικού Sight and Sound – ένας βαρυσήμαντος παραδοσιακά θεσμός που ξεκίνησε το 1952 και ανανεώνεται κάθε δέκα χρόνια παρουσιάζοντας τα αποτελέσματα της σχετικής ψηφοφορίας των κριτικών (πάνω από 1.600 ψήφισαν φέτος, οι διπλάσιοι από την τελευταία φορά).
Το γεγονός ότι φέτος εκτοξεύτηκε ξαφνικά στην κορυφή, εκθρονίζοντας τον Δεσμώτη του Ιλίγγου (Vertigo), που με τη σειρά του είχε εκθρονίσει το 2012 τον Πολίτη Κέιν, που για μισό αιώνα κατείχε τα σκήπτρα, μια ταινία όχι μόνο άγνωστη σε πολλούς, αλλά επίσης φεμινιστική, πειραματική, αργή και διάρκειας σχεδόν τριάμισι ωρών, προκάλεσε ποικίλες αντιδράσεις και γκρίνιες.
Πρόκειται για την ταινία «Ζαν Ντιλμάν» (Jeanne Dielman, 23 Quai du Commerce, 1080 Bruxelles είναι ο πλήρης τίτλος) που γύρισε το 1975 η σπουδαία «avant-garde» σκηνοθέτρια Σαντάλ Άκερμαν.
Δεν υπάρχει λόγος να παρεξηγείται κανείς, ούτε να το παίρνει προσωπικά. Κανείς εξάλλου δεν θα μπορούσε να είναι 100% ικανοποιημένος με μια τέτοια απόλυτη και ενδεικτική μιας τρέχουσας αναθεωρητικής αντίληψης λίστα.
Πολλοί ήταν εκείνοι που έσπευσαν να συμπεράνουν πως ούτε λίγο ούτε πολύ η επιλογή αυτή συνιστά μια «woke» προβοκάτσια, έναν καιροσκοπικό (ή ακόμα και πραξικοπηματικό) εκθειασμό σύγχρονων αξιών και τάσεων όπως η αντιπροσώπευση και η συμπερίληψη, έναν θρίαμβο της ιδεολογικής ανάγνωσης υπεράνω όλων.
Σίγουρα πρόκειται για πρόκληση, του πιο γόνιμου είδους όμως. Δεν υπάρχει λόγος να παρεξηγείται κανείς, ούτε να το παίρνει προσωπικά. Κανείς εξάλλου δεν θα μπορούσε να είναι 100% ικανοποιημένος με μια τέτοια απόλυτη και ενδεικτική μιας τρέχουσας αναθεωρητικής αντίληψης λίστα. Ούτε είναι κακό να αμφισβητείται πού και πού το κλασικό μαυσωλείο των Επιφανών Ανδρών Σκηνοθετών.
Προφανώς, μια τέτοια ταινία δεν είναι για όλους. Αλλά μήπως και ο Πολίτης Κέιν ήταν ποτέ για όλους; Ας παραδεχτούμε επιτέλους ότι ο ογκόλιθος που έστησε ο νεαρός Όρσον Γουέλς, αναδεικνύοντας τις μεγαλειώδεις δυνατότητες του μέσου, ποτέ δεν αγαπήθηκε πραγματικά από το κοινό.
Εκατό ταινίες είναι λίγες, πολύ λίγες. Εκατό ταινίες γυρίζονται τούτη εδώ τη στιγμή, κάπου. Ας αναλογιστούμε πως στη συγκεκριμένη λίστα δεν χώρεσε ούτε μία ταινία του Χάουαρντ Χοκς, του Μπουνιουέλ, του Πολάνσκι (στην αντίστοιχη λίστα των σκηνοθετών πάντως, το Chinatown ανέβηκε είκοσι θέσεις από την προηγούμενη φορά), του Ρομέρ, του Άλτμαν, του Μάλικ, του Λιούμπιτς, του Νίκολας Ρέι, του Χέρτσογκ, του Πολ Τόμας Άντερσον, ακόμα και του Σπίλμπεργκ, μεταξύ άλλων λιγότερο ή περισσότερο κραυγαλέων απουσιών.
Ο Πέκινπα έμοιαζε ξεγραμμένος απ’ την αρχή, ενώ αίσθηση (και εκνευρισμό) προκάλεσε και η «αποπομπή» από την φετινή λίστα του Οργισμένου Ειδώλου (Raging Bull) του Σκορσέζε, μιας ταινίας που είχε φτάσει να θεωρείται η καλύτερη της δεκαετίας του ’80, ενδεχομένως όμως να υποβιβάστηκε λόγω υπερχειλίζουσας «τοξικής αρρενωπότητας».
Στη «Ζαν Ντιλμάν» παρακολουθούμε τη βαθμιαία διολίσθηση σε χρονικό διάστημα τριών ημερών μιας αστής Βελγίδας νοικοκυράς που μεγαλώνει μόνη της τον έφηβο γιο της και παράλληλα απασχολείται μερικώς ως πόρνη (ή σεξεργάτρια) που δέχεται κατ' οίκον επισκέψεις (μία την ημέρα), με τη στατική κάμερα να καταγράφει με διακριτική εμμονή την καθημερινή της ρουτίνα –ενώ ψωνίζει, ενώ μαγειρεύει, ενώ διαβάζει φωναχτά Μποντλέρ, ενώ συνευρίσκεται με τους πελάτες–, μέχρι το λυτρωτικό φινάλε.
«Σε μια ταινία που αποδίδει, αγωνιωδώς, την καταπίεση των γυναικών, η Άκερμαν μεταμορφώνει το σινεμά, που τόσο συχνά και το ίδιο έχει λειτουργήσει ως όργανο αυτής της καταπίεσης, σε δύναμη απελευθέρωσης και δημιουργεί ένα είδος λεξικού της οικιακής κινησιολογίας, τοποθετώντας αυτή την αόρατη κουλτούρα στο κέντρο ενός avant-garde φιλμ, στο κέντρο της τέχνης», έγραψε για την ταινία με αφορμή την εκτόξευσή της στην κορυφή της λίστας, η κορυφαία θεωρητικός του κινηματογράφου Laura Mulvey.
Σημείωσε επίσης ότι η θέση της ταινίας αντανακλά «μια μεγαλύτερη προθυμία των κριτικών να δουν δύσκολες ταινίες και μια ευρύτερη αποδοχή του λεγόμενου "αργού σινεμά"». Μόνο καλό μπορεί να είναι αυτό.
Οι λεγόμενες δύσκολες και απαιτητικές και μακράς διάρκειας (και πνοής) ταινίες συχνά αποζημιώνουν και με το παραπάνω όσους κάνουν τον κόπο. Ρωτήστε, φερ’ ειπείν, όσους έχουν δει το (επτάωρο) Satantango του Μπέλα Ταρ που επίσης φιγουράρει στη λίστα. Τους έχει για πάντα στοιχειώσει, με μια ιδανική έννοια.
Μπορεί να μη θυμάσαι, στην εποχή μας ειδικά, τι ταινία ή τι σειρά είδες χθες, όπως όμως γράφτηκε κάπου για το φιλμ της Άκερμαν, «θα θυμάσαι για πάντα τη μαρμάρινη μπανιέρα και τα πλακάκια της κουζίνας της Ζαν, ενώ εκείνο το μπλε φως θα αφήσει μια χαρακιά στο μυαλό σου».
Η ίδια η σκηνοθέτρια, που έβαλε τέλος στη ζωή της τον Οκτώβριο του 2015 (μάλιστα, λίγες μέρες πριν είχε προβληθεί η «Ζαν Ντιλμάν» στις Νύχτες Πρεμιέρας της Αθήνας) είχε πει κάποτε: «Τα πάντα στη ζωή στρέφονται γύρω από τον χρόνο… Με τις ταινίες μου έχεις επίγνωση του κάθε δευτερόλεπτου που περνά μέσα από το σώμα σου».