ΤΕΛΕΥΤΑΙΑ ΣΤΙΓΜΗ –ΚΛΑΣΙΚΑ– κατάφερα να πεταχτώ μια βόλτα στη φουτουριστική έκθεση «Plásmata» της Στέγης, που είχε αποικήσει μέχρι προχθές το Πεδίον του Άρεως. Κάποια έργα έμοιαζαν αρκούντως εντυπωσιακά μετά το σκοτάδι, που αναδείκνυε την έντονη φωτορυθμική τους διέγερση, ενώ κάποια άλλα φάνταζαν vintage σχεδόν στην παραισθητική, pixelοειδή υφή τους (πολύ πιο κοντά δηλαδή στο 2000 απ’ ό,τι στο 2022).
Μπόλικη οθόνη επίσης, ειδικά αν περνάς όλη τη μέρα στην οθόνη και βγαίνεις έξω για να ξεσκάσεις. Ήταν κάτι όμως, ως συνολική εμπειρία. Και το κοινό (πάσης ηλικίας, τάξης ή συνομοταξίας) φαινόταν να το εκτιμά, έστω και ως ένα λοξό αξιοθέατο ή ως μια καλοδεχούμενη ψυχαγωγική (και δωρεάν) μεταποίηση ενός παραδοσιακού δημόσιου χώρου της πόλης, που για χρόνια φαινόταν να έχει αφεθεί σε μια γενική δυσμένεια.
Αν κρίνω από τη βραδιά που πήγα εγώ πάντως, το πιο μεγάλο σουξέ της έκθεσης δεν ήταν κάποια αλλόκοτη συνθετική εγκατάσταση αλλά μια σπηλιά (ok, τεχνητή, αλλά στο σκοτάδι μπορούσες να την μπερδέψεις με πραγματική) που έβγαζε καπνό απ’ έξω (όπως τα μαντεία) και μέσα της κατοικούσε ο Frank (εκ του Frankenstein), μια οντότητα τεχνητής νοημοσύνης που δημιούργησε η Δανή εικαστικός Cecilie Waagner Falkenstrøm.
O Frank μπορεί να μην ήταν ορατός, οι χρησμοί του όμως απηχούσαν στον χώρο καθώς ακουγόταν να απαντά στα πιο κρίσιμα και αναπάντητα ερωτήματα που μπορούσε να του απευθύνει όποιος/-α ήθελε ανεβαίνοντας σ’ ένα βάθρο και μιλώντας σ’ ένα εναέριο μικρόφωνο.
O Frank μπορεί να μην ήταν ορατός, οι χρησμοί του όμως απηχούσαν στον χώρο καθώς ακουγόταν να απαντά στα πιο κρίσιμα και αναπάντητα ερωτήματα που μπορούσε να του απευθύνει όποιος/-α ήθελε ανεβαίνοντας σ’ ένα βάθρο και μιλώντας σ’ ένα εναέριο μικρόφωνο.
Οι ερωτήσεις ήταν ψιθυριστές συνήθως (στα αγγλικά, υποχρεωτικά), αναλόγως με το πόσο ντρεπόταν κανείς για το ζήτημα που τον / την απασχολούσε, προσωπικό ή οικουμενικό, τωρινό ή αιώνιο.
Πότε θα πεθάνω, πότε θα τελειώσει ο κορωνοϊός, αν υπάρχει άλλη ζωή κ.λπ. – ενώ όσο βρισκόμουν κοντά, άκουσα δύο κορίτσια από διαφορετικές παρέες να ρωτάνε αν και πότε θα παντρευτούν. Δεν κρίνω, τυχαίο δείγμα ενδεχομένως. Και ο Frank απαντούσε κάθε φορά, άλλοτε με σαφή και περιεκτικό τρόπο, άλλοτε υπεκφεύγοντας θεαματικά μέσω ενός ιστού συνειρμικών αναφορών που σε έκαναν να ξεχάσεις την ερώτηση.
Μόνο σε μένα απάντησε μονολεκτικά, μ’ ένα στεγνό «Δεν ξέρω», σα να μου την έλεγε που τον ρώτησα κάτι εντελώς αόριστο και ασήμαντο εν τέλει, επιχειρώντας να του βραχυκυκλώσω και καλά τον αλγόριθμο. Οι μηχανές είναι πιο έξυπνες από μας, και σίγουρα από μένα.
Μού θύμισε τον «Dr. Know», το ολόγραμμα στην ταινία του Σπίλμπεργκ Artificial Intelligence (2001) που έδινε απαντήσεις (με τη φωνή του Ρόμπιν Γουίλιαμς, μην το ξεχνάμε) στα πάντα και βρισκόταν στο κέντρο ενός νυχτόβιου παραθεριστικού κέντρου του μέλλοντος που λεγόταν Rouge City και έσταζε από παντού νέον και παρακμή, σαν ένα (ρετρο)φουτουριστικό λούνα-παρκ της συνείδησης.
Θα μπορούσε να πει κανείς ότι κάτι από αυτή την αίσθηση περιφερόταν τις νύχτες στο Πεδίον του Άρεως όσο διαρκούσαν τα Plásmata. Καλύτερο το κάτι από το τίποτα.