«OΠΟΙΟΣ ΠΙΣΤΕΥΕΙ ΟΤΙ τα λόγια πονάνε δεν έχει φάει μπουνιά στη μούρη», λέει ο Κρις Ροκ σε μια από τις πρώτες ατάκες του στη σκηνή του θεάτρου Hippodrome στη Βαλτιμόρη, σε μια παράσταση που μεταδόθηκε ζωντανά και με πολλές φανφάρες από το Netflix την Κυριακή τα ξημερώματα (ώρα Ελλάδος) ανά την υφήλιο.
«Τα λόγια πονάνε μόνο αν τα γράψεις πάνω σ’ ένα τούβλο πριν το πετάξεις σε κάποιον». Ήταν μια σαφής πρόγευση αυτού που όλοι περίμεναν να ακούσουν από το πολυαναμενόμενο special με τον τίτλο «Επιλεκτική Οργή», όπως αποδόθηκε στα ελληνικά από την πλατφόρμα το «Selective Outrage», ή «Επιλεκτικό Ξέσπασμα» όπως θα ήταν ίσως πιο ακριβές.
Ένα χρόνο μετά τη διαβόητη σφαλιάρα που δέχτηκε ζωντανά στον αέρα ο 58χρονος κωμικός από τον Γουίλ Σμιθ επειδή προσέβαλε τη σύζυγό του Τζέιντα, κατά την περσινή τελετή απονομής των Όσκαρ, και μια εβδομάδα πριν από τη φετινή, οι θεατές της παράστασης που μεταδόθηκε ζωντανά σε όλα τα Netflix της υφηλίου (και φυσικά παραμένει στην πλατφόρμα) περίμεναν να δουν με ποιο τρόπο θα σχολίαζε για πρώτη φορά ο Ροκ εκείνο το πρωτοφανές περιστατικό, και μάλιστα επί σκηνής.
Αφού ξεκαθαρίζει ότι ο Γουίλ Σμιθ πάσχει από αυτό που δηλώνει ο τίτλος της παράστασης («selective outrage») και αντί να την πληρώσουν τόσοι άλλοι, την πλήρωσε τελικά αυτός σε μια ανύποπτη στιγμή στα Όσκαρ, ο Κρις Ροκ αρχίζει να πυροβολεί μέσω μικροφώνου.
Θα έπρεπε να περιμένουν μέχρι το τέλος σχεδόν της εμφάνισης (οχτώ λεπτά και κάτι πριν από τη λήξη για όσους θέλουν να πάνε κατευθείαν στο «επίμαχο» σημείο), μπορεί να πει κανείς όμως ότι η αναμονή μας αποζημιώθηκε, αφού ο Κρις Ροκ υπήρξε ασυγκράτητος και σχεδόν φρενήρης (κάτι που δεν είναι του ύφους και του χαρακτήρα του) στην αντεπίθεσή του. Η κωμωδία ως εκδίκηση και ως ξεκαθάρισμα λογαριασμών.
Αφού λοιπόν ξεκαθαρίζει ότι ο Γουίλ Σμιθ πάσχει από αυτό που δηλώνει ο τίτλος της παράστασης («selective outrage») και αντί να την πληρώσουν τόσοι άλλοι, την πλήρωσε τελικά αυτός σε μια ανύποπτη στιγμή στα Όσκαρ, αρχίζει να πυροβολεί μέσω μικροφώνου και ιδού κάποια από τα θραύσματα (στα οποία δεν περιλαμβάνονται οι αμέτρητες φορές που αποκάλεσε «bitch» την Τζέιντα κυρίως, αλλά και τον Γουίλ Σμιθ):
«… Η γυναίκα του πηδούσε τον φίλο του γιου της. Κανονικά, δεν θα μιλούσα ποτέ για τέτοια πράγματα. Αλλά για κάποιο λόγο, οι ίδιοι τα έβγαζαν στο ίντερνετ. Το έκαναν θέμα στην τηλεόραση. Ιδέα δεν έχω γιατί δύο τόσο ταλαντούχοι άνθρωποι πέφτουν τόσο χαμηλά… Όλους μας μάς έχουν απατήσει κάποτε. Κανείς όμως από μας ποτέ δεν έδωσε συνέντευξη στον άνθρωπο που τον απάτησε, στην τηλεόραση… Αυτή τον πλήγωσε πολύ περισσότερο απ’ ό,τι αυτός εμένα… Με έχουν ρωτήσει πολλοί γιατί δεν αντέδρασα όταν με χτύπησε. Επειδή έχω γονείς. Επειδή έχω ανατροφή, ΟΚ; Και ξέρετε τι μας έλεγαν οι γονείς μας; Να μη μαλώνουμε ποτέ μπροστά στους λευκούς». Πτώση μικροφώνου, αυλαία, αποθέωση.
Όλα τα προηγούμενα κεφάλαια του σόου που θίγουν μια ποικιλία από καυτά ζητήματα, πολιτικά («Η διαφορά των Ρεπουμπλικάνων με τους Δημοκρατικούς είναι ότι οι πρώτοι ψεύδονται ασύστολα ενώ οι δεύτεροι "αποκρύπτουν δολίως μέρος της πληροφορίας"»), κοινωνικά και προσωπικά, επισκιάστηκαν από αυτό το κρεσέντο στο φινάλε, που θα μπορούσε να χαρακτηριστεί επίσης ως ένα «επιλεκτικό ξέσπασμα» εκ μέρους του δημιουργού του, που αφήνει μια πικρή γεύση.
Κρίμα, γιατί ο Κρις Ροκ σαφέστατα ανήκει στους κορυφαίους και τους πιο ξύπνιους δημιουργούς και ερμηνευτές ενός είδους (το «Tamborine» που επίσης υπάρχει στο Netflix είναι ένα δείγμα της ιδιοφυΐας του ως stand up κωμικού) που μοιάζει τα τελευταία χρόνια να βρίσκεται σε διαδικασία αναζήτησης μιας σύγχρονης ταυτότητας.