ΠΡΙΝ ΑΠΟ ΕΝΑΝ ΜΗΝΑ, στις αρχές της νέας χρονιάς και λίγες μέρες μόνο μετά την «εικονική» πρωτοχρονιάτικη συναυλία του στον Λυκαβηττό, ο Σάκης Ρουβάς έκλεισε αισίως τα πενήντα. Η χρυσή ωριμότητα είχε κατακτηθεί χωρίς να έχει τρωθεί έστω και στο ελάχιστο η αίγλη του «απόλυτου Έλληνα σταρ», όπως αορίστως εξακολουθεί να προσδιορίζεται.
Η εξελικτική διαδικασία υπήρξε απολύτως επιτυχής. Το πείραμα λειτούργησε πέρα από κάθε προσδοκία. Η υπέρβαση είχε κατακτηθεί. Ο Σάκης Ρουβάς της μέσης ηλικίας ήταν ένα πολυδύναμο εργαλείο ποικίλων χρήσεων και δραστηριοτήτων, μια περιπτωσιολογική σπουδή στη συντήρηση της διασημότητας.
Και να σκεφτεί κανείς ότι κάποτε ήταν πολλοί εκείνοι που είχαν αμφισβητήσει τη βιωσιμότητα του πρότζεκτ, αμέσως μετά το «διαζύγιο» με τον Ηλία Ψινάκη.
Το χειρότερο για τον ίδιον είναι ότι ανήκει και επίσημα πλέον στη λέσχη των εντόνως «αμφιλεγόμενων» προσωπικοτήτων, περιοχή που δεν συνάδει με το οικουμενικό ίματζ που με τόσο κόπο και με τόση φροντίδα είχε καλλιεργήσει.
Μπορεί να μην πέτυχαν απολύτως οι κατά καιρού απόπειρες να απαγκιστρωθεί από την ανάρμοστη, όσο μεγαλώνει κανείς, εικόνα του νεανικού ειδώλου και να καταξιωθεί σε πιο διακεκριμένες και ενήλικες πίστες όπως το σινεμά ή το θέατρο (ο ίδιος, βέβαια, μπορεί να επικαλεστεί ότι έφτασε να κερδίσει μέχρι και το βραβείο αρχαίου δράματος «Κάρολος Κουν»), κατάφερε όμως κάτι σημαντικότερο ίσως για έναν αειθαλή σταρ: Να παραμένει στον αφρό της δημοσιότητας ως αιώνιο poster boy μιας συγκεκριμένης ιδέας περί επιτυχίας και αυτοπραγμάτωσης, ασχέτως του μέσου όπου εμφανίζεται: τηλεπαιχνίδια, ριάλιτι, ταινίες, διαφημίσεις (ατέλειωτες διαφημίσεις), και μόνο περιστασιακά πλέον στον χώρο που τον έκανε διάσημο.
Δεν βαριέσαι, κακά τα ψέματα. Ο Σάκης ήταν πραγματικά συμπαθής όταν τον λάτρευαν τα κοριτσάκια και τον έκραζαν οι ομοφοβικοί, πολύ πριν εξελιχθεί σε επίτιμο γκεστ σταρ και εθνικό χορηγό θετικής ενέργειας και καλής θέλησης ή σε κάποιου είδους (α)πολιτικού, «σταθεροποιητικού» παράγοντα που λειαίνει τις έριδες και κατευνάζει τα ιδεολογικά πάθη.
Μόνο που ο ίδιος έχει κατά καιρούς εκφράσει πολύ συγκεκριμένες απόψεις, όπως έχει το δικαίωμα να κάνει, καλώντας συγχρόνως το κοινό να τις ασπαστεί. Το μόνο που μένει είναι να πολιτευτεί και κανονικά. Δεν είχε κρύψει άλλωστε, προ πενταετίας, παραχωρώντας συνέντευξη στο περιοδικό Crash του Γιώργου Τράγκα, ότι είναι κάτι που του έχει περάσει από το μυαλό.
«Δεν μπορώ να το αποκλείσω», δήλωνε τότε. «Όπως έχω πει, δεν υπάρχει κορυφή. Δεν υπάρχει ταβάνι για εμένα. Ούτε αριστερά, ούτε δεξιά… Άλλωστε αυτό που είμαι αυτήν τη στιγμή, που είμαι μια προσωπικότητα και μια οντότητα που την έχουν ονομάσει Σάκη Ρουβά, σε πέντε εκατομμύρια χρόνια από τώρα ποιος θα τη θυμάται;».
Εύλογα αναρωτιέται κανείς πώς θα μπορούσε να διαχειριστεί τις συμπληγάδες μιας τέτοιας προοπτικής καθόδου στην επαγγελματική πολιτική, αν κρίνει κανείς από το θέμα που προέκυψε μετά την δημόσια εκδήλωση στοργής και απεριόριστου θαυμασμού στο πρόσωπο του Δημήτρη Λιγνάδη, εις βάρος του οποίου εκκρεμούν βαρύτατες κατηγορίες, μαζί με διάφορα άλλα συγκεχυμένα, μικροαστικά και θρησκόληπτα που είπε περί τοξικομανών, παθογένειας και φιλευσπλαχνίας.
Το ότι τον καταράστηκαν και τον «τελείωσαν» με συνοπτικές διαδικασίες διάφοροι ινστρούχτορες και πολλοί κοινοί θνητοί στα social media είναι το λιγότερο. Το χειρότερο για τον ίδιον είναι ότι ανήκει και επίσημα πλέον στη λέσχη των εντόνως «αμφιλεγόμενων» προσωπικοτήτων, περιοχή που δεν συνάδει με το οικουμενικό ίματζ που με τόσο κόπο και με τόση φροντίδα είχε καλλιεργήσει.