ΠOIO EINAI TO ΣΥΜΠΕΡΑΣΜΑ που βγαίνει από την αιφνίδια απόφαση της Νεοζηλανδής πρωθυπουργού να εγκαταλείψει το αξίωμά της, την ηγεσία του Εργατικού κόμματος αλλά και την προσεχή εκλογική αναμέτρηση στην πατρίδα της;
Παραίτηση ή ηρωική έξοδος; Πραγματική κόπωση ή κάτι άλλο; Επιβεβαίωση ότι το burnout δεν είναι αστείο και αφορά τους πάντες; Ακόμα και περιπτώσεις όπως η Άρντερν, που στη διάρκεια της θητείας της αντιμετώπισε σθεναρά, μεταξύ άλλων, εκρήξεις ηφαιστείων, τη χειρότερη τρομοκρατική επίθεση στην ιστορία της χώρας και φυσικά την πανδημία, που την οδήγησε σε μετωπική σύγκρουση με μερίδα των συμπατριωτών της.
Το ντεπόζιτο άδειασε. Οι αντοχές σώθηκαν. Και οι καλοκαιρινές διακοπές που μόλις ολοκλήρωσε δεν της «γέμισαν τις μπαταρίες».
Αντιμετώπισε επίσης ρητορική μίσους, απειλές πρωτοφανούς έντασης και τόνους σεξιστικού οχετού. Κι όλα αυτά με το χαμόγελο στα χείλη και μ΄ ένα βρέφος στην αγκαλιά.
Η Τζασίντα Άρντερν δεν ήταν μια τυχαία πρωθυπουργός. Ήταν ένα τοτέμ συλλογικής ελπίδας και διεθνούς ακτινοβολίας σε μια εποχή που οι δυνάμεις της αντίδρασης και της προκατάληψης φαίνεται να κερδίζουν όλο και περισσότερο έδαφος.
Παρ’ όλα αυτά, όπως χαρακτηριστικά δήλωσε χθες, κι αυτής εν τέλει της τελείωσαν τα καύσιμα. Το ντεπόζιτο άδειασε. Οι αντοχές σώθηκαν. Και οι καλοκαιρινές διακοπές που μόλις ολοκλήρωσε (ο δικός μας χειμώνας είναι καλοκαίρι στο αντίστροφο σύμπαν του νότιου ημισφαιρίου) δεν της «γέμισαν τις μπαταρίες». Αντιθέτως, την έπεισαν ότι δεν αντέχει να συνεχίσει στην ίδια δουλειά, όπως συμβαίνει και στους περισσότερους ανθρώπους αμέσως μετά τις διακοπές, ασχέτως αν τελικά σκύβουν το κεφάλι και συνεχίζουν.
«Οι πολιτικοί είναι άνθρωποι» ήταν το μόνο που προσέφερε για να δικαιολογήσει την απόφασή της: «Δίνουμε ό,τι μπορούμε για όσο μπορούμε, και μετά φτάνει η ώρα. Για μένα αυτή η ώρα έφτασε».
Ουδείς προφήτης στον τόπο του, και στην πολιτική ακόμα περισσότερο. Επιχειρώντας να ψυχολογήσει την έξοδο της Τζασίντα Άρντερν, ο συμπατριώτης της πολιτικός αρθρογράφος Nicholas Sheppard έγραφε χθες στον βρετανικό Spectator:
«Το πιο πιθανό είναι ότι η κληρονομιά της Τζασίντα Άρντερν, παρότι άνιση, θα ενισχυθεί με την πάροδο του χρόνου. Σύμφωνα με τις δημοσκοπήσεις, παραμένει η πιο δημοφιλής πολιτικός στη χώρα. Και ενώ το διεθνές προφίλ της ενισχύθηκε σαφώς από μια θετική προβολή που συχνά είχε να κάνει με μια ιδέα όσο και με την πραγματικότητα, προκαλεί κατάπληξη ο βαθμός των βιτριολικών επιθέσεων που δέχτηκε από το εξωτερικό. Όχι μόνο υπέστη πρωτοφανείς προσωπικές επιθέσεις, αλλά αναδείχτηκε ως μπαμπούλας της κρατικής επιβολής και αυθαιρεσίας. Στην πραγματικότητα, στη συντριπτική του πλειοψηφία, το νεοζηλανδέζικο κοινό στήριξε την κυβέρνησή της στην περίοδο της πανδημίας και μέχρι σχετικά πρόσφατα οι επικριτές της ανήκαν σε μια θορυβώδη αλλά περιορισμένη μειοψηφία. Οι δυσκολίες της Άρντερν και οι υπολογισμοί που την οδήγησαν να πάρει αυτή την απόφαση οφείλονται σε μια πληθώρα παραγόντων, νομοθετικών, οικονομικών και πολιτικών».