ΣΤΗΝ ΕΛΛΑΔΑ, όπως και σε άλλες μεσογειακές χώρες, η μητέρα αποτελεί ιερό σύμβολο. Δεν είναι τυχαίο ότι ένας μεγάλος αριθμός καβγάδων και βίαιων αντιπαραθέσεων ξεσπάει στους δρόμους της καθημερινότητας όταν κάποιος απευθυνθεί χυδαία εναντίον της μητέρας του άλλου, ενώ ακόμη και η ποδοσφαιρική βωμολοχία εμπλέκει τις μητέρες των αντιπάλων ως την κορύφωση της προσβολής εναντίον τους. Η ιερότητα της μητέρας έχει βαθιές ρίζες στο φαντασιακό μας και πολύ συχνά μετατρέπει αναπάντεχα μια κοινωνία με πολλά φαλλοκρατικά στερεότυπα σε μητριαρχική όσον αφορά την οικονομία των συναισθημάτων εντός της οικογένειας.
Εξαιτίας της ιερότητάς της, η μητέρα σπάνια πολιτικοποιείται ως σύμβολο. Ακόμα και στη σύγχρονη εποχή, είναι ελάχιστα τα παραδείγματα που μπορούμε να ανακαλέσουμε, στα οποία αποκτά πολιτικές εμπλοκές και συνδηλώσεις. Η πιο γνωστή, βέβαια, παραμένει η μητέρα του Τάσου Τούση –που δολοφονήθηκε σε εργατικές κινητοποιήσεις στη Θεσσαλονίκη το 1936–, το μοιρολόι της οποίας «έγινε» ο πολυσήμαντος Επιτάφιος του Γιάννη Ρίτσου.
Εντούτοις, τα περισσότερα γνωστά τραγούδια, αφιερωμένα σε μητέρες, έχουν να κάνουν ακριβώς με τη «βασιλεία» τους στη σφαίρα των συναισθημάτων της οικειότητας και όχι της δημόσιας ζωής (όπως ακριβώς συμβαίνει, με άλλους όρους, και στον διαφημιστικό κώδικα).
Η μητέρα του Γρηγορόπουλου, η μητέρα της Τοπαλούδη, η μητέρα της οικογένειας Φύτρου, που αποδεκατίστηκε στην πυρκαγιά στο Μάτι, και βέβαια η έγκυος Αγγελική Παπαθανασοπούλου, το ένα από τα τρία θύματα του εμπρησμού στην τράπεζα Marfin, αποτέλεσαν μεγαλύτερες ή μικρότερες ηρωίδες της ζοφερής επικαιρότητας των τελευταίων χρόνων, που έφεραν το τραυματισμένο σημάδι της μητρότητας ως βασικό χαρακτηριστικό τους.
Η τελευταία δεκαετία της πολύπτυχης κρίσης επέφερε σημαντική αλλαγή ακόμη και στον συμβολισμό της μητρότητας. Οι μητέρες θυμάτων πολιτικής και κοινωνικής βίας ή φυσικών καταστροφών παίρνουν μια πολύ σημαντική μερίδα στον χώρο της δημοσιότητας.
H μητέρα του Παύλου Φύσσα αποκτά πρωτεύοντα ρόλο, αλλά δεν είναι η μόνη. Η μητέρα του Αλέξη Γρηγορόπουλου, η μητέρα της Ελένης Τοπαλούδη, η μητέρα της οικογένειας Φύτρου, που αποδεκατίστηκε στην πυρκαγιά στο Μάτι, και βέβαια η έγκυος Αγγελική Παπαθανασοπούλου, το ένα από τα τρία θύματα του εμπρησμού στην τράπεζα Marfin, αποτέλεσαν μεγαλύτερες ή μικρότερες ηρωίδες της ζοφερής επικαιρότητας των τελευταίων χρόνων, που έφεραν το τραυματισμένο σημάδι της μητρότητας ως βασικό χαρακτηριστικό τους. Όλες μητέρες άδικου χαμού, όλες μητέρες που προσωποποίησαν την τραγικότητα της αναίτιας απώλειας, της ανευθυνότητας των κρατικών μηχανισμών ή της πολύπλευρης βαναυσότητας που κυριάρχησε στην Ελλάδα της κρίσης.
Δεν αποτέλεσαν, όμως, μόνο αυτές παράδειγμα πολιτικοποίησης του μητρικού ενστίκτου. Η ψηφιακή εποχή και το clickactivism, δηλαδή η κοινωνικοπολιτική ενεργοποίηση με βάση την εξ αποστάσεως τεχνολογική επικοινωνία, έδωσαν φωνή και οντότητα σε «διαδικτυακές μανούλες» που άρχισαν να εκφράζουν συλλογικά τις ανησυχίες τους για διάφορα θέματα. Τα σχετικά γκρουπ στα social media αποτέλεσαν χαρακτηριστικές πλατφόρμες έκφρασης της μητρικής υπερπροστατευτικότητας, αυτής που προασπίζεται με κάθε τρόπο το «καλό» των παιδιών και κυρίως την απόλυτη ελευθερία τους μέσα από μηχανισμούς ενός επιτρεπτικού, αλλά ταυτόχρονα εξονυχιστικού ελέγχου απέναντί τους.
Θλιβερότερο παράδειγμα αυτού του διαδικτυακού κινήματος μητρικής-υπερπροστατευτικής εξουσίας, το γονεϊκό αίτημα σε διαδικτυακές σελίδες «κανένα παιδί με μάσκα στο σχολείο», που προκάλεσε και την εισαγγελική έρευνα ως επικίνδυνο για τη δημόσια υγεία εν καιρώ πανδημίας.
Η πολιτικοποίηση της μητέρας τη σημερινή εποχή δεν είναι μονοσήμαντη, αλλά τουλάχιστον διττή. Από τη μια μεριά, έχουμε μητέρες που χάνουν ό,τι πιο πολύτιμο έχουν (τα παιδιά τους), που βιώνουν τις συνέπειες της πολιτικής, κρατικής και κοινωνικής βίας, αλλά μένουν με έναν περίεργο, δωρικό τρόπο ψύχραιμες και αξιοπρεπείς ως προς το δράμα που αντιμετωπίζουν.
Πολλές φορές, μάλιστα, εκφράζουν με τον δικό τους τρόπο όχι μόνο την ανάγκη απόδοσης συγκεκριμένων ποινικών ευθυνών στους θύτες αλλά και μια έκκληση για κοινωνική ειρήνευση, κρατική υπευθυνότητα, αντιαυταρχική στάση. Με άλλα λόγια, στα πρόσωπά τους η μητρότητα εκφράζει ένα αίτημα εκμοντερνισμού της κοινωνικής μας ζωής μέσα από τον συναισθηματικά τραυματισμένο λόγο της οικειότητας.
Από την άλλη μεριά, έχουμε μαμάδες που επιδεικνύουν τον ρόλο τους ως υπερευαίσθητων κεραιών ενός μελλοντικού κινδύνου. Στόχος τους μάλλον η αναζωπύρωση παθών γύρω από το μεγάλο ταμπού της παιδικότητας παρά η νηφάλια αντιμετώπιση σύνθετων προβλημάτων, ιδίως της ραγδαίας κοινωνικής ενηλικίωσης των ανηλίκων. Αποτέλεσμα, η συχνή μετεξέλιξη της διαδικτυακά συγκροτημένης μητρότητας σε φορέα αρχαϊκών αντιλήψεων, από το αντιεμβολιαστικό κίνημα μέχρι την αποτροπή της χρήσης μάσκας στα σχολεία.
Η φιγούρα της μητέρας του Παύλου Φύσσα δεν είναι μόνο η αναμφισβήτητη «σημαία» των αντιφασιστικών αντανακλαστικών που έστω και καθυστερημένα και με τόνους έμμεσης ενοχής έδειξε η ελληνική κοινωνία. Αφορά και αυτή την άρρητη αντιπαράθεση για την πολιτική εκδοχή της μητρότητας που θα κυριαρχήσει σήμερα. Είναι το σύμβολο μιας λαϊκής μητρότητας που παλεύει για τη μνήμη του αδικοχαμένου παιδιού της και όχι εκείνης που μάχεται με δόσεις υστερίας απέναντι σε κάποιον αόρατο ή άγνωστο εφιάλτη. Φέρει στοιχεία μιας λαϊκότητας σχεδόν ξεχασμένης (όταν, μάλιστα, τονίστηκε αυτό κάπως άκομψα στον δημόσιο λόγο, ξέσπασαν περιέργως έντονες αντιδράσεις, λες και δεν υπάρχουν).
Καμία αντισυμβατικότητα και εναλλακτικότητα, όπως αυτή των μαμάδων που «φωνάζουν» στο Διαδίκτυο για τα παιδάκια που φανταστικά υποφέρουν. Είναι εκείνη που στις πρώτες της συνεντεύξεις δεν είχε λόγια να μιλήσει, αυτή που, τραγικά μόνη της στις δικαστικές αίθουσες, κράτησε για χρόνια ζωντανή την ελπίδα της καταδίκης των φασιστών, η μητέρα που φόραγε τη μάσκα της ακόμα και όταν είδε τη δικαίωση του γιου της, η μητέρα που μέσα από την ειλικρίνεια του πόνου της κέρδισε τον απόλυτο σεβασμό.
Η μητέρα Φύσσα, εκτός των άλλων, υπερασπίστηκε μια πολιτική εκδοχή της μητρότητας διαφορετική από αυτήν που θέλει να επικρατήσει μέσα από τεχνολογικές και άλλες δικτυώσεις και στάθηκε ένα αντιπαράδειγμα σε σχέση με τη μητρότητα που επιχειρεί να υπερασπιστεί την –ανύπαρκτη σχεδόν πια– παιδική αθωότητα για να διατηρήσει τα δικά της ενοχικά σκήπτρα εξουσίας, που διασπείρει ψευδείς ειδήσεις για να εισαγάγει τον αυταρχισμό από την πίσω πόρτα. Το παράδειγμα των πραγματικά πληγωμένων μανάδων, όσο και αν εργαλειοποιείται υπερβολικά από ορισμένους κύκλους, είναι το βασικό συμβολικό ανάχωμα απέναντι στις μαμάδες που φέρονται σαν συνδικαλιστικός φορέας.
Το άρθρο δημοσιεύθηκε στην έντυπη LiFO.