ΣΕ ΜΙΑ ΒΟΛΤΑ με αποστάσεις και μάσκες στο κέντρο της πόλης λέγαμε με μια φίλη τι μας κρατάει στην Αθήνα. Η σχέση με μια πόλη είναι πάντα προσωπική βέβαια, όμως νομίζω ότι πολλοί κάτοικοι της Αθήνας γοητεύονται από την ευκολία με την οποία βρίσκεις (έβρισκες;) καλή και φθηνή τέχνη.
Τα θέατρα. Τα σινεμά. Οι μουσικές. Η ζωντάνια του κοινού σε όλα τα προηγούμενα. Όλα αυτά που τώρα έχουν γίνει προσκλήσεις για διαδικτυακή «διασκέδαση» και εύκολα μπορούν να εξελιχθούν σε μελαγχολικό μελόδραμα για το πόσα έχουμε στερηθεί το 2020. Η live τέχνη, μέσα από την έλλειψή της, φανερώνεται ως δομικό συστατικό της πόλης.
Η Αθήνα με κλειστούς τους χώρους πολιτισμού είναι μια ουσιωδώς πιο άσχημη πόλη. Ατημέλητες πτυχές της κρύβονται όταν τα θέατρα είναι ανοιχτά. Σημεία του κέντρου που ζέχνουν φτώχεια και θόρυβο αυτοκινήτων γίνονται υπερβολικά φανερά όταν τα συναντάς, περπατώντας χωρίς την προσμονή μιας επιδραστικής θεατρικής παράστασης. Βρόμικα στενά και κακόφημοι δρόμοι δεν εγκυμονούν την υπόσχεση της μαγείας μιας μουσικής σκηνής που μέχρι πριν αγνοούσες και εντοπίζεις ξαφνικά, επειδή κάποιο συγκεντρωμένο πλήθος καπνίζει έξω από μια άκυρη πόρτα.
Χωρίς αυτό μένει απλώς ένας δρόμος πολύ πιο χάλια απ' αυτό που θα θεωρούνταν αποδεκτό σε άλλη πρωτεύουσα της Ευρώπης, κατά κανόνα χωρίς οποιαδήποτε μέριμνα για άτομα σε αμαξίδιο ή την τρίτη ηλικία, με κακό φωτισμό και λακκούβες στο έδαφος.
Η ελάχιστη έως ανύπαρκτη στήριξη στον πολιτισμό, η σοκαριστική απουσία σχεδίου γι' αυτό που θα 'πρεπε να είναι δυνατό χαρτί, η επαρχιωτίλα και ο συντηρητισμός σε πολλές mainstream πολιτικές συζητήσεις για το τι συνιστά τέχνη στη χώρα μας και η οικονομική ισοπέδωση των ηθοποιών, των μουσικών, των σκηνοθετών και των ανθρώπων του θεάματος κάνουν τη χώρα-πάλι-ένα μέρος που διώχνει.
Η Αθήνα είναι σίγουρα μια άθλια πόλη για ηλικιωμένους ή ανθρώπους με κινητικές ή άλλες σωματικές δυσκολίες, είναι βρόμικη και ελάχιστα πράσινη, αλλά μέχρι πρόσφατα δύσκολα θα μπορούσε να θεωρηθεί ένα αφιλόξενο μέρος για καλλιτέχνες. Κι όμως. Η ελάχιστη έως ανύπαρκτη στήριξη στον πολιτισμό, η σοκαριστική απουσία σχεδίου γι' αυτό που θα 'πρεπε να είναι δυνατό χαρτί, η επαρχιωτίλα και ο συντηρητισμός σε πολλές mainstream πολιτικές συζητήσεις για το τι συνιστά τέχνη στη χώρα μας και η οικονομική ισοπέδωση των ηθοποιών, των μουσικών, των σκηνοθετών και των ανθρώπων του θεάματος κάνουν τη χώρα-πάλι-ένα μέρος που διώχνει.
Δεν είναι αυτή η πρώτη φορά που κανείς δεν δίνει ουσιαστικά δεκάρα για τις τέχνες. Απλώς τώρα ο ζόφος φαίνεται πολύ και πλέον πολλοί καλλιτέχνες εκφράζουν χωρίς ντροπή τα αιτήματά τους ή λένε χωρίς ηττοπάθεια την αλήθεια για την προσωπική τους ιστορία, που είναι ένα αβέβαιο παιχνίδι επιβίωσης.
Η αλήθεια είναι ότι δεν θεωρείται ακριβώς δουλειά η τέχνη. Όχι μόνο εδώ, παντού. Όπως εξηγεί ο ανθρωπολόγος David Graeber στο βιβλίο του «Bullshit Jobs», είναι λες κι έχουμε αποδεχτεί ότι οι δουλειές που προσθέτουν αξία στις ζωές των ανθρώπων και ενέχουν κοινωνική προσφορά, όπως των δασκάλων, των νοσοκόμων ή των καλλιτεχνών, δεν θα είναι κατά κανόνα υψηλά αμειβόμενες.
Κάθε φορά που βλέπω προσκλήσεις σε online συναυλίες και σε live streaming θέατρα στενοχωριέμαι. Όλα αυτά τα θεάματα είναι από τη φύση τους προορισμένα να περιλαμβάνουν τη μυρωδιά των ρούχων και του ιδρώτα του περφόρμερ, τα αγγίγματα με τους άλλους στο κοινό, την ιεροτελεστία της μετάβασης στον τόπο του έργου και τόσα άλλα που ποτέ δεν θα μπορέσει να προσφέρει ένα λάπτοπ.
Αλλά, εκτός απ' τη θλίψη που έρχεται λόγω της έλλειψης των στοιχείων που κάνουν το θέατρο θέατρο και τη συναυλία συναυλία, σκέφτομαι πόσοι απ' αυτούς τους ανθρώπους που βλέπω στα οnline καλέσματα θα επιβιώσουν μετά την κρίση, πόσοι έχουν αλλάξει ήδη δουλειά και πόσοι-πάλι-αν βρουν την ευκαιρία θα φύγουν στο εξωτερικό, εκεί όπου η κακουχία σημαίνει στήριξη.
Η πανδημία δημιούργησε μια παράδοξη συνθήκη. Από τη μια αποθεώθηκαν τα επαγγέλματα που αν αύριο το πρωί έλειπαν απ' τη ζωή μας θα την έκαναν ανυπόφορη, στερημένη από συγκινήσεις και προσλαμβάνουσες (τι φριχτά μέρη μαρτυρίου θα ήταν τα σπίτια μας, χωρίς ραδιόφωνο ή Spotify;). Απ' την άλλη, ειδικά στη χώρα μας, η συνθήκη της πανδημίας δεν μεταφράστηκε σε έμπρακτη εκτίμηση προς όσα συντηρούν ή νοηματοδοτούν τη ζωή.
Καθώς φεύγει η χρονιά που συντάραξε τον κόσμο έχουμε την ευκαιρία να αναλογιστούμε τι αξίζει στη ζωή αλλά και στις πόλεις μας. Η χώρα γερνάει ηλικιακά και τυλίγεται σιγά-σιγά στα οικονομικά επακόλουθα της πανδημίας. Οτιδήποτε θα μπορούσε να πείσει νέο κόσμο να μετεγκατασταθεί εδώ ‒όπως σωστά επιχειρείται με άλλων ειδών εργαζόμενους‒ και να παραγάγει τέχνη, θα ήταν θετικό. Τουλάχιστον θα μας γλίτωνε απ' την «οικογενειακή» μας κλειστότητα, απ' το ομοιογενές, αυτό το μονίμως οικείο που μουδιάζει το μυαλό και μας φτωχαίνει.