Ανάσες, μισόλογα, ήχοι φυσικοί και απόκοσμοι, υπαινιγμοί, ιστορίες γεμάτες μυστήριο, νουάρ τζαζ μουσικές, πολύπλοκα φαντασιακά αστυνομικά ταξίδια. Πίσω από μικρόφωνα, χωρίς την παραμικρή εικόνα, με τη φαντασία ελεύθερη και τη δράση ανεμπόδιστη, τα κόλπα της σκηνής στερεύουν, το θεατρικό οπλοστάσιο του καθενός επιστρατεύεται και η δραματουργία ξεδιπλώνεται με μαγικό τρόπο μέσα από λέξεις και νότες.
Με τα θέατρα κλειστά και την πολύμηνη αποχή από τη σκηνή να δοκιμάζει τις αντοχές του καλλιτεχνικού κόσμου, το Φεστιβάλ Αθηνών & Επιδαύρου ξαναδίνει το έναυσμα για να ξεκινήσουν πρόβες. Συνδυάζοντας το ραδιοφωνικό θέατρο με την αστυνομική λογοτεχνία και την τζαζ μουσική, δημιουργεί νέα ακουστικά έργα που σκηνοθετούν πέντε ξεχωριστοί άνθρωποι του θεάτρου: ο Γιάννης Χουβαρδάς απογειώνει ένα αστυνομικό διήγημα του Βασίλη Δανέλλη, ο Δημήτρης Καταλειφός παραδίδει έναν ραδιοφωνικό Φίλιππο Φιλίππου, ο Αργύρης Ξάφης αναμετριέται με τα μυστήρια του Νεοκλή Γαλανόπουλου, η Μαρία Μαγκανάρη μεταφέρει στο ραδιόφωνο ένα διήγημα της Αθηνάς Κακούρη και ο Γιώργος Κουτλής μας βυθίζει στο εγκληματικό σύμπαν της Αμάντας Μιχαλοπούλου, η οποία εδώ αποκαλύπτει την αστυνομική της πένα.
Τα πέντε νέα ραδιοφωνικά αστυνομικά έργα θα κάνουν ταυτόχρονη πρεμιέρα μέσα από τα podcasts της LiFO και το greekfestival.gr, με δωρεάν ακρόαση για όλους.
«Αυτή η πρωτοβουλία βασίζεται σε μια μεγάλη παράδοση, όχι μόνο ελληνική, καθώς με το ραδιοφωνικό θέατρο γαλουχήθηκαν μεταπολεμικά γενιές και γενιές. Είναι ξεκάθαρο ότι το τελευταίο διάστημα παρατηρούμε μια τεράστια επιστροφή στο ακουστικό έργο. Αυτή η επικρατούσα τάση, σε συνδυασμό με την ανησυχία και τις σκέψεις που είχαμε για το πώς μπορούμε να βοηθήσουμε τους καλλιτέχνες που από τον Μάρτιο ζουν σε αυτή την ξηρασία, μας οδήγησε σε αυτό το νέο εγχείρημα: να φτιάξουμε έργα σκηνοθετημένα από καλλιτέχνες του θεάτρου και να συνδέσουμε το υψηλής ποιότητας δυναμικό τζαζ μουσικών που διαθέτει η χώρα μας με σύγχρονα αστυνομικά διηγήματα που, πέρα από το θεατρικό ενδιαφέρον, δίνουν και μια αίσθηση της σημερινής Ελληνικής πραγματικότητας» σημειώνει η καλλιτεχνική διευθύντρια του Φεστιβάλ Αθηνών, Κατερίνα Ευαγγελάτου.
Είναι ξεκάθαρο ότι το τελευταίο διάστημα παρατηρούμε μια τεράστια επιστροφή στο ακουστικό έργο. Αυτή η επικρατούσα τάση, σε συνδυασμό με την ανησυχία και τις σκέψεις που είχαμε για το πώς μπορούμε να βοηθήσουμε τους καλλιτέχνες που από τον Μάρτιο ζουν σε αυτή την ξηρασία, μας οδήγησε σε αυτό το νέο εγχείρημα.
Ένα στούντιο προβών που έχει στηθεί στην Πειραιώς, με συνθήκες υποδειγματικές, απολυμασμένα μικρόφωνα, μάσκες, αποστάσεις και rapid tests για όσους εισέρχονται στον χώρο, μετατράπηκε τις τελευταίες εβδομάδες σε θεατρικό σκηνικό, όπου κορυφαίοι ηθοποιοί (Νίκος Ψαρράς, Αλεξάνδρα Αϊδίνη, Θανάσης Παπαγεωργίου, Άλκης Παναγιωτίδης, Εύη Σαουλίδου, Δημήτρης Ήμελλος, Μαρία Καλλιμάνη, Νίκος Χατζόπουλος, Χάρης Φραγκούλης, Ακύλλας Καραζήσης, Κόρα Καρβούνη, Κωνσταντίνος Ασπιώτης, Γιάννης Νταλιάνης, Άλκηστις Πουλοπούλου, Ασπασία Κράλλη, Κωνσταντία Τάκαλου, Δημήτρης Παπανικολάου, Κώστας Μπερικόπουλος) ζωντάνεψαν με τις φωνές τους τις αστυνομικές ιστορίες.
«Είναι τεράστια η χαρά να επιστρέφεις στον φυσικό σου χώρο. Νιώθω ότι συμμετέχω κι εγώ σε αυτήν τη γιορτή, όχι μόνο γιατί το Φεστιβάλ διοργανώνει αυτήν τη σπουδαία συνάντηση αλλά γιατί ως καλλιτέχνις νιώθω ξανά τη συγκίνηση της συνεύρεσης, των προβών, του αγώνα για κοινή δημιουργία με συναδέλφους. Είναι μια πολύτιμη διαδικασία, την αξία της οποίας δεν εκτιμούσαμε όσο καιρό την είχαμε» συμπληρώνει η καλλιτεχνική διευθύντρια του Φεστιβάλ Αθηνών.
Ανεξιχνίαστες δολοφονίες, ερωτικά πάθη και επαγγελματικές αντιζηλίες, εκβιασμοί και οικονομικές δολοπλοκίες, ιδιόρρυθμοι ντετέκτιβ και ψυχολογικά ασταθείς ήρωες, γοητευτικές περσόνες που κρύβουν αθέατες, σκοτεινές πλευρές ντύνονται με ήχους τζαζ και εξελίσσουν την παράδοση του ραδιοφωνικού θεάτρου, μετακινούν το επίκεντρο από την εικόνα στον ήχο και διεγείρουν το ενδιαφέρον του κοινού.
«Δεν ξέρω αν αυτή η τάση αποδεικνύει ότι ο ήχος και η ακοή ως αισθήσεις παίρνουν τα ηνία σε σχέση με την εικόνα, την αποθέωση της οποίας ζούμε εδώ και πάρα πολλά χρόνια. Είναι, όμως, ένα είδος ανεξερεύνητο, μαγικό, που αφήνει χώρο ελεύθερο για δημιουργικό ψάξιμο. Τα αστυνομικά υπήρξαν πάντα η αδυναμία μου και ταυτόχρονα η μνήμη μου είναι γεμάτη ηχητικές αναφορές και αφηγήσεις. Είναι ένας μοναδικός τρόπος επικοινωνίας, που σου αφήνει τη φαντασία ελεύθερη, που διευρύνει τη σχέση με τη μουσική, τον χώρο, το κείμενο» λέει η Κ. Ευαγγελάτου, αφήνοντας υποσχέσεις: «Τα Radio Plays θα συνεχίσουν με διαφορετικό θεματικό κύκλο κάθε φορά».
Oι κορυδαλλοί της πλατείας Aμερικής
O Δημήτρης Kαταλειφός σκηνοθετεί το έργο του Φίλιππου Φιλίππου
Στα κλαδιά των δέντρων της πλατείας φωλιάζουν κορυδαλλοί. Στα στριμωγμένα διαμερίσματα των πολυκατοικιών ζουν φοιτητές, νοικοκυρές με μπικουτί, απόστρατοι στρατηγοί με τις οικιακές βοηθούς, συνταξιούχοι του Δημοσίου (δάσκαλοι, στρατηγοί, εφοριακοί), υπάλληλοι του ΟΤΕ, της ΔΕΗ, του ΗΣΑΠ. Στα σοκάκια, Αφρικανοί αστρολόγοι διαφημίζουν την πολυετή τους εμπειρία. Τα πολλαπλά ενοικιαστήρια διαταράσσουν τις ισορροπίες στην περιοχή, το κλίμα για τους αλλοδαπούς έχει γίνει βαρύ, οδοί φανερώνουν πως τριγυρνάμε σε μία από τις πλέον πολύβουες και πολυεθνικές γωνιές της Αθήνας.
Είναι άνοιξη, οι γλάστρες στα μπαλκόνια έχουν ανθίσει, αλλά στην Πατησίων η κίνηση είναι μεγάλη και οι ασυνήθιστοι επισκέπτες στη γειτονιά (αστυνομικοί, ιατροδικαστές, φωτογράφοι, ο πρόεδρος της ΕΣΗΕΑ Πάνος Σόμπολος και μερικοί ακόμα δημοσιογράφοι) μαρτυρούν το αιματηρό σκηνικό. Αυτό είναι το αστικό πλαίσιο στο οποίο ξετυλίγεται η υπόθεση των Κορυδαλλών της πλατείας Αμερικής του Φίλιππου Φιλίππου, που σκηνοθετεί ο Δημήτρης Καταλειφός.
Πρωταγωνιστής, ο δημοσιογράφος Τηλέμαχος Λεοντάρης, κεντρικός ήρωας σε πολλά μυθιστορήματα του συγγραφέα (Η κόρη του εφοπλιστή, Το χαμόγελο της Τζοκόντας, Αντίο, Θεσσαλονίκη, Ο άντρας που αγαπούσαν οι γυναίκες). Ο Λεοντάρης ξυπνάει ένα πρωί μαθαίνοντας πως η γειτόνισσά του Μάρθα Λύτρα έχει βρεθεί δολοφονημένη στο διαμέρισμά της. Σπρωγμένος από το ανεκπλήρωτο ερωτικό του ενδιαφέρον για τη Μάρθα και από το δημοσιογραφικό του δαιμόνιο, αποφασίζει να διαλευκάνει τον φόνο της.
Στην αναζήτησή του συνεισφέρουν οι γείτονες της πολυκατοικίας, που με κάθε πληροφορία συμπληρώνουν το ψηφιδωτό του εγκλήματος, όπως και διάφοροι ύποπτοι από το ευρύτερο περιβάλλον του θύματος. Φαίνεται, όμως, πως είναι πολλοί εκείνoι που αναζητούν την αλήθεια. Κι όταν τελικά αυτή αποκαλυφθεί, θα επαναφέρει το κελάηδισμα των κορυδαλλών στην πλατεία του κέντρου της Αθήνας.
«Βρισκόμαστε στις αρχές της προηγούμενης δεκαετίας, σε μια γειτονιά του κέντρου της Αθήνας, σε μια εποχή που, αν θυμάστε, υπήρχαν αυτές οι ομάδες των Ρομπέν των Δασών που έμπαιναν στα σούπερ μάρκετ και απαλλοτρίωναν προϊόντα που στη συνέχεια μοίραζαν. Μέσα σε αυτή την ατμόσφαιρα, σε μια πυκνοκατοικημένη περιοχή, συμβαίνει ένα διπλό έγκλημα. Ο δημοσιογράφος (Δημήτρης Καταλειφός) που έτυχε να είναι γείτονας και γνωριζόταν με το θύμα κινητοποιείται, για προσωπικούς λόγους, και ερευνά την υπόθεση, καθώς δεν πείστηκε από το βιαστικό πόρισμα της αστυνομίας που απέδωσε τη δολοφονία σε ληστεία. Οι υποψίες του, καθώς προχωράει η έρευνα, επιβεβαιώνονται, σχέσεις και πρόσωπα προστίθενται στην πλοκή με τρόπο τέτοιον που ο θάνατος δίνει τη θέση του σε νέα πράγματα που γεννιούνται. Να, όπως αυτή η νέα ραδιοφωνική πρωτοβουλία που γεννιέται εν μέσω πανδημίας» εξηγεί ο Δημήτρης Ήμελλος, που σε αυτό το ραδιοφωνικό μυστήριο υποδύεται τον αδερφό του θύματος, έναν μικροαστό πνιγμένο στα χρέη, που προσπαθεί να γλιτώσει με μικροαπατεωνιές. Συγχρόνως, εμπλέκεται στην ιστορία και μαζί με τους υπόλοιπους γείτονες προσπαθεί να καταλήξει στα δικά του συμπεράσματα.
«Ο κοινός παρονομαστής στα έργα των Radio Plays είναι το αίνιγμα και η πρωτότυπη τζαζ μουσική. Στους Κορυδαλλούς, όμως, είναι ιδιαιτέρως τονισμένο το λυρικό στοιχείο, καθώς η υπόθεση εμπεριέχει ρομαντισμό, ερωτισμό και μεγάλες δόσεις αναμνήσεων» λέει ο Δημήτρης Τσάκας, που έντυσε μουσικά τόσο το διήγημα του Φίλιππου Φιλίππου όσο και τον Ξένο της Αθηνάς Κακούρη, που σκηνοθετεί η Μαρία Μαγκανάρη.
«Παρότι δεν έχω μεγάλη εμπειρία στο είδος, η έλλειψη εικόνας δεν λειτούργησε περιοριστικά για μένα αλλά απελευθερωτικά, γιατί η απουσία σε αναγκάζει να βάλεις το μυαλό και τη φαντασία να δουλέψουν, να σκεφτείς διαφορετικά μια κατάσταση, να δεις με τον δικό σου τρόπο μια εικόνα, να δώσεις έμφαση στο κείμενο και να μεταφράσεις την ατμόσφαιρα του διηγήματος με νότες. Άλλωστε, για εμάς, τους μουσικούς, το ραδιόφωνο συνδέεται άμεσα με τη δουλειά μας.
Στους Κορυδαλλούς της πλατείας Αμερικής κάθε ηθοποιός ερμηνεύει δύο ή και τρεις ρόλους. Έτσι, οι φωνές μοιράζονται σε πρόσωπα με τρόπο τέτοιον ώστε να καλυφθεί η πολυπλοκότητα της υπόθεσης αλλά και οι ετερόκλητοι χαρακτήρες που παρελαύνουν από το διήγημα.
Έχοντας μια σχετική εμπειρία από σπικάζ, ντουμπλάζ αλλά και εκφωνήσεις σε ντοκιμαντέρ, ο Δημήτρης Ήμελλος παραδέχεται πως η ραδιοφωνική εμπειρία θυμίζει πολύ κινηματογραφικό γύρισμα, με τη διαφορά ότι η αφήγηση και το χτίσιμο του χαρακτήρα δεν γίνονται κοιτώντας την κάμερα αλλά μιλώντας σε ένα μικρόφωνο.
«Έχω τρομερές αναμνήσεις ως ακροατής από το θέατρο στο ραδιόφωνο. Μικρός περίμενα ανυπόμονα να έρθει η στιγμή για την επόμενη μετάδοση. Ήταν όμως άλλες εποχές και ο ήχος σημαίνει πολύ περισσότερα πράγματα. Ως παλιότερος, δεν έζησα την έξαρση της εικόνας και των κινουμένων σχεδίων. Ανήκω στη γενιά της ηχητικής εικόνας, που το παραμύθι ερχόταν μέσα από δίσκους, μπομπίνες, ηχητικές αφηγήσεις και το ραδιοφωνικό θέατρο θύμιζε pop-up βιβλία που τα ανοίγεις και από τις σελίδες ξεδιπλώνεται ένας ολόκληρος κόσμος από σχήματα και τρισδιάστατες εικόνες. Γενικά, νιώθω λίγο σαν να μεταφέρομαι πίσω στον χρόνο, γιατί όλοι αφηγηθήκαμε κάποτε ένα παραμύθι σε κάποιον».
Οι κορυδαλλοί της πλατείας Αμερικής
Του Φίλιππου Φιλίππου
Σκηνοθεσία: Δημήτρης Καταλειφός
Με τους: Αλεξάνδρα Αϊδίνη, Δημήτρη Ήμελλο, Μαρία Καλλιμάνη, Στέλλα Κρούσκα, Γιάννη Νταλιάνη, Γιάννη Τσορτέκη
Μουσική σύνθεση: Δημήτρης Τσάκας
Παίζουν οι μουσικοί: Δημήτρης Βερδίνογλου (πιάνο), Κίμωνας Καρούτζος (κοντραμπάσο), Παναγιώτης Κωστόπουλος (ντραμς), Δημήτρης Τσάκας (σαξόφωνο)
Πρεμιέρα Τρίτη 8/12 στο lifo.gr και στην ιστοσελίδα του Φεστιβάλ Αθηνών
Ο Ξένος
Η Μαρία Μαγκανάρη σκηνοθετεί το έργο της Αθηνάς Κακούρη
Ένας αγαπημένος αστυνομικός ήρωας, εικόνες γνώριμες, βγαλμένες από το αστυνομικό δελτίο της εποχής μας, εύθραυστες, σκοτεινές οικογενειακές ισορροπίες και για πρωταγωνιστές χαρακτήρες της ελληνικής επαρχίας: ένας μετανάστης που αναζητά εργασία, μια δυναμική και στριφνή αγρότισσα που κοπιάζει να διατηρήσει τα κεκτημένα και η παλαβιάρα κόρη της.
Χαρακτηριστική περίπτωση κειμένου στο πλαίσιο του οποίου το αστυνομικό διήγημα ανοίγεται στα ζητήματα της ελληνικής κοινωνίας, ο Ξένος της Αθηνάς Κακούρη εκτυλίσσεται σε γνώριμο επαρχιακό περιβάλλον, όπου ο αγαπημένος ήρωας της συγγραφέως, αστυνόμος Γεράκης (Νίκος Ψαρράς), προσπαθεί να διαλευκάνει τον θάνατο ενός μετανάστη (Δημήτρης Ντάσκας) που βρίσκεται νεκρός κάτω από τον υδατόπυργο ενός αγροκτήματος. Πρωταγωνίστριες στην έρευνα του αστυνόμου είναι η δυναμική και αντιπαθής ιδιοκτήτρια του αγροκτήματος Θεανώ Πετρομανώλη (Ασπασία Κράλλη) και η ψυχολογικά ασταθής κόρη της (Εύη Σαουλίδου). Θα μπορέσει ο Γεράκης να ανακαλύψει αν ο Ξένος δολοφονήθηκε ή αν η πτώση του ήταν απλώς «ένα ατύχημα»;
«Το έργο γράφτηκε όταν είχαμε αρχίσει ήδη να έχουμε στην Ελλάδα έναν κινούμενο πληθυσμό από ανθρώπους που έρχονταν από διάφορα μέρη, αναζητώντας εργασία. Εμείς καλύπταμε δικές μας ανάγκες κι εκείνοι αναζητούσαν μια καλύτερη τύχη. Προσπάθησα να περιγράψω μια γυναίκα που έχει μείνει μόνη με την παλαβιάρα κόρη της Νεφέλη και αγωνίζεται να κρατήσει ένα μεγάλο κτήμα, το οποίο αγαπάει πολύ. Καθώς εργατικά χέρια στο χωριό δεν υπάρχουν, αναγκάζεται να προσλάβει περαστικούς. Αυτή η απόφασή της δημιουργεί καταστάσεις που καταλήγουν να είναι εκρηκτικές» λέει η συγγραφέας του Ξένου, Αθηνά Κακούρη.
Καθοδηγώντας έναν εκλεκτό θίασο ηθοποιών, η Μαρία Μαγκανάρη αναζητά μαζί τους τη λύση του μυστηρίου στο αγρόκτημα και συγκινημένη από την επιστροφή της, έστω και με αυτόν τον τρόπο, στη θεατρική δραστηριότητα, παραδέχεται: «Την πρώτη μέρα που πήγαμε στις πρόβες και αφού κάναμε όλα τα τεστ, ήθελα να βάλω τα κλάματα, συνειδητοποιώντας πως έχουμε υποστεί έναν ακρωτηριασμό από τη δουλειά μας. Δεν υπάρχει μεν το άγγιγμα ακόμα, υπάρχει όμως μια μεγάλη ανακούφιση ότι ξαναμπαίνουμε στον χώρο της δουλειάς μας και στην αναζήτηση της δημιουργίας».
Διαφορετική η συγκίνηση για τη «βετεράνο» Αθηνά Κακούρη που επί δεκαετίες μελετά στα βιβλία της αστυνομικά μυστήρια. «Έχω ζήσει την εποχή που δεν υπήρχε τηλεόραση και το θέατρο στο ραδιόφωνο πρόσφερε εξαιρετικά προγράμματα. Μεταξύ αυτών και το υποδειγματικό BBC της εποχής εκείνης, το οποίο έδωσε έμπνευση σε εκατοντάδες άλλους να δοκιμαστούν στο είδος. Είναι συναρπαστικό το ότι μπορεί κανείς να ακούει μια ιστορία στο ραδιόφωνο και συγχρόνως να καθαρίζει φασολάκια ή να μπαλώνει τις κάλτσες του (αν κανείς μπαλώνει σήμερα). Η τηλεόραση σε καθηλώνει σε μια εικόνα την οποία αναγκαστικά δέχεσαι, το ραδιόφωνο σε καλεί να λειτουργήσεις με τη φαντασία σου».
Τη σκηνοθέτιδα τι την ιντρίγκαρε ώστε να ασχοληθεί με αυτό το διήγημα; «Από την πρώτη στιγμή με συνεπήρε το γεγονός ότι είναι γραμμένο από μια γυναίκα συγγραφέα που από τη δεκαετία του '50 έχει αφοσιωθεί στο αστυνομικό είδος. Το κείμενο έχει ατμόσφαιρα που έρχεται από το παρελθόν και συγχρόνως είναι πολύ σημερινή, έχει κλασική αστυνομική πλοκή, ήρωες γήινους, πολύ προσεγμένα φτιαγμένους, και στο επίκεντρο μια οικογένεια στην επαρχία, πλαίσιο το οποίο με ενδιαφέρει πολύ στη δουλειά μου. Η κοινωνική πραγματικότητα, το δίπολο μάνας - κόρης και ο τρόπος που σκιαγραφούνται οι σχέσεις καθιστούν μεγάλη πρόκληση τη ραδιοφωνική αφήγηση».
Kαταφέρνουν, όμως, μόνο οι φωνές και οι συνθέσεις του Δημήτρη Τσάκα να κάνουν γοητευτική την αφήγηση; «Από το ραδιοφωνικό θέατρο λείπει πράγματι το σώμα του ηθοποιού, η εικόνα, ο σκηνικός χώρος. Ωστόσο, κάθε φορά που στο θέατρο αφαιρούμε ένα στοιχείο (μέθοδος που συχνά ακουλουθείται και σε συμβατικές παραστάσεις), αφήνουμε χώρο στη σκέψη μας να συγκεντρωθεί και να εστιάσει σε κάτι άλλο.
Τα Radio Plays είναι μια πρωτοβουλία εξαιρετικά ταιριαστή στη συγκυρία που ζούμε, δηλαδή στη ζωή μπροστά σε οθόνες. Ζητάμε από τον κόσμο να εστιάσει στον ήχο. Είναι μια διαδικασία που εμπεριέχει από τη μια την εγρήγορση για να μπορέσεις να συλλάβεις όλα τα στοιχεία που σου δίνονται και από την άλλη είναι χαλαρωτική, καθώς μπορείς να έχεις πλήρη εικόνα ενός έργου, κρατώντας τα μάτια σου κλειστά. Κατά τη γνώμη μου, η απομάκρυνση από τον ρεαλισμό δίνει σε αυτά τα έργα κάτι μαγικό».
Ο ξένος
Της Αθηνάς Κακούρη
Σκηνοθεσία: Μαρία Μαγκανάρη
Με τους: Ανθή Ευστρατιάδου, Σύρμω Κεκέ, Ασπασία Κράλλη, Δημήτρη Ντάσκα, Εύη Σαουλίδου, Νίκο Ψαρρά
Μουσική σύνθεση: Δημήτρης Τσάκας
Παίζουν οι μουσικοί: Κώστας Κωνσταντίνου (κοντραμπάσο), Κωστής Χριστοδούλου (πιάνο), Ιάσονας Wastor (ντραμς), Δημήτρης Τσάκας (σαξόφωνο)
Πρεμιέρα Τρίτη 15/12 στο lifo.gr και και στην ιστοσελίδα του Φεστιβάλ Αθηνών
Το μέλλον της ελληνικής αστυνομικής λογοτεχνίας
Ο Αργύρης Ξάφης σκηνοθετεί το έργο του Νεοκλή Γαλανόπουλου
Πολλαπλών αναγνώσεων ο τίτλος αλλά και το διήγημα του Νεοκλή Γαλανόπουλου, που στα χέρια του Αργύρη Ξάφη μετατρέπεται σε μια ιστορία μυστηρίου, την οποία θα καθορίσει το ραντεβού μεταξύ δύο συγγραφέων του είδους: ο νεόκοπος Ντίνος Πρωτονάριος, που ακόμα δεν έχει εκδώσει κάποιο έργο του, συναντά το ίνδαλμά του και πατριάρχη της αστυνομικής λογοτεχνίας Περικλή Δημούλη. Ξεπερνώντας το αρχικό του τρακ, του παρουσιάζει δύο αποσπάσματα διηγημάτων του, ζητώντας στην πραγματικότητα την άποψη και ενδόμυχα την επιβεβαίωση της αξίας του.
Ένα παιχνίδι εξουσίας υφαίνεται, εικόνες από το εργαστήριο ενός συγγραφέα γεμίζουν τα μικρόφωνα, ενώ δύο ξεχωριστές περιπέτειες (μία για έναν εγκληματία που εξαφανίστηκε από ένα κλειδωμένο διαμέρισμα και μία ενός δολοφόνου που δραπέτευσε από ένα επτασφράγιστο κελάρι) περιπλέκουν ακόμα περισσότερο την αφήγηση.
«Αυτά τα έργα μάς προκαλούν να επανεφεύρουμε τον εαυτό μας, διότι τα τελευταία χρόνια, με την αποθέωση της τεχνολογίας, τόσο η σκηνοθεσία όσο και ολόκληρη η ζωή μας στράφηκε στο οπτικό κομμάτι. Αφαιρώντας τελείως την ισοπεδωτική δύναμη της εικόνας, στρεφόμαστε σε ένα κομμάτι της τέχνης που αφήσαμε να ατροφήσει» λέει ο σκηνοθέτης Αργύρης Ξάφης, φανερά μαγεμένος από τη διαδικασία. «Αφού αποθεώσαμε την εικόνα, ήρθε η στιγμή να κάνουμε την ακριβώς αντίθετη διαδρομή και να γυρίσουμε στην ουσιαστική και απόλυτη αφήγηση, με όπλα μας τον λόγο, την τονικότητα, τη μουσικότητα του κειμένου, το ταλέντο του ηθοποιού. Είμαστε εδώ για να ξαναδώσουμε όχι μόνο καλές ερμηνείες αλλά και την ευλυγισία στη γλώσσα, που έχει χαθεί».
Συνοδοιπόρος στην αφήγηση ένας εξαιρετικός μουσικός, ο Aλέξανδρος-Δράκος Κτιστάκης. «Δεν δίνεται συχνά η ευκαιρία σε κάποιον που ασχολείται με την τζαζ να συνθέσει μουσική για ένα θέμα τόσο συναρπαστικό. Υπάρχει μια μακρά, παγκόσμια ιστορία της σχέσης της τζαζ με το αστυνομικό αφήγημα, οπότε είναι μεγάλη χαρά να λαμβάνεις κι εσύ μέρος με κάποιον τρόπο σε αυτήν» παραδέχεται ο τζαζίστας που συνθέτει το ηχητικό σύμπαν του έργου.
«Δεν έχω ξανακάνει κάτι ανάλογο, αλλά καταλαβαίνω ότι η μουσική σε μια τέτοια παράσταση έχει καθοριστική συμμετοχή. Είναι αυτή που ενισχύει το ενδιαφέρον του ακροατή, κρατά το σασπένς μέχρι τέλους και βοηθά τη δραματουργία. Ο ήχος υπογραμμίζει πράγματα, οπτικοποιεί καταστάσεις και συχνά, επειδή το αστυνομικό μυθιστόρημα παίζει λίγο με την αλήθεια, η μουσική χρησιμοποιείται ως εργαλείο για να παραπλανήσει τον ακροατή, να τον οδηγήσει επίτηδες σε λάθος μονοπάτι και στο τέλος να δημιουργήσει μια έκπληξη, που θα είναι η λύση του μυστηρίου».
Ποιο είναι το μυστήριο στην περίπτωσή τους; Μα, αν θα καταφέρει τελικά ο Δημούλης, κι εμείς ως ακροατές, να βρούμε τη λύση των αινιγμάτων αλλά και να απαντήσουμε στο αρχικό ερώτημα: τι απέγιναν οι ιστορίες του νεαρού συγγραφέα; Κατάφεραν να εντυπωσιάσουν τον καταξιωμένο συνάδελφό του;
«Είτε στη σκηνή είτε στο ραδιοφωνικό θέατρο, δεν πρέπει να περιορίζεις τη φαντασία του θεατή. Οφείλεις να του δείχνεις έναν δρόμο όπου εκείνος θα περπατήσει, θα χορέψει, θα τρέξει, θα ταυτιστεί, θα αισθανθεί. Αυτό που επιπλέον συμβαίνει σε ένα ραδιοφωνικό θεατρικό είναι ότι πρέπει να τον μαγέψεις με τα λόγια σου» λέει ο σκηνοθέτης.
«Συγχρόνως, εγώ από τη μεριά μου πρέπει να του περιγράψω με ήχους το σύμπαν μέσα στο οποίο διαδραματίζεται η ιστορία. Έναν σύνθετη η εικόνα τον στέλνει κατευθείαν στο πεδίο όπου πρέπει να κινηθεί. Όταν η εικόνα απουσιάζει, έχεις υπερβολικά πολλές εναλλακτικές μεν, αλλά στη δημιουργική διαδικασία αυτό μπορεί να είναι και τροχοπέδη, καθώς η απόλυτη ελευθερία δεν είναι πάντα εύκολα διαχειρίσιμη» εξηγεί ο συνθέτης, που αυτό το διάστημα «παλεύει» με δύο εντελώς διαφορετικά κείμενα των Radio Plays: από τη μια συνθέτει ήχους υπαινικτικούς που περιγράφουν απατεωνιές για το συγκεκριμένο έργο και συγχρόνως ντύνει με πιο dark και συναισθηματικές μελωδίες το Καλωσόρισες στην Κόλαση, γλυκιά μου που σκηνοθετεί ο Γιάννης Χουβαρδάς.
Άλλωστε, για όλες τις παραγωγές το σκηνικό είναι ένα: ένας ολοκαίνουριος, άρτια εξοπλισμένος χώρος στην Πειραιώς, όπου οι πέντε «θίασοι» κάνουν τις πρόβες τους. Οι τελικές ηχογραφήσεις γίνονται στα στούντιο Antart που στεγάζονται στο παλιό κτίριο της Φίνος Φιλμ. «Εν μέσω πανδημίας, με τα θέατρα κλειστά και σε πολύ δύσκολες συνθήκες, μας δίνεται μια άρτια, γενναιόδωρη και εξαιρετικά οργανωμένη παραγωγή. Δεν έχουμε κανένα άλλοθι να μην το κάνουμε σωστά» παραδέχεται ο Αργύρης Ξάφης.
«Το θέατρο στο ραδιόφωνο αλλά και η μόδα που έχει δημιουργηθεί με τα podcasts, τα οποία επέχουν πια ρόλο ηχητικών ντοκιμαντέρ, έρχονται για να μας θυμίσουν την ανάγκη να κερδίσουμε χρόνο στην καθημερινότητά μας. Το να μπορώ να ακούσω τα μεσάνυχτα θέατρο στο ραδιόφωνο ή να περάσω με μια καλή ερμηνεία τον χρόνο που είμαι κολλημένος στην κίνηση δεν θα αντικαταστήσει την ανάγκη για θέατρο αλλά θα επανακαθορίσει τη σχέση μας με το θέατρο. Κρίμα που τόσα χρόνια το αμελήσαμε λόγω ταχύτητας».
Το μέλλον της ελληνικής αστυνομικής λογοτεχνίας
Του Νεοκλή Γαλανόπουλου
Σκηνοθεσία: Αργύρης Ξάφης
Με τους: Κωνσταντίνο Ασπιώτη, Αντώνη Γκρίτση, Χρήστο Κοντογιώργη, Δέσποινα Κούρτη, Κώστα Μπερικόπουλο, Δημήτρη Παπανικολάου,
Νίκο Χατζόπουλο
Μουσική σύνθεση: Aλέξανδρος-Δράκος Κτιστάκης
Παίζουν οι μουσικοί: Κίμωνας Καρούντζος (κοντραμπάσο), Γιάννης Παπαδόπουλος (πιάνο), Γιώτης Σαμαράς (κιθάρα), Δημήτρης Τσάκας (σαξόφωνο), Ιάσονας Wastor (ντραμς)
Φωνητικά: Αλεξάνδρα Λέρτα, Ιώβη Φραγκάτου
Πρεμιέρα Τρίτη 5/1 στο lifo.gr και στην ιστοσελίδα του Φεστιβάλ Αθηνών
Καλωσόρισες στην κόλαση, γλυκιά μου
Ο Γιάννης Χουβαρδάς σκηνοθετεί το έργο του Βασίλη Δανέλλη
Πόρτες ανοιγοκλείνουν, τσιγάρα ανάβουν, βροχή πέφτει, αυτοκίνητα μαρσάρουν, πεζοδρόμια γεμίζουν κόσμο, μελωδίες ξεχύνονται από τα βάθη του κάτω κόσμου, ψυχολογικές μεταπτώσεις γεμίζουν τα μικρόφωνα, διεκδικήσεις και συναλλαγές δίνουν και παίρνουν. Η πρωταγωνίστρια είναι σκληρή και κυνική, αμφισβητεί τις παραδοσιακές ισορροπίες στον φαλλοκρατικό καταμερισμό των ρόλων ανάμεσα στα δύο φύλα. Οι άνθρωποι που τη διεκδικούν, δε, θα την υποχρεώσουν να επιλέξει ανάμεσα στον ρεαλισμό και στην ποίηση.
Με φόντο το σκοτεινό περιβάλλον ενός τζαζ κλαμπ ο Γιάννης Χουβαρδάς σκηνοθετεί το νουάρ διήγημα του Βασίλη Δανέλλη Καλωσόρισες στην Κόλαση, γλυκιά μου (αρχικά είχε δημοσιευτεί με τον τίτλο Εις το επανιδείν, γλυκιά μου), ξεδιπλώνοντας μια ιστορία με μια αναπάντεχα μεγάλη ανατροπή στο φινάλε.
«Πρόκειται για ένα ελληνικό νουάρ που διαδραματίζεται στη σημερινή Αθήνα. Η ιδιαιτερότητά του είναι ότι, όπως στα αντίστοιχα έργα του Ρέιμοντ Τσάντλερ μια αντρική φωνή αφηγείται συνήθως την ιστορία, εμείς έχουμε μια μοιραία γυναίκα που εξιστορεί τα γεγονότα από την πλευρά του θύτη - θύματος» λέει ο Ακύλλας Καραζήσης. «Ο δικός μου ρόλος είναι ενός πλούσιου, σκληρού τύπου που χρησιμοποιεί την Αλεξάνδρα για κονσομασιόν και έχει μαζί της οικονομικά αλισβερίσια. Κλασική περίπτωση μάτσο άντρα που θεωρεί ότι μπορεί να μπει σε ένα νυχτερινό κέντρο και με τα λεφτά του να αγοράσει ανθρώπους. Θα έλεγα ότι είμαι ο κακός της ιστορίας, αλλά μάλλον μόνο κακούς έχει η κόλαση».
Το ενδιαφέρον για μένα στα Radio Plays είναι ότι έχουν τρεις βασικούς άξονες: την αστυνομική λογοτεχνία, τη συγγένεια με τη ραδιοφωνική αναπαράσταση και τη θεατρική διάσταση, αλλά και μια αίσθηση παλιάς ραδιοφωνικής σειράς, που μου θυμίζει κάποια έργα του Γιάννη Μαρή.
Ας τους δούμε έναν έναν: η ακαταμάχητη Αλεξάνδρα (Άλκηστη Πουλοπούλου), που εργάζεται στην υποδοχή του κλαμπ Blue Hell, ακροβατεί ανάμεσα στο φλερτ του επιχειρηματία Δημήτρη Σίμογλου (Ακύλλας Καραζήσης) και του συνεσταλμένου νεαρού Μάριου (Χάρης Φραγκούλης). Αφού υποκύψει στο φλερτ του πρώτου, αποκαλύπτονται τα πραγματικά της κίνητρα. Η συμπαθής, κατά τα άλλα, ηρωίδα δεν είναι παρά μια συστηματική και αδίστακτη εκβιάστρια, η οποία όμως έχει υπερεκτιμήσει τις δυνάμεις της και οδηγείται σε μια παγίδα που στο τέλος θα δούμε αν θα καταφέρει να αποφύγει.
«Η πρώτη εικόνα που έχουμε για την Αλεξάνδρα είναι ότι πρόκειται για μια μυστήρια, σαγηνευτική femme fatale που τουμπάρει τους άντρες. Αρχικά, λοιπόν, ερωτεύεται τον κυνηγό και γενναιόδωρο σε... σαμπάνιες Ακύλλα Καραζήση» εξηγεί για την ηρωίδα που υποδύεται η Άλ. Πουλοπούλου.
«Ωστόσο, ενώ φαίνεται να τα καταφέρνει με αυτόν τον ζόρικο τύπο, στην ιστορία προστίθεται ένας ρομαντικός νέος που μοιάζει ερωτευμένος μαζί της. Είναι ντροπαλός, προσπαθεί να διεισδύσει σε αυτόν τον άγνωστο κόσμο και μάχεται να την κερδίσει με έναν εντελώς διαφορετικό τρόπο. Είναι ένα ακόμα κλισέ της ιστορίας, μια χαρακτηριστική περίπτωση ονειροπόλου που θεωρεί ότι ο έρωτας αρκεί για να αλλάξει η ζωή».
Το Blue Hell είναι η κόλαση στην οποία θα βυθιστούν όλοι, μαζί με τις επιδιώξεις τους. Σε αυτή την ιστορία μπορεί να μην υπάρχει φόνος προς διαλεύκανση, όμως το μυστήριο, η ψυχολογική βία, ο φόβος, η πάλη ανάμεσα στα δύο φύλα, οι προσωπικές ακυρώσεις και οι διαψεύσεις δεν λείπουν.
«Το ενδιαφέρον για μένα στα Radio Plays είναι ότι έχουν τρεις βασικούς άξονες: την αστυνομική λογοτεχνία, τη συγγένεια με τη ραδιοφωνική αναπαράσταση και τη θεατρική διάσταση, αλλά και μια αίσθηση παλιάς ραδιοφωνικής σειράς, που μου θυμίζει κάποια έργα του Γιάννη Μαρή. Δεν είναι ακριβώς θέατρο στο ραδιόφωνο αλλά ένας ενδιαφέρων τρόπος να ξετυλίγονται αστυνομικές ιστορίες. Ελπίζω η ενδιαφέρουσα αυτή ραδιοφωνική περιπέτεια να είναι κάτι που μας κληροδότησε η πανδημία».
Ο ίδιος, βέβαια, έχει μακρά εμπειρία σε εκφωνήσεις ντοκιμαντέρ και λογοτεχνικές αναγνώσεις (audio) και επιμένει ότι η φωνή συνδέεται αυτομάτως με τον ακροατή. «Το γεγονός ότι ακούς κάποιον να σου μιλά χωρίς να βλέπεις την παρουσία του δημιουργεί μια μαγική συνθήκη, σχεδόν μπορείς να ερωτευτείς κάποιον μόνο από τη φωνή. Δεν θεωρώ πιο δύσκολο το ραδιοφωνικό θέατρο, καθώς οι σκηνοθετικοί ή ερμηνευτικοί προβληματισμοί μεταφέρονται μπροστά σε ένα μικρόφωνο. Αντί να έχεις τη σκηνή, φτιάχνεις ένα περιβάλλον ηχητικό μεν, αλλά εξαιρετικά βαθύ, μέσα στο οποίο τοποθετείται η αφήγηση».
Πρώτη φορά αντιμέτωπη με το ραδιοφωνικό θέατρο, η Άλκηστη Πουλοπούλου αντιμετώπισε τις δικές της προκλήσεις. «Ως σωματική ηθοποιός, διχάστηκα για το αν έπρεπε να δεχτώ. Με δυσκόλεψε η ιδέα, αλλά θεώρησα πολύ μεγάλη πρόκληση το να βρω τρόπο να φτιάξω κίνηση με τις λέξεις, να δημιουργήσω εικόνες μέσα από τον λόγο, να κινητοποιήσω άλλες τεχνικές για να ζωγραφίσω το ψυχογράφημα της Αλεξάνδρας. Ανυπομονώ όχι μόνο για τη δική μας παράσταση αλλά και για τις υπόλοιπες, γιατί, ξαφνικά, μέσα σε όλη αυτήν τη θεατρική δυστοπία που βιώνουμε, αυτά τα κείμενα μας έδωσαν μια φαντασιακή ελευθερία».
Καλωσόρισες στην κόλαση, γλυκιά μου
Του Βασίλη Δανέλλη
Σκηνοθεσία: Γιάννης Χουβαρδάς
Με τους: Στέλλα Βογιατζάκη, Πολύδωρο Βογιατζή, Aκύλλα Καραζήση, Δημήτρη Μπίτο, Άλκηστη Πουλοπούλου, Άντα Πουράνη,
Χάρη Φραγκούλη
Μουσική σύνθεση: Θοδωρής Οικονόμου
Παίζουν οι μουσικοί: Κίμωνας Καρούντζος (κοντραμπάσο), Θοδωρής Κότσιφας (κιθάρα), Aλέξανδρος-Δράκος Κτιστάκης (ντραμς), Θοδωρής Οικονόμου (πιάνο), Ανδρέας Πολυζωγόπουλος (τρομπέτα)
Φωνητικά: Αλεξάνδρα Λέρτα
Πρεμιέρα Τρίτη 22/12 στο lifo.gr και στην ιστοσελίδα του Φεστιβάλ Αθηνών
Ανθρώπινη συμπύκνωση
Ο Γιώργος Κουτλής σκηνοθετεί το έργο της Αμάντας Μιχαλοπούλου
Ήχοι και γωνιές του κέντρου της πόλης, ατμόσφαιρα εφημερίδας, διάλογοι που ακούγονται σε δημοσιογραφικά γραφεία, άγχος, ανταγωνισμός, πρωτιές, διαπλοκή και προσωπικά βιώματα. Με φόντο την Αθήνα του 2008, όταν η κοινωνία, ζαλισμένη, οδηγούνταν, χωρίς να το καταλαβαίνει, σε μια κρίση με ανεξέλεγκτες μελλοντικές προεκτάσεις, μια εξαιρετικά δυναμική γυναίκα, η Δώρα, επικεφαλής σε ένα από τα πιο ζόρικα και απαιτητικά πόστα, στο Αστυνομικό Τμήμα Ομονοίας, ερευνά τη δολοφονία του διαπλεκόμενου εκδότη και διευθυντή μιας εφημερίδας.
Οικείοι οι διάδρομοι και η ατμόσφαιρα της εφημερίδας για την Αμάντα Μιχαλόπουλου που έγραψε την Ανθρώπινη Συμπύκνωση και σήμερα ετοιμάζεται να την ακούσει στα Radio Plays, σκηνοθετημένη από τον Γιώργο Κουτλή, με την Κόρα Καρβούνη να φορά την αστυνομική στολή της αγαπημένης της, αποφασιστικής ηρωίδας.
«Έγραψα το διήγημα το 2008, στις αρχές της κρίσης, σε μια περίοδο έντονου κοινωνικού αναβρασμού, νεοπλουτισμού και κοινωνικών αντιθέσεων, που όλοι είχαμε την εντύπωση ότι έρχονται δυσάρεστες καταστάσεις (το βλέπαμε ήδη από τις πρώτες απολύσεις), αλλά τα νερά ήταν ακόμα αχαρτογράφητα. Αποτύπωσα σε ένα αστυνομικό διήγημα όσα με απασχολούσαν εκείνο το διάστημα, διότι θεωρώ πως σε ό,τι ζήσαμε υπήρχε αστυνομική πλοκή, μάχη του καλού με το κακό, αλλά και ο φόβος μιας επικείμενης εγκληματικής ενέργειας, καθώς όλοι ξέρουμε πως η οικονομική ανέχεια και η πόλωση συχνά οδηγούν στη βία. Όσο για το δημοσιογραφικό περιβάλλον, πάντα διαλέγω πλαίσιο που γνωρίζω καλά, όπως αυτό μιας εφημερίδας, που μου είναι εξαιρετικά οικείο, από τα πολλά χρόνια που εργαζόμουν στην “Kαθημερινή”» λέει η Αμάντα Μιχαλοπούλου.
Στα βαθιά, λοιπόν, βουτά και ο Γιώργος Κουτλής, ένας από τους πιο ταλαντούχους νέους σκηνοθέτες μας, αναλαμβάνοντας να σκηνοθετήσει τη σκοτεινή ιστορία. «Δεν μου είχε περάσει ποτέ από το μυαλό να ασχοληθώ με κάτι τέτοιο. Με ιντριγκάρει όμως τρομερά η ραδιοφωνική σκηνοθεσία, γιατί αγωνίζομαι να βρω τρόπους να την κάνω καλά, γιατί νιώθω ότι με εξελίσσει, μου μαθαίνει πράγματα, με αναγκάζει να βρω λύσεις οι οποίες δεν έχουν σχέση με τα εργαλεία που μας έμαθαν οι σπουδές. Μπορεί το lockdown, ο χειμώνας, η αστυνομική ατμόσφαιρα και η σπιτική θαλπωρή να βοηθήσουν στη μετατροπή αυτής της προσπάθειας σε πρωτόγνωρη εμπειρία για τον ακροατή, ωστόσο νομίζω πως, πέρα από τις ανάγκες που γέννησε η πανδημία, έχουμε χρέος να επανεφεύρουμε αυτό το είδος και να το βοηθήσουμε να βρει τον χώρο του υπό οποιαδήποτε συνθήκη».
Ο Σταύρος Παναγιωτόπουλος βρέθηκε νεκρός στο γραφείο του την ώρα του πρωινού καφέ και ο δολοφόνος άφησε το πτώμα με γυρισμένη την πλάτη να κοιτάζει το χιόνι που πέφτει από το παράθυρο. Η ελκυστική και έμπειρη αστυνόμος που αναλαμβάνει να διαλευκάνει την υπόθεση τυχαίνει να έχει μεγαλώσει μέσα στην εφημερίδα, ως κόρη ενός παλαίμαχου, απολυμένου από τον νεκρό, αστυνομικού συντάκτη.
Μέσα από το διεισδυτικό της βλέμμα παρακολουθούμε το γαϊτανάκι των σχέσεων εξουσίας γύρω από την καρέκλα του διευθυντή, τα προσωπικά συμφέροντα, τις μυστικές συμμαχίες, τον αναβρασμό φιλοδοξιών και ματαιώσεων στο υπέδαφος του εργασιακού περιβάλλοντος. Όμως, απ’ όλους όσοι αδικήθηκαν από τον Παναγιωτόπουλο, ποιος τόλμησε να τον σκοτώσει;
«Ήθελα να έχω σε αυτό το δύσκολο πόστο και επικεφαλής της έρευνας μια γυναίκα, τη Δώρα, για την οποία εκείνη τη χρονιά έγραψα συνολικά τρεις αστυνομικές ιστορίες» θυμάται η συγγραφέας του έργου. «Μου αρέσει που είναι περίεργη, έξυπνη, μεσήλιξ, λεσβία και ζει με τον πατέρα της, ο οποίος έχει Αλτσχάιμερ. Είναι συγχρόνως πολύ διεκδικητική και πολύ ερωτική και, επειδή ο πατέρας της δούλευε σε αυτή την εφημερίδα, γυρνά και η ίδια, μέσα από την έρευνα, στους διαδρόμους της παιδικής της ηλικίας. Το πρότυπο που κυριαρχεί στην αστυνομική λογοτεχνία είναι του άντρα αστυνομικού-ντετέκτιβ. Υπάρχει η θεώρηση ότι οι άντρες λύνουν το μυστήριο. Εμένα η αντιστροφή του μοντέλου με ενδιέφερε περισσότερο. Οι γυναίκες, ως προσωπικότητες αλλά και εκείνες που θαυμάζω μέσα από σειρές του είδους, όπως η αγαπημένη μου Μις Φίσερ (από την αυστραλιανή δραματική τηλεοπτική σειρά “Miss Fisher’s Murder Mysteries”), έχουν μια σπάνια πολυπλοκότητα και θεωρώ ότι δεν έχουμε ασχοληθεί μαζί τους όσο πρέπει».
Η προσωπικότητα της Δώρας είναι και για τον σκηνοθέτη κομβική για τη ραδιοφωνική αφήγηση. «Δεν είναι απλώς μια αστυνομικός που λύνει ένα έγκλημα, γιατί μπλέκεται συναισθηματικά και έχει προσωπικές αναμνήσεις από τον χώρο του εγκλήματος και τους χαρακτήρες. Το ψυχογράφημά της, λοιπόν, συμβαδίζει με τη λύση του εγκλήματος. Η ιστορία δεν αναλώνεται απλώς στην ανεύρεση του δολοφόνου αλλά έχει πολύ ενδιαφέρουσες ψυχολογικές προεκτάσεις και μια ανάλυση τρισδιάστατη και θεατρική» εξηγεί ο Γ. Κουτλής.
Τελικά, τι άλλο τον δίδαξε η ραδιοφωνική εμπειρία; «Μπήκα σε μια διαδικασία να παρατηρώ την αφήγηση, χωρίς να εμπλέκεται το οπτικό μου μέσο, σε μια εποχή που περνάμε τόσες ώρες σε μια οθόνη και τα μάτια είναι ο βασικός υποδοχέας για την κατανόηση μιας εμπειρίας. Το να προσπαθείς να ενεργοποιήσεις το αυτί είναι σαν να γυμνάζεις κάτι που έχει να γυμναστεί καιρό. Αυτό ακονίζει τις ικανότητές σου ως καλλιτέχνη και αρχίζεις να δουλεύεις σε πιο λεπτές δραματουργικές περιοχές. Τα Radio Plays προέκυψαν ως ανάγκη λόγω περιορισμών, αλλά έχει τρομερό ενδιαφέρον το ότι ανακαλύπτουμε τρόπους να αγγίξουμε τον ακροατή με νέα μέσα και τρόπους, πείθοντάς τον να επαναλάβει τη μοναδική ακουστική εμπειρία».
Ανθρώπινη συμπύκνωση
Της Αμάντας Μιχαλοπούλου
Σκηνοθεσία: Γιώργος Κουτλής
Με τους: Κόρα Καρβούνη, Ελένη Κουτσιούμπα, Βασίλη Μαγουλιώτη, Άλκη Παναγιωτίδη, Θανάση Παπαγεωργίου, Αλέξανδρο Σιάτρα, Κωνσταντία Τάκαλου
Μουσική σύνθεση: Αλέξανδρος-Δράκος Κτιστάκης
Παίζουν οι μουσικοί: Δημήτρης Βερδίνογλου (πιάνο), Ανδρέας Πολυζωγόπουλος (τρομπέτα), Πέτρος Κλαμπάνης (μπάσο), Κώστας Τζέκος (κλαρινέτο)
Πρεμιέρα Τρίτη 29/12 στο lifo.gr και στην ιστοσελίδα του Φεστιβάλ Αθηνών
Για το artwork του αφιερώματος και των ψηφιακών αφισών του κάθε έργου εμπνευστήκαμε από το έργο της ζωγράφου Hilma af Klint.
Το άρθρο δημοσιεύθηκε στην έντυπη LiFO.
Το νέο τεύχος της LiFO δωρεάν στην πόρτα σας με ένα κλικ.