Η ΑΝΑΚΟΙΝΩΣΗ ΘΑΝΑΤΩΝ προσφέρει από παλιά μια ιδιαίτερη πηγή συγκίνησης. Στις μικρές κοινωνίες της περιφέρειας, σε εκείνες τις επαρχίες που δεν επιτρέπεται πια να τις αποκαλούμε έτσι, η γνωστοποίηση ενός θανάτου είχε συχνά μια επίδραση παρόμοια με αυτή μιας δραματικής σκηνής στις κλασικές ελληνικές ταινίες: ένας κόσμος, συνήθως μεγαλύτερων ηλικιών, καταβρόχθιζε το άσχημο νέο με ένα είδος έξαψης που λίγο απείχε από την αληθινή «απόλαυση».
Όλη αυτή η λίστα των νεκρών που αναρτάται καθημερινά και δίνει ευκαιρία να στηθούν παιάνες, να ξαναακουστούν τραγούδια, να γραφτούν πικρόχολα ή εγκωμιαστικά κείμενα, όλη αυτή η προσωπογραφία των απωλειών, έχει γίνει και ευτέλεια παρα-δημοσιογραφική και μέθοδος έμμεσης δημοσιότητας για διάφορες περσόνες.
Αν πάμε όμως στις διαδικτυακές πλατείες και στα καλντερίμια των «ηλεκτρονικών ιστολογίων», η ανακοίνωση των θανάτων τείνει πια να καταχωριστεί σαν αυτόνομο είδος. Και εκτός από τον θάνατο του επωνύμου, άλλοτε πραγματικά γνωστού κι άλλοτε αφανούς και ξεχασμένου, μια νέα αγορά θανατικών έχει έλθει στο προσκήνιο: αιφνίδιες απώλειες νέων ή μεσήλικων ανθρώπων έχουν αποκτήσει το δικαίωμα στη δημοσιότητα, σε τίτλους που υπαινίσσονται δίχως συχνά να περνούν στο προκείμενο. Η πανδημία γέννησε ένα μεγάλο κύμα θανατο-αναγγελιών που προορίζονται να αυξήσουν το μυστήριο συντηρώντας τη συνωμοσιολογική ατμόσφαιρα. Η αναγγελία αυτών των αποδημιών παίζει έτσι με τους βαθύτερους φόβους πολλών για μυστηριώδη αίτια και ανεξιχνίαστα κακές προθέσεις που μας κυκλώνουν. Κάποιοι εξάλλου έχουν αναλάβει το έργο να συσχετίζουν τους διαφορετικούς θανάτους, να τους μετατρέπουν σε ένα ενιαίο στόρι. Είναι η ιστορία των φόβων μας και μαζί η ιστορία της περιέργειας που μας προκαλεί ο μεγαλύτερος εχθρός μας, αυτός που δεν μπορούμε να τον νικήσουμε, ό,τι και αν επινοούμε καθημερινά για να τον ξεχάσουμε και να τον εξημερώσουμε.
Όλη αυτή η λίστα των νεκρών που αναρτάται καθημερινά και δίνει ευκαιρία να στηθούν παιάνες, να ξαναακουστούν τραγούδια, να γραφτούν πικρόχολα ή εγκωμιαστικά κείμενα, όλη αυτή η προσωπογραφία των απωλειών, έχει γίνει και ευτέλεια παρα-δημοσιογραφική και μέθοδος έμμεσης δημοσιότητας για διάφορες περσόνες. Φυσικά οι θάνατοι των ειδώλων πάντα συναρπάζουν. Να όμως που τώρα έχουμε μια μεγάλη γκάμα θανάτων, διάσπαρτα συμβάντα από μικρές και μεσαίες πόλεις. Οι καλλιτέχνες συνεχίζουν να έχουν την πρωτοκαθεδρία. Ακολουθούν αθλητές, έφηβοι, τραγικοί επιχειρηματίες, άνθρωποι που έτυχε να φύγουν από τη ζωή σε ύποπτα μικρή ηλικία. Σαν αυτός ο χορός των νεκρών να πρέπει να διατηρεί την ταχύτητα, τη ροή του, την παραγωγικότητά του. Και αν δεν έχει πεθάνει πραγματικά κάποιος, μπορεί πια να πέσει νεκρός για χάρη της αναγγελίας, στον βωμό της διαδικτυακής υπερμεταδοτικότητας και της ανάλαφρης αυγουστιάτικης ξαπλώστρας.
Είναι ίσως ένας τρόπος να γεμίζουν κενά. Να παραμερίζονται στιγμιαία οι έριδες και τα μίση της πολιτικής. Να αποδίδουμε τιμές ή να ξαναθυμόμαστε φωτογραφίες, μουσικές και λόγια εκλιπόντων. Οι νεκρολογίες γίνονται ένας χώρος όπου ανταλλάσσουμε νοσταλγία και κάποιοι βρίσκουν και την ευκαιρία να δείξουν πόσο ελεύθερα πνεύματα είναι, βρίζοντας ή δηλώνοντας την αντιπάθειά τους για τον νεκρό. Μόνο που αυτή η σκηνή μεγάλωσε απότομα και σέρνει μαζί της μια παράλληλη αγορά καχυποψίας και προφητικής αγυρτείας. Πολλοί θάνατοι «δεν εξηγούνται» ή είναι τόσο άδικοι που πρέπει να εξηγούνται μόνο ως δολοφονίες, ως πλάγια εγκλήματα και απειλές από τις αόρατες δυνάμεις που επιβουλεύονται τη ζωή μας.
Έχει όρια αυτή η πένθιμη ανθοφορία; Γίνεται όλο και πιο βιαστική και χοντροκομμένη, όλο και πιο επιπόλαιη και φτηνή; Ναι. Το είδαμε με τον ψεύτικο θάνατο του Γιώργου Μάγκα, το έχουμε διαπιστώσει και με άλλους, αληθινούς αυτήν τη φορά θανάτους. Οτιδήποτε περνάει στη δικαιοδοσία της ευκολίας –είτε είναι η εύκολη αισθηματολογία είτε η άκοπη διασημότητα– μετατρέπεται σε τοξικό προϊόν. Είχαμε θεωρήσει πως μόνο η χαρά μπορεί να εκχυδαϊστεί και να ξεπέσει σε εκείνο το «περνάμε καλά» της επίδειξης, Όλα όμως μπορεί πια να γίνουν φτηνά, ακόμα και η θλίψη και η αρρώστια και ο χαμός των ανθρώπων.