ΚΑΘΩΣ Η ΚΥΒΕΡΝΗΣΗ του Κυριάκου Μητσοτάκη βρίσκεται πλέον στα μισά της θητείας της, κάνει τον απολογισμό των δύο πρώτων ετών, κατά τα οποία κεντρικό ζήτημα ήταν η αντιμετώπιση της πανδημίας, και ετοιμάζει τον προγραμματισμό της για τα άλλα δύο, στα οποία προτεραιότητα –σύμφωνα με τον σχεδιασμό– θα έχει η οικονομία.
Τα στελέχη της κυβέρνησης δηλώνουν εξαιρετικά ικανοποιημένα επειδή, όπως ισχυρίζονται, έφτασαν ως εδώ με ελάχιστη πολιτική φθορά, αν και τους έτυχε η μεγαλύτερη υγειονομική κρίση των τελευταίων δεκαετιών.
Είναι όμως έτσι; Ή μήπως είναι η πανδημία και η υγειονομική κρίση που απέτρεψαν την περαιτέρω φθορά της κυβέρνησης, καθώς συσπείρωσαν τους πολίτες γύρω από την ηγεσία, όπως συμβαίνει συχνά σε περιόδους κρίσεων, οπότε και παρατηρείται το φαινόμενο «rally ’round the flag»;
Όταν το καράβι παλεύει με τα κύματα στη φουρτούνα, το ζητούμενο για όλους τους επιβάτες είναι να το βγάλει ο καπετάνιος από αυτήν με ασφάλεια και να το οδηγήσει στο λιμάνι. Σε μια τέτοια κατάσταση ελάχιστοι θα προσέξουν την ποιότητα των υπόλοιπων παρεχόμενων υπηρεσιών.
Ο μεγαλύτερος αντίπαλος της κυβέρνησης σήμερα είναι η πραγματικότητα και όχι ο ΣΥΡΙΖΑ, που δεν έχει πείσει ότι διαθέτει αξιόπιστη εναλλακτική πρόταση. Έτσι, η κυβέρνηση μέχρι στιγμής κρίνεται μόνο για τις προεκλογικές της υποσχέσεις και για την υλοποίηση του προγράμματός της.
Όσο για εκείνους που αμφισβητούν κάθε ενέργεια του καπετάνιου και φωνάζουν «θα τους πνίξεις όλους», μάλλον δεν έχουν πολλές πιθανότητες να σαγηνεύσουν τα πλήθη τέτοιες ώρες, ακόμα και αν ο καπετάνιος που βρίσκεται στο τιμόνι κάνει πράγματι λάθη. Γιατί αυτές τις ώρες κανείς δεν προτιμά εκείνον που πουλάει τρόμο. Όλοι θέλουν να αγοράσουν ελπίδα. Και αυτό ακριβώς «πουλάει» ο Κυριάκος Μητσοτάκης.
Αυτό μπορεί να αρκούσε ως τώρα για να προστατεύσει την κυβέρνηση από μεγάλη φθορά, καθώς η μοναδική σχεδόν προσδοκία, μεσούσης της πανδημίας, ήταν η επιβίωση. Η κυβέρνηση έχει ένα ακόμα χαρτί για την επόμενη μέρα: τα χρήματα που θα εισρεύσουν στη χώρα από το ταμείο ανάκαμψης. Καθώς όμως ένα μεγάλο τμήμα του πληθυσμού επιστρέφει σε συνθήκες κανονικότητας, αυτό πλέον δεν αρκεί, ειδικά αν το όποιο αποτέλεσμα αργήσει να φανεί στη ζωή τους.
Οι πολίτες θα έρθουν ξανά αντιμέτωποι με την πραγματικότητα και τα καθημερινά της προβλήματα και τότε η κυβέρνηση θα χρειαστεί να προσπαθήσει πολύ για να διατηρήσει την αποδοχή που είχε ως τώρα, στις συνθήκες κρίσης.
Ο σχεδιασμός της για το επόμενο διάστημα επικεντρώνεται σε κάποιες μικρές και αποσπασματικές μεταρρυθμίσεις, αλλά κυρίως στην οικονομική ανάκαμψη, η οποία δεν ξέρουμε αν και πότε θα φτάσει στη βάση και κατά πόσο θα αφορά τους πολλούς. Η κυβέρνηση μοιάζει να παραβλέπει, ωστόσο, πολλά άμεσα προβλήματα της καθημερινότητας, από τα οποία και θα κριθεί εν πολλοίς στο τέλος της θητείας της.
Οι ανατιμήσεις πολλών προϊόντων π.χ., δηλαδή το πρόβλημα της ακρίβειας που έχει εμφανιστεί πάλι τελευταία, προκαλεί ήδη λαϊκή δυσαρέσκεια στα χαμηλότερα οικονομικά στρώματα, χωρίς να δίνεται καμία εξήγηση, με τα περισσότερα κυβερνητικά στελέχη να συμπεριφέρονται σαν να μην συμβαίνει και πολλά ΜΜΕ σχεδόν να το αποσιωπούν.
Η ασφάλεια των πολιτών ήταν ένα από θέματα που η Νέα Δημοκρατία είχε πολύ ψηλά στην προεκλογική της ατζέντα. Πλην όμως, με το που έγινε κυβέρνηση, απογοήτευσε πολλούς ψηφοφόρους της, καθώς δεν κατάφερε να αντιμετωπίσει την ανομία και την εγκληματικότητα. Αρκετές φορές μάλιστα, η αστυνομία αυτά τα δύο χρόνια επέδειξε υπερβολική αυστηρότητα και βία σε περιπτώσεις που αυτή δεν δικαιολογούνταν ή δεν ήταν αναγκαία, ενώ έμεινε άπραγη σε καθημερινά περιστατικά ανομίας που αφορούν τη ζωή και την προστασία των απλών πολιτών.
Στην παιδεία αυτά τα δύο χρόνια δεν υπήρξε κάποια ορατή αναβάθμιση στην πράξη, όσον αφορά την εκπαίδευση που παρέχεται σε μαθητές και φοιτητές. Το ίδιο και στην πρωτοβάθμια φροντίδα υγείας. Η κυβέρνηση αύξησε σημαντικά τις ΜΕΘ και κατάφερε να αντεπεξέλθει σε γενικές γραμμές στις ανάγκες της πανδημίας. Αναδείχθηκαν όμως όλες οι αδυναμίες του Εθνικού Συστήματος Υγείας και όσο η πανδημία θα υποχωρεί, τόσο πιο ορατές θα γίνονται αυτές.
Η κυβέρνηση Μητσοτάκη έχει δυσαρεστήσει και μια μερίδα ψηφοφόρων της σχετικά με τους χειρισμούς της στα εθνικά και το μεταναστευτικό, καθώς προεκλογικά τους είχε καλλιεργήσει άλλες προσδοκίες, αλλά αυτό είναι ένα εκλογικό κοινό που για την ώρα δεν έχει πού να πάει.
Ο μεγαλύτερος αντίπαλος της κυβέρνησης σήμερα είναι η πραγματικότητα και όχι ο ΣΥΡΙΖΑ, που δεν έχει πείσει ότι διαθέτει αξιόπιστη εναλλακτική πρόταση. Έτσι, η κυβέρνηση μέχρι στιγμής κρίνεται μόνο για τις προεκλογικές της υποσχέσεις και για την υλοποίηση του προγράμματός της.
Τα κυβερνητικά στελέχη επιχαίρουν, υποστηρίζοντας ότι «η καταστροφολογία του ΣΥΡΙΖΑ δεν έπιασε». Πράγματι, όταν κατηγορείς μια κυβέρνηση ότι θα φέρει την απόλυτη καταστροφή και αυτή δεν έρχεται, παρά τα σημαντικά της λάθη και τις απώλειες, το αποτέλεσμα είναι να φαίνεται ότι τα πήγε καλύτερα από ό,τι προέβλεψες και να υποβαθμίζονται οι σημαντικές αδυναμίες στις οποίες θα έπρεπε να έχει επικεντρωθεί η κριτική. Αυτή την προφανή αστοχία της ηγεσίας του ΣΥΡΙΖΑ, άλλωστε, έχουν επισημάνει και δύο από τα πιο δημοφιλή στην ελληνική κοινωνία στελέχη, ο Ανδρέας Ξανθός και ο Ευκλείδης Τσακαλώτος.
Η άλλη μεγάλη αδυναμία της ηγεσίας του ΣΥΡΙΖΑ αυτά τα δύο χρόνια, και ειδικά κατά τη διάρκεια της πανδημίας, ήταν ότι κανείς δεν κατάλαβε ποια ήταν η θέση της και τι θα έκανε διαφορετικά για να προστατεύσει αποτελεσματικότερα τη δημόσια υγεία. Κι αντί να θέσει τις δυνάμεις της στην αντιμετώπιση της πανδημίας (π.χ. με καμπάνιες υπέρ του εμβολιασμού, όπως μεμονωμένα το επιχείρησαν πάλι οι Ξανθός, Τσακαλώτος, Φίλης) έδειξε να ποντάρει στην αποτυχία της κυβέρνησης για να δικαιωθεί.
Η κυβέρνηση αυτά τα δύο χρόνια έχει κάνει πολύ λιγότερα από όσα υπόσχονταν προεκλογικά. Η αδυναμία της αξιωματικής αντιπολίτευσης όμως να εκφέρει αξιόπιστη εναλλακτική την προστατεύει ως τώρα καθώς δεν «απειλεί» τη δημοσκοπική της πρωτιά. Αυτό δεν είναι ένα αισιόδοξο σημάδι, καθώς η κυβέρνηση δεν πιέζεται για να βελτιωθεί. Αντιθέτως, η αδυναμία της αξιωματικής αντιπολίτευσης ενισχύει την κυβερνητική αλαζονεία.
Αν κάτι έχει καταδείξει η τελευταία δεκαετία στην πολιτική ζωή της χώρας πάντως, είναι ότι δεν υπάρχουν βεβαιότητες και ότι οι ανατροπές καραδοκούν ανά πάσα στιγμή.
Η Νέα Δημοκρατία κοιτάζει πίσω της και δεν βλέπει τον ΣΥΡΙΖΑ να την απειλεί. Ο ΣΥΡΙΖΑ κοιτάζει κι αυτός πίσω του και δεν βλέπει κοντά ούτε το ΚΙΝΑΛ, ούτε το ΜέΡΑ25. Άρα ούτε κι αυτός νιώθει να απειλείται.
Ίσως όμως αυτός ο εφησυχασμός να είναι τελικά η μεγαλύτερη απειλή για όλους.