Καθόλου τυχαία και σίγουρα όχι αθώα, οι φεμινιστικές φωνές δεν είχαν και πολλά να πουν –πέρα από τα απολύτως απαραίτητα- καθ’ όλη τη διάρκεια της προσπάθειας της Έφης Αχτσιόγλου να κερδίσει την προεδρία του ΣΥΡΙΖΑ.
Πέρα από την αναμενόμενη στήριξη «με την Έφη» (κάποτε κυρίως και αποκλειστικά από φεμινιστικές ομάδες ή μονάδες ιστορικά αφοσιωμένες στον ΣΥΡΙΖΑ), η πικρή αλήθεια είναι ότι δεν υπήρξαν, παρά ελάχιστες στιβαρές φεμινιστικές τοποθετήσεις υπέρ ή (έστω) κατά της υποψηφιότητάς της. Καμία ανάλυση για τη «γυάλινη οροφή» εδώ, καμία αγωνία για το αν θα υπάρξει γυναίκα πρόεδρος της αξιωματικής αντιπολίτευσης, γυναίκα δυνάμει επόμενη πρωθυπουργός.
Όμως, για ποιον λόγο ακριβώς κοιτούσε αλλού ο φεμινισμός, αντί για το «κάδρο» της κυρίας Αχτσιόγλου; Και πόση αποκωδικοποίηση σηκώνει αυτή η αμήχανη σιωπή, όταν τα ποσοστά μας (και) στη νέα Βουλή δεν είναι ακριβώς για χαρές και πανηγυρισμούς, η συμμετοχή μας στην κυβέρνηση είναι ισχνή και λίγη και η εν γένει εκπροσώπηση σε τέτοιες θέσεις για κλάματα;
Δεν υπήρξαν, παρά ελάχιστες στιβαρές φεμινιστικές τοποθετήσεις υπέρ ή (έστω) κατά της υποψηφιότητάς της Έφης Αχτσιόγλου.
Διακριτικότητα ή λεπτότητα να ασκηθεί κριτική σε ομόφυλη «βλέπει» η συντηρητική πτέρυγα, απογοήτευση και αδυναμία ταύτισης η προοδευτική.
Στην πρώτη περίπτωση ισχύει το «αφού το παιχνίδι μοιάζει να έχει κριθεί, ας μη βγάζουμε τα μάτια μας μόνες μας και ας αποφύγουμε να ασκήσουμε κριτική σε εκείνη που το προσπάθησε». Ναι, βγαίνει νόημα. Ωστόσο, στη δεύτερη περίπτωση, στον ιδεολογικό χώρο που εξ ορισμού βρίσκεται πιο κοντά στην κυρία Αχτσιόγλου, η σιωπή έχει σοβαρότερα αίτια και οδυνηρότερο αποτύπωμα.
Εδώ δεν έχουμε να κάνουμε με δυσπιστία αναφορικά με τις έμφυλες δυνατότητες, αλλά με μία κάπως μασίφ αντίληψη, ότι η κυρία Αχτσιόγλου είναι μια γυναίκα με προνόμιο. Μία γυναίκα υποψήφια, η οποία αποφάσισε να δώσει τον αγώνα, αλλά με ανδρική εργαλειοθήκη. Μία πολιτικός, η οποία ασπάστηκε τη φεμινιστική ρητορική και ατζέντα, μόνο όταν ένιωσε στο δικό της δέρμα τις παγιωμένες πρακτικές της πατριαρχίας, τα ανδρικά κόλπα που «κατεβάζουν» το παιχνίδι στα πόδια του αντιπάλου.
Υπάρχουν δόσεις αλήθειας σε όλα τα παραπάνω και όλα τα παραπάνω έχουν αποκωδικοποιηθεί -κατά περίπτωση- σωστά ή έστω ορθολογικά, αλλά ας τα δούμε ένα – ένα.
Κατ’ αρχάς, η κυρία Αχτσιόγλου δεν είχε καμία γυναίκα στην ομάδα συμβούλων της προεκλογικής εκστρατείας της και αυτό είναι από μόνο του βαθιά προβληματικό, όσο έμπειρη, καταρτισμένη και διαυγής και αν είναι η ομάδα στήριξης της. Καλώς ή κακώς, εδώ οι γυναικείες ή και αμιγώς φεμινιστικές ποιότητες θα εξασφάλιζαν στην υποψήφια άλλον βαθμό ανάγνωσης του πολιτικού τραπεζιού και άλλη διάγνωση στις κακοτοπιές και στις πεπειραμένες ανδρικές τρικλοποδιές που στόχο είχαν να βγάλουν την πολιτικό από το κέντρο της. Δυστυχώς, εδώ λειτούργησαν όλες οι προκλήσεις της αντίπαλης πλευράς, ώστε να χαθεί η ψυχραιμία, η διαύγεια και η πολύτιμη ενέργεια και να συρθεί για μέρες η υποψήφια σε ένα μικροπολιτικό παιχνίδι διαρκών αντεγκλήσεων, καθαρά για το «φαίνεσθαι».
Κατά δεύτερον, ως υπουργός Εργασίας η κυρία Αχτσιόγλου, παρά τη σκληρή δουλειά και τις αγαθές προθέσεις, δεν πέτυχε να φέρει καμία άνοιξη στη ζωή καμίας εργαζόμενης γυναίκας στη χώρα. Εδώ, όμως, βρισκόταν ως απλός «στρατιώτης» στο πλαίσιο μίας πολύ συγκεκριμένης πολιτικής – κρατούσε το χαρτοφυλάκιο, αλλά όχι στο επιθυμητό μέτρο τα ηνία.
Κατά τρίτον, ναι, ενδεχομένως η κυρία Αχτσιόγλου επιχείρησε να κεφαλαιοποιήσει πολιτικά τις χυδαίες σεξιστικές επιθέσεις σε βάρος της και νοιάστηκε για τον στρατό των troll των social media, κυρίως όταν διαπίστωσε πικρά τις συνέπειες της λάσπης στη ζωή και τις προσπάθειες της σε ένα τέτοιο βορβορώδες περιβάλλον. Επίσης, σε όλα τα παραπάνω, ας προστεθεί και ο (όχι και τόσο ανομολόγητος) ανομολόγητος φόβος ότι το σύνολο των υποσχετικών θα ξεχαστεί, όταν επιτευχθεί το ζητούμενο. Έτσι μας έχει το εγχώριο πολιτικό σύστημα, το οποίο, ας είμαστε σοβαροί, ανδροκρατείται.
Όλα τα παραπάνω σωστά, αλλά...
Αλλά από αυτή την επιχειρηματολογία μοιάζει να λείπει η μεγάλη εικόνα, την οποία όλες οι γυναίκες βλέπουν, αλλά δεν τη συζητούν και πηγαίνει κάπως έτσι: ότι η «γυάλινη οροφή» -όρος πολυχρησιμοποιημένος και κακοφορμισμένος πια- δεν σπάει σχεδόν ποτέ με μονάδες, αλλά με συλλογικότητα.
Ότι η εμπιστοσύνη στις ομόφυλες είναι ένα θέμα που πρέπει να συζητηθεί ξανά και ξανά, μέχρι να γίνει κοινή περιουσία ότι οι προσωπικές αντιπάθειες ή αμφιβολίες δεν πρέπει να θολώνουν τις συλλογικές διεκδικήσεις. Αν κάτι πρέπει να θυμάται ο φεμινιστικός κόσμος από αυτή την αναμέτρηση είναι ότι η new age πατριαρχία μπορεί να πουλάει και φεμινισμό και νοιάξιμο για τα ΛΟΑΤΚΙ+ δικαιώματα και επίσης μπορεί να σερβίρει θεαματική την πολιτική ματσίλα ως διαφορετικότητα.
Ότι η εκπροσώπηση δεν είναι μια ιστορία ανά πρόσωπο και ανά περίπτωση, αλλά μία μεγάλη, διαρκής πρόκληση που αφορά όλες. Και κυρίως, ότι τα τελευταία 100 χρόνια, παρά την πρόοδο και την προσπάθεια, στην κεντρική πολιτική σκηνή οι γυναίκες εισέρχονται (και επιβιώνουν) από δρόμους που «κατασκευάστηκαν» από άνδρες και όχι με πολύ καθαρούς «κατασκευαστικούς» όρους.
Και λάθη θα γίνουν, και άχρωμες ή άτολμες θα μοιάζουν, κάποτε και πάρα πολύ κουρασμένες, λόγω των πολλαπλών ρόλων και των αδικαιολόγητα αυξημένων απαιτήσεων λόγω φύλου, αλλά όχι λιγότερο ικανές, όχι λιγότερο εργατικές, όχι αναποτελεσματικές. [Ποιος ξεχνά πόσα χρόνια πέρασαν για να αναγνωριστεί η πολιτική ποιότητα της αείμνησης Φώφης Γεννηματά, που για χρόνια πλήρωνε εκείνο το τραγικό στη σύλληψη του, σεξιστικότατο σποτ του Τζανετάκου με τη τζιπάρα; Δεν είναι απλώς ότι ο σεξισμός πληγώνει. Είναι ότι γράφει για καιρό στο συλλογικό ασυνείδητο, στερώντας από τις γυναίκες πολιτικούς πολύτιμο χρόνο].
Αυτό που περισσότερο απ’ όλα απειλεί τώρα την υποψηφιότητα της Αχτσιόγλου και δεν πρέπει, δεν είναι ούτε το θηριώδες μάρκετινγκ του αντιπάλου της που «ξεφουσκώνει» με χάρη κάθε ώρα που περνάει, ούτε ο σεξισμός ως εργαλείο εξόντωσης, αλλά το έλλειμμα εμπιστοσύνης από τις ομόφυλες της και η στερεοτυπική απεικόνιση της ως γυναίκα που έπρεπε να παλέψει σαν άνδρας, να χάσει σα νεράιδα και στο τέλος να κλάψει μόνη της. Ε, δεν γίνεται. Όχι μόνο γιατί την αδικεί συστημικά, αλλά επειδή θολώνει τον συλλογικό στόχο και υπονομεύει τις μελλοντικές προσπάθειες γυναικών στον πολιτικό στίβο. Και είναι παράξενο ότι το «ενωμένες θα νικήσουμε» παίζει παντού, εκτός από τη στιγμή που θα έπρεπε εμπράκτως να ισχύει.
Αυτό είναι που πρέπει να προβληματίζει, όσο είναι ακόμη καιρός. Όλα τα άλλα –ο πόλεμος λάσπης, τα συντροφικά μαχαιρώματα, η χάραξη νέων πολιτικών μοντέλων, η λατρεία στα πυροτεχνήματα της πολιτικής μας ζωής και ο ρόλος των Μέσων στην ανάδειξή (;) τους είναι για μετά.