ΤΟ ΒΡΑΔΥ ΤΗΣ ΔΕΥΤΕΡΑΣ 27/5, μια 33χρονη με καταγωγή από την Αλβανία βρέθηκε δεμένη και κακοποιημένη σε εγκαταλελειμμένο κτίριο επί της οδού Ξούθου στην Ομόνοια. Αστυνομικοί που περνούσαν από το σημείο άκουσαν εκκλήσεις για βοήθεια και ανέβηκαν στον πρώτο όροφο, όπου την εντόπισαν πίσω από μια κλειδωμένη με λουκέτο πόρτα. Σπάζοντάς το την αντίκρισαν δεμένη χειροπόδαρα πάνω σε ένα κρεβάτι, με τραύματα στο κεφάλι και το σώμα, ανάμεσά τους κι ένα τραύμα από μαχαίρι στον αριστερό μηρό.
Στον χώρο βρέθηκαν και κατασχέθηκαν ένα μαχαίρι συνολικού μήκους 22 εκ. και ένα αιχμηρό κομμάτι ξύλου 72 εκ. με κηλίδες αίματος, τα οποία, σύμφωνα με την παθούσα, ο άνδρας που την είχε δέσει χρησιμοποίησε για να τη βασανίσει. Επρόκειτο για έναν τύπο που είχε, λέει, συναντήσει τα ξημερώματα της ίδιας ημέρας, υπήρξε μεταξύ τους φλερτ και συμφώνησαν να μεταβούν στον εν λόγω χώρο, τον οποίο φέρεται να χρησιμοποιούσε ως οικία του. Όπως όμως κατήγγειλε, ο άνδρας την εξανάγκασε σε σεξουαλικές πράξεις χωρίς τη συναίνεσή της, χτυπώντας τη ταυτόχρονα βάναυσα.
Οι αστυνομικοί τη μετέφεραν στο Α.Τ. Ομονοίας, όπου αναγνώρισε με βεβαιότητα τον δράστη στο πρόσωπο ενός 27χρονου που είχε συλληφθεί το μεσημέρι της ίδιας μέρας στη συμβολή της Ξούθου με τη Σωκράτους, όταν σε αστυνομικό έλεγχο βρέθηκε πάνω του ένα μαχαίρι παρόμοιο με αυτό που εντοπίστηκε αργότερα στο διαμέρισμα. Μετά την ταυτοποίηση η επιζώσα αυτού του περιστατικού άγριας έμφυλης βίας, έχοντας ήδη λάβει κάποιες πρώτες βοήθειες, μεταφέρθηκε με ασθενοφόρο του ΕΚΑΒ στο νοσοκομείο «Γ. Γεννηματάς» και ακολούθως στη θωρακοχειρουργική κλινική του «Σωτηρία». Η μητέρα της μάλιστα δήλωσε σε δημοσιογράφους ότι η άτυχη κόρη της είχε πέσει και παλιότερα θύμα κακοποίησης από αλλοδαπό άνδρα.
Δεν μοιάζει κομμάτι υποκριτικό και ανακόλουθο να καταγγέλλουμε με κάθε ευκαιρία την ελληναράδικη ματσίλα και τοξική αρρενωπότητα αλλά να «αλληθωρίζουμε» όταν οι δράστες τέτοιων βάναυσων πράξεων προέρχονται από άλλες κουλτούρες;
Το γεγονός ότι η ανακρίτρια, στην οποία οδηγήθηκε ο δράστης τέσσερις μέρες αργότερα, τον άφησε, παρά ταύτα, ελεύθερο με περιοριστικούς όρους (απαγόρευση εξόδου από τη χώρα και «παρών» στο αστυνομικό τμήμα τρεις φορές τον μήνα) ήταν τουλάχιστον σκανδαλώδες εφόσον αληθεύουν οι κατηγορίες – η «δικαιολογία» ήταν ότι το θύμα λόγω της κατάστασής του δεν μπορούσε να προσέλθει ώστε να τον αναγνωρίσει και ενώπιον του ανακριτή.
Θα περίμενε κανείς από τις διάφορες φεμινιστικές συλλογικότητες αλλά και από οργανώσεις ανθρωπίνων δικαιωμάτων που σε ανάλογες περιπτώσεις βγαίνουν στα κάγκελα −και πολύ σωστά− να ξεσηκωθούν, να δηλώσουν την αμέριστη συμπαράστασή τους στο θύμα, να απαιτήσουν την κράτηση και την παραδειγματική καταδίκη του δράστη, να κάνουν οργισμένες αναρτήσεις στα σόσιαλ, να εξαγγείλουν κινητοποιήσεις και δράσεις, πλην όμως… τσιμουδιά. Και μιλάμε για μια γυναίκα που είχε παραμείνει πάνω από 12 ώρες φυλακισμένη, είχε δεθεί, βιαστεί, κακοποιηθεί και μαχαιρωθεί!
Δικηγόρος του διαβόλου δεν θέλησα να γίνω ποτέ, ούτε προτίθεμαι να κάνω αφ’ υψηλού υποδείξεις σε κανέναν και καμιά, αναρωτιέμαι όμως αν η «μυστήρια» αυτή σιωπή, που δεν έκανε την καλύτερη εντύπωση, γύρω από ένα τρανταχτό περιστατικό έμφυλης βίας οφείλεται στο γεγονός ότι ο φερόμενος ως δράστης είναι αλλοδαπός και μάλιστα από μια πολύπαθη περιοχή της Μέσης Ανατολής, σύμφωνα με τις πληροφορίες.
Λες και υπάρχουν καταγωγές που εξασφαλίζουν το απυρόβλητο. Αλλά δεν είναι καν η πρώτη φορά που, όταν πρόκειται για αλλοδαπούς δράστες περιστατικών έμφυλης βίας ή ακόμα και γυναικοκτονιών, οι αντιδράσεις από ανθρώπους και χώρους που κατεξοχήν ευαισθητοποιούνται στα ζητήματα αυτά είναι από υποτονικές και αμήχανες έως ανύπαρκτες.
Ενώ δηλαδή όταν οι δράστες είναι Έλληνες και ειδικά αν είναι αναγνωρίσιμοι ή μιας κάποιας οικονομικής επιφάνειας γίνεται ο κακός χαμός, μέχρι και η σχολική τους διαγωγή βγαίνει στη φόρα – και πολύ σωστά γίνεται ο χαμός αυτός εφόσον έχει αποδειχθεί η ενοχή τους, ξαναλέω -, αν είναι αλλοδαποί και μάλιστα από συγκεκριμένες γεωγραφικές ζώνες, τις περισσότερες φορές η συζήτηση γυρίζει στον… καιρό.
Γνωρίζω βέβαια καλά τις ενστάσεις –και απολύτως συμφωνώ– ότι δεν πρέπει να ρίχνουμε νερό στον μύλο της ξενοφοβίας και του ρατσισμού, ούτε φυσικά να στοχοποιούμε και να στιγματίζουμε ανθρώπους και πληθυσμούς ολόκληρους εξαιτίας κάποιων μεμονωμένων παραβατικών ατόμων. Δεν μοιάζει, όμως, κομμάτι υποκριτικό και ανακόλουθο να καταγγέλλουμε με κάθε ευκαιρία την ελληναράδικη ματσίλα και τοξική αρρενωπότητα αλλά να «αλληθωρίζουμε» όταν οι δράστες τέτοιων βάναυσων πράξεων προέρχονται από άλλες κουλτούρες, που μάλιστα μπορεί να είναι πιο σκοταδιστικές και καταπιεστικές από την εγχώρια απέναντι σε γυναίκες, ΛΟΑΤΚΙ+ άτομα κ.λπ.;
Μήπως θα πρέπει να το ξαναδούμε όλο αυτό, που έχει προβληματίσει κιόλας αρκετό κόσμο, και δεν αναφέρομαι σε αυτόν που βρίσκεται στην απέναντι πλευρά της Ιστορίας –και που εκμεταλλεύεται χαιρέκακα τέτοια σκηνικά για να κάνει το δικό του παιχνίδι– αλλά στον θετικά διακείμενο, τον φίλο, τον δυνάμει σύμμαχο; Ή είμαστε τόσο ανίκανοι-ες να αρθρώσουμε έναν λόγο καταγγελτικό της χάρντκορ πατριαρχικής κουλτούρας και της βίας που πυροδοτεί ο οποίος να είναι εντελώς διαφορετικής τάξης από τον μισαλλόδοξο ακροδεξιό;
Εκτός και αν οι ευαισθησίες μας λειτουργούν μόνο αν εξυπηρετούν ή αν εντάσσονται στο άλφα ή το βήτα πολιτικό αφήγημα. Αλλά, αν είναι έτσι, οι χαμένοι θα είμαστε εμείς, κι ακόμα περισσότερο τα εκάστοτε θύματα.