ΑΥΤΟΝ ΤΟΝ ΚΑΙΡΟ συναντάμε άρθρα και αναρτήσεις που μιλούν για έναν κίνδυνο λαϊκισμού στην Ελλάδα του 2024 και της πορείας προς τις ευρωεκλογές. Στέκονται κυρίως στο παράδειγμα των μεταλλάξεων στον ΣΥΡΙΖΑ του Κασσελάκη και στη δυναμική που ανιχνεύεται δεξιότερα της Νέας Δημοκρατίας, κυρίως στο κόμμα του Κυριάκου Βελόπουλου και στις επιρροές του.
Είναι όμως ο λαϊκισμός το πρόβλημα της χώρας; Προφανώς, η δημοσιογραφική και πολιτική χρήση του όρου δεν είναι υποχρεωμένη να ξέρει πως στην πολιτική θεωρία και στις διεθνείς συζητήσεις για τη δημοκρατία ο λαϊκισμός είναι σύνθετο και απαιτητικό πεδίο. Και ας υπάρχουν στη χώρα μας ερευνητές στο πανεπιστήμιο που μελετούν τους λαϊκισμούς εδώ και χρόνια. Κυκλοφορούν εξάλλου πολλές έρευνες και κείμενα που δεν είναι όλα τους «δυσνόητα» ή «θεωρητικούρες», όπως τα βαφτίζουν διάφοροι στην πολιτική και δημοσιογραφική αγορά όταν δεν κάνουν τον κόπο να ενημερωθούν στα στοιχειώδη.
Οι πρόχειρες υποσχέσεις, η απατηλή διαφήμιση, οι ευκολίες που σκεπάζονται με προγραμματική αοριστία, είναι συμπτώματα με πολλούς αποδέκτες. Αφορούν και «λαϊκιστές» και «αντι-λαϊκιστές», τμήματα της αριστεράς και της κεντροδεξιάς
Δεν ανήκω σε αυτούς που χρησιμοποιούν κάποια συγκεκριμένη θεωρία λαϊκισμού για την αποκρυπτογράφηση των δημόσιων προβλημάτων ή των πολιτικών ιδεών. Έχω όμως την αίσθηση πως η αυτόματη καταφυγή σε μια κουβέντα περί λαϊκισμού, κάθε φορά που έχουμε ανορθόδοξους παίκτες στην πολιτική σκηνή ή άνοδο της πόλωσης, δεν προσφέρει πολλά. Τι ονομάζουν, ας πούμε, λαϊκισμό πολλοί από τους σχολιαστές; Απαντούν, αν κρίνει κανείς από τα άρθρα τους: την πολιτική επένδυση στο συναίσθημα, ιδίως με αφορμή το δυστύχημα στα Τέμπη. Η αλήθεια είναι, όμως, πως δεν υπάρχει καμία στιγμή πολιτικής έντασης που να μη συντονίζεται με επώδυνα κοινωνικά συναισθήματα. Αν ανατρέξουμε στη δημόσια κριτική για τους χειρισμούς των Αρχών στην πυρκαγιά στο Μάτι, θα δούμε ότι συνοδευόταν από μεγάλο κύμα θυμού και συχνά ακραίων δημόσιων κατηγοριών. Σε εκείνο το κύμα μετείχαμε διαφορετικοί σχολιαστές με κριτική στάση για την τότε διακυβέρνηση ΣΥΡΙΖΑ. Το ότι στις δημοκρατίες –περισσότερο απ’ όσο σε αυταρχικά καθεστώτα– μετρούν τα δημόσια συναισθήματα και οι διαφορετικές πολιτικές δυνάμεις προσπαθούν να συντονιστούν ή έστω να επικοινωνήσουν με αυτά δεν είναι κάτι παράξενο ούτε μεμπτό.
Ούτε συνιστά υποχρεωτικά δείγμα λαϊκισμού η ευαισθησία για τις τιμές βασικών αγαθών, ο θυμός για κάποιες μορφές ατιμωρησίας ισχυρών παικτών ή η απαίτηση για διαφάνεια σε αυθαίρετα συστήματα μεταξύ μυστικών υπηρεσιών και κυβερνητικών κέντρων. Αν, βέβαια, κάποιος ισχυριστεί ότι όλες οι τιμές μπορεί να υποχωρήσουν αυτόματα μετά από συνοπτικές πολιτικές εντολές, τότε δεν θα πούμε ότι είναι λαϊκιστής αλλά ότι δεν έχει ιδέα από τους μηχανισμούς λειτουργίας μιας καπιταλιστικής οικονομίας και των νομικών της εργαλείων. Αυτό όμως είναι μια άλλη υπόθεση.
Θα ήταν καλύτερα, τελικά, στη θέση του λαϊκισμού να δούμε τις πολλές και διαφορετικές εστίες πολιτικών και κοινωνικών δεινών. Θέματα που τα συσχετίζουν πολλοί με τον λαϊκισμό, όπως η συστηματική χρήση μιας μαύρης πολιτικής επικοινωνίας, η συναισθηματική «πορνογραφία» ή μια γενική και δραματοποιημένη ρητορική κατά των ελίτ, έχουν μεγαλύτερη σχέση με το στυλ δημοσιότητας σε όλες τις σύγχρονες κοινωνίες – με λογικές που ακμάζουν στα social media και στις πλατφόρμες. Ψάχνοντας να βρούμε αυθεντική δημαγωγία, θα ήταν προτιμότερο να πάμε στις καμπάνιες των μεγάλων εταιρειών (που καταφεύγουν πάντα σε πλήθος παραπλανητικών υποσχέσεων) ή στο γνωστό μοτίβο για «πιο αυστηρές ποινές» που σπεύδει να κολακεύσει το «δημόσιο αίσθημα». Με άλλα λόγια, σε όλο το μήκος και πλάτος των αγορών και της πολιτικής εξουσίας βλέπεις πρόχειρες υποσχέσεις, απατηλή διαφήμιση και ευκολίες που συσκοτίζουν την αναπόφευκτη μεροληψία των πολιτικών αποφάσεων (ότι δεν ωφελούν ούτε ενδυναμώνουν τους πάντες).
Οι πρόχειρες υποσχέσεις, η απατηλή διαφήμιση, οι ευκολίες που σκεπάζονται με προγραμματική αοριστία, είναι συμπτώματα με πολλούς αποδέκτες. Αφορούν και «λαϊκιστές» και «αντι-λαϊκιστές», τμήματα της αριστεράς και της κεντροδεξιάς, πρόσωπα που εντάσσονται σε διαφορετικά κόμματα. Μπορούμε, όμως, να πούμε ότι σε αυτήν τη συγκυρία τα περισσότερα δεινά προέρχονται απ’ όσους ονομάζουν σταθερότητα τις προοπτικές των κερδών και των προνομίων τους. Και το να έχει κανείς βάσιμες αντιρρήσεις γι’ αυτό είναι μάλλον δείγμα σύνεσης παρά απόδειξη ανορθολογισμού. Το κοινωνικό συναίσθημα που κατανοεί με τον τρόπο του ότι τα πράγματα είναι χειρότερα από τις επίσημες διαβεβαιώσεις για την κατάσταση μπορεί να είναι ένα ρεαλιστικά καίριο συναίσθημα. Επειδή, όπως ξέρουμε, η ανησυχία και τα ερωτήματα είναι ο φυσικός σύμμαχος των δημοκρατικών πνευμάτων. Και ίσως μόνο μέσα από την κριτική ανησυχία μπορεί κανείς να παραμερίσει και να απογυμνώσει τους λαοπλάνους και τους πονηρούς πολιτευτές κι αυτής της εποχής.
Το άρθρο δημοσιεύθηκε στην έντυπη LiFO.
Το νέο τεύχος της LiFO δωρεάν στην πόρτα σας με ένα κλικ.