«ΚΑΛΑ ΤΟΥ ΚΑΝΑΝΕ», «Ένας γύφτος λιγότερος», «Στείλτε τους μαζί με τους λάθρο στα ξερονήσια», «Κοπρόσκυλα και παράσιτα οι Ρομά», που «δεν είναι Ρομά, ας σταματήσουμε αυτή τη γελοιότητα, γύφτοι είναι», όπως μας διαφωτίζει αμέσως μετά κάποιος σχολιαστής στο Twitter, που όπως και τα άλλα κοινωνικά δίκτυα κατακλύστηκαν αυτές τις μέρες από μίσος και ρατσιστικά παραληρήματα απέναντι στην εθνοτική ομάδα στην οποία ανήκε ο 18χρονος Νίκος Σαμπάνης.
Πρόκειται βέβαια για τον Ρομά που σκοτώθηκε στο Πέραμα όταν αστυνομικοί γάζωσαν με 38 σφαίρες το κλεμμένο όχημα όπου επέβαινε με δύο ακόμα νεαρούς ομόφυλούς του –ο ένας νοσηλεύεται με σοβαρά τραύματα– παρότι και άοπλοι ήταν και δεν τραυμάτισαν όχι επτά, όπως ισχυρίστηκε αρχικά η ΕΛ.ΑΣ., αλλά ούτε έναν αστυνομικό στην προσπάθειά τους να ξεφύγουν.
«Να πάτε να ζήσετε δίπλα στους καταυλισμούς τους», «άμα τους γουστάρετε να τους πάρετε σπίτια σας», «δεν τους ξέρετε εσείς τους κωλόγυφτους», ήταν οι πιο ψύχραιμες «παραινέσεις» σε όσους διατύπωναν κάποιες αντιρρήσεις στην προοπτική να τους κάνουμε σαπούνια, όπως ο Χίτλερ, ή να τους εκτοπίσουμε αφού πρώτα υποβληθούν σε υποχρεωτική στείρωση. Όλα αυτά συνοδευόμενα από δοξολογίες στους «ήρωες» αστυνομικούς που όφειλαν όχι να δικαστούν, αλλά να παρασημοφορηθούν, κι ας υπερέβαλαν εαυτούς σε εγκληματική ανοησία –δεν αδειάζεις τους γεμιστήρες σου σε τρία νέα παιδιά, τα δύο ανήλικα, επειδή κλέψανε ένα αμάξι, δεν τιμωρείται πουθενά στον πολιτισμένο κόσμο με θάνατο και μάλιστα άνευ δίκης η συγκεκριμένη παράβαση, ακόμα κι ο δικαστής Ντρεντ θα σ' την έλεγε–, σε απειθαρχία (αφού αγνόησαν τις εντολές του κέντρου να σταματήσουν την καταδίωξη), σε ρατσιστικό ρεβανσισμό –γνώριζαν, όπως αποδείχθηκε, ότι κυνηγούσαν «αθίγγανους» και δεν νομίζω να πιστεύει σοβαρά κανείς ότι θα αντιδρούσαν έτσι αν όλα αυτά συνέβαιναν σε κάποιο «καλό» προάστιο, με δράστες «άρια» Ελληνάκια– και βέβαια σε φερεγγυότητα, εφόσον οι απολογίες τους αποδείχθηκαν διάτρητες.
Αφέθηκαν, παρά ταύτα, ελεύθεροι άνευ όρων, όπως προφανώς υπαγόρευε και το υπουργικό επισκεπτήριο στη ΓΑΔΑ, και ουδείς θα παραξενευτεί αν μεθαύριο τους δώσουν και κάνα παράσημο ή προαγωγή.
Κανείς βέβαια από όσους σκούζουν ότι η παραβατικότητα και η «αντικοινωνικότητα» των Ρομά είναι σύμφυτες με τη φύση τους και άρα τους αξίζει να εκτελούνται εν ψυχρώ δεν ασχολήθηκε με το αν και πόσες ευκαιρίες τούς δίνονται, πόσο όσοι τους οικτίρουμε τους θέλουμε πραγματικά ισότιμους πολίτες, ούτε κάποιο μεγάλο μέσο είδα να καταπιάνεται με αυτό ή έστω με τις άθλιες συνθήκες πολλών καταυλισμών τους.
Το πρόβλημα με την ελλιπή εκπαίδευση, τον ασύδοτο αυταρχισμό, τις συμμορίτικες συμπεριφορές και την κατάχρηση εξουσίας στην ΕΛ.ΑΣ. είναι γνωστό και χιλιοειπωμένο, πολύ φοβάμαι δε ότι σύντομα θα μας ξαναπασχολήσει.
Ακόμα μεγαλύτερο πρόβλημα, όμως, για την κουλτούρα και την αυτοσυνείδηση μιας κοινωνίας είναι το συμπυκνωμένο μίσος που εκδηλώνεται με κάθε ευκαιρία για οτιδήποτε διαφορετικό –είτε αφορά τη φυλή, είτε την εθνικότητα, είτε τη θρησκεία, είτε τη σεξουαλικότητα– που ολοένα περισσότερο διαχέεται στον δημόσιο λόγο και ιδίως στην «πρώτη γραμμή» του, τα κοινωνικά δίκτυα, που είναι και η πλέον ανεξέλεγκτη, καθώς τις υποτιθέμενες «ασφαλιστικές δικλείδες» τους περισσότερο τις μέλλει μην και φανεί λίγο βυζί παραπάνω σε κάποια φωτογραφία λ.χ. παρά οι γρυλισμοί για νέα Άουσβιτς.
Στην περίπτωση αυτή το εισέπραξαν οι Ρομά που τους αποδίδονται όλα τα κακά του κόσμου, χωρίς καν να υπάρχει σαν ένα κάποιο αντίβαρο το φολκλόρ που εξέφραζαν παλιότερα τραγούδια που μιλούσαν για «γαρύφαλλο στ’ αφτί και πονηριά στο μάτι»: Δεν πληρώνουν φόρους, ζουν από τα επιδόματα, δεν εντάσσονται, δεν προσαρμόζονται, είναι κλέφτες, απατεώνες, σκουρόχρωμοι, βρομιάρηδες και επιπλέον γεννοβολάνε συνέχεια – κι όμως, υπήρξαν άνθρωποι που αντί να τους απασχολήσει το πώς και το γιατί της τραγωδίας, επέκριναν το θύμα επειδή παντρεύτηκε μικρός και ήταν ήδη πατέρας, λες και το επίμαχο ζήτημα ήταν η οικογενειακή του κατάσταση!
Κανείς βέβαια από όσους σκούζουν ότι η παραβατικότητα και η «αντικοινωνικότητα» των Ρομά είναι σύμφυτες με τη φύση τους και άρα τους αξίζει να εκτελούνται εν ψυχρώ δεν ασχολήθηκε με το αν και πόσες ευκαιρίες τούς δίνονται, πόσο όσοι τους οικτίρουμε τους θέλουμε πραγματικά ισότιμους πολίτες, ούτε κάποιο μεγάλο μέσο είδα να καταπιάνεται με αυτό ή έστω με τις άθλιες συνθήκες πολλών καταυλισμών τους. Μήτε καν στα νεκροταφεία μας τους θέλουμε – ο δήμος Ασπροπύργου αρνούνταν με διάφορα προσχήματα να ενταφιαστεί εκεί ο Νίκος Σαμπάνης, όπως καταγγέλλει η οικογένειά του.
Γιατί η καλλιέργεια του μίσους για τον «άλλο», φανερή ή συγκαλυμμένη, εδράζεται στην άγνοια, την παραπληροφόρηση, τη δαιμονοποίηση, την κατασκευή στερεοτύπων, καθώς επίσης σε προσωπικές ανασφάλειες και φόβους που εκτονώνονται αναζητώντας αποδιοπομπαίους τράγους.
Όταν όμως επαναστατούμε στην προοπτική να μετεγκατασταθούν Ρομά στη γειτονιά μας –το τελευταίο πιλοτικό πρόγραμμα που ξεκίνησε την άνοιξη του ’18 από την Άμφισσα διακόπηκε απότομα όταν ένας ντόπιος έπιασε μια καραμπίνα κι άρχισε να πυροβολεί αδιάκριτα κι αναίτια προς τον παρακείμενο καταυλισμό σκοτώνοντας μια 13χρονη Ρομά, με συμπολίτες του να τον ζητωκραυγάζουν όταν οδηγήθηκε στο δικαστήριο, ενώ οι τοπικές κοινωνίες αντιδρούσαν έντονα στην προοπτική να εγκατασταθούν Ρομά από καταυλισμούς σε πόλεις και αρκετά ΜΜΕ σιγόνταραν τον ηθικό πανικό–, όταν δεν θέλουμε «τσιγγανάκια» στα σχολεία μην και μολύνουν τα βλαστάρια μας –μάλιστα η Ελλάδα είχε καταδικαστεί για σχολικές αίθουσες αποκλειστικά για Ρομά το ’15 (τις οποίες κάποιοι «γνωστοί-άγνωστοι» είχαν πυρπολήσει κιόλας) από το Ευρωπαϊκό Δικαστήριο Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων ύστερα από προσφυγή του ΕΠΣΕ, που μάλιστα τον επόμενο χρόνο προσέφυγε ξανά εκεί για βασανιστήρια Ρομά κρατουμένων στη ΓΑΔΑ–, όταν αποπειρώνται να τους μετεγκαταστήσουν με το ζόρι εκτός αστικού ιστού, στην άκρη του πουθενά, όπως με τους Ρομά του Νομισματοκοπείου το ’14 –είχα κάνει τότε ένα ρεπορτάζ για την υπόθεση αυτή κι ακόμα θυμάμαι πόσο άγριο διαδικτυακό μπούλινγκ δέχτηκα για εκείνη την «αποκοτιά»–, όταν δεν τους δίνονται επαγγελματικές ευκαιρίες, γιατί ποιος θα προσλάβει έναν «γύφτο», όταν δεν μπορούν να ασκήσουν ούτε το παραδοσιακό τους λιανεμπόριο, όταν, όταν, όταν... ε, επόμενο είναι να στραφεί μια μερίδα τους στην παραβατικότητα, που συνήθως είναι μικροπαραβατικότητα μεν, αλλά που κατά κανόνα αφορά ανθρώπους από μικρομεσαία και λαϊκά στρώματα (καθότι ευκολότεροι «στόχοι»), κάτι το οποίο συμβάλλει περαιτέρω στη δημιουργία κλίματος που ευνοεί τον κοινωνικό τους αποκλεισμό καθώς και στη συνεχιζόμενη καλλιέργεια κουλτούρας γκέτο μέσα στις κοινότητές τους.
Διαιωνίζεται, έτσι, ένας φαύλος κύκλος που δεν θα φτιαχνόταν δίχως τη συνδρομή αξιοσέβαστων συμπολιτών μας υπεράνω πάσης υποψίας, όπως κάποιοι «μπον βιβέρ» επιχειρηματίες και κοσμηματοπώλες του Κολωνακίου, που αποκαλύφθηκε πως ήταν οι αποδέκτες κλοπιμαίων σπείρας Ρομά που εξαρθρώθηκε το ‘17.
Είναι έπειτα γεγονός ότι πολύ πιο εύκολα θα καταδικαστεί με βαριές ποινές ακόμα και για πταίσματα ένας παραβατικός Ρομά από ό,τι ένας «μπαλαμός». Την αύξηση της ρατσιστικής βίας κατά των Ρομά στην Ελλάδα και γενικότερα την Ευρώπη έχει εξάλλου επισημάνει επανειλημμένα και η Διεθνής Αμνηστία.
Όμως όλα αυτά δεν γίνονται ποτέ πρώτες ειδήσεις, πρωτοσέλιδα ή δημοφιλείς αναρτήσεις, όπως δεν γίνονται αντίστοιχα οι αιτίες της μετανάστευσης και της προσφυγιάς, μια και η ρητορική της μισαλλοδοξίας και «πουλάει» και εξυπηρετεί περισσότερο.
«Το μίσος δεν ξεσπά ξαφνικά αλλά καλλιεργείται… ο δρόμος της φαντασίας στενεύει και μαζί με αυτόν, ο δρόμος της ενσυναίσθησης. Τα άτομα δεν αποτελούν παρά μέλη μιας κοινότητας που έχει τα ίδια πάντοτε χαρακτηριστικά. Απομένει μια σακατεμένη σκέψη που λειτουργεί με έτοιμες συνταγές και έτοιμα συμπεράσματα…Το μίσος και τον φόβο τον υποθάλπουν, εντέλει, όσοι έχουν να επωφεληθούν» γράφει η Κάρολιν Έμκε στο «Εναντίον του Μίσους» αναφερόμενη στους «κερδοσκόπους του φόβου». «Το να στιγματίζεσαι και να αποκλείεσαι δεν σημαίνει μόνο να περιορίζεται ο χώρος δράσης σου αλλά και να χάνεις τη δύναμη και το θάρρος να απαιτείς πράγματα που για άλλους είναι δεδομένα…να χάνεις ακόμα και το δικαίωμα να φαντάζεσαι την ευτυχία» συνεχίζει.
Ναι, υπάρχουν ζητήματα με την παραβατικότητα των Ρομά, όταν όμως υπάρχει υπερβολικά δυσανάλογη χρήση βίας και ένας άοπλος, ανήλικος νεκρός από αστυνομικά πυρά για ένα πλημμέλημα, το ευνόητο για έναν άνθρωπο που διατηρεί έστω ψήγματα συνείδησης είναι να εστιάσει καταρχήν εκεί γιατί η ανθρώπινη ζωή είναι το ύψιστο αγαθό αλλά και επειδή μια εκτροχιασμένη εξουσία δεν θα περιοριστεί στο να πατήσει τους πιο ευάλωτους.
Έχει συνεπώς μεγάλη σημασία αν κανείς διαλέγει να σταθεί στη μεριά της μισαλλοδοξίας, της βαρβαρότητας και της εξαχρείωσης ή σε εκείνη που πρεσβεύει τις αξίες της αλληλοκατανόησης, της συνύπαρξης, των ίσων δικαιωμάτων και ευκαιριών.