ΤO OTI ΣΥΧΝΑ τα παιδιά και οι έφηβοι είναι τα πρώτα και μεγαλύτερα θύματα μέσα στον κόσμο των ενηλίκων αποτελεί μια σκληρή πραγματικότητα. Δεν πάνε πολλές δεκαετίες που στις κοινωνίες του δυτικού κόσμου τα παιδιά είχαν δύσκολους ρόλους να διεκπεραιώσουν μέσα στην οικογένεια, στην κοινότητα και στην αγορά εργασίας που ήταν ασύμβατοι με την ηλικία τους και με μια υπό διαμόρφωση και εύθραυστη ψυχοδομή.
Παρότι εκθειάζονται νοσταλγικά οι «παραδοσιακές κοινωνίες», σε αυτές επικρατούσε αυθαιρεσία και σκληρότητα σε σχέση με τις μεθόδους ανατροφής και τις εξουσιαστικές ιεραρχίες που συνόδευαν το κυρίαρχο πατριαρχικό πρότυπο. Ο αυταρχισμός και η υπακοή είχαν κεντρική θέση μέσα σε αυτές τις κοινωνίες, ενώ τα δικαιώματα του παιδιού παρέμεναν μια άγνωστη θεματική.
Οι διεθνείς συμβάσεις και τα ειδικά πρωτόκολλα που υιοθετούνται από διεθνείς οργανισμούς (όπως ο ΟΗΕ) στον ύστερο μεταπολεμικό κόσμο και έχουν επικυρωθεί από πολλές χώρες επιχειρούν να αλλάξουν τον τρόπο με τον οποίο αντιμετωπίζονται τα παιδιά και οι έφηβοι, αναγνωρίζοντας δικαιώματα σε κάθε φάση της ανηλικότητας, κατοχυρώνοντας τρόπους φροντίδας και προστατεύοντας την ευαλωτότητα που συνδέεται με την ιδιότητα του ανήλικου ανθρώπου.
Δεν θέλω να γίνω μελό, αλλά δεν μου φαίνεται άστοχη η εικασία ότι τα κοινωνικο-οικονομικά χαρακτηριστικά του «αδύναμου» και «χαμένου» που αποδίδονται στον στενό οικογενειακό περίγυρο ήταν εκείνα που πιθανώς να έβαλαν φρένο στην κινητοποίηση ενός ουσιαστικού ενδιαφέροντος για τη φροντίδα αυτού του συγκεκριμένου παιδιού.
Ωστόσο, οι υψηλής πολιτικής διευθετήσεις για την προστασία παιδιών και εφήβων, όσο πολύτιμες κι αν είναι, δεν είναι επαρκείς. Όσοι στόχοι (εκπαιδευτικοί, κοινωνικής ευημερίας, εξάλειψης διακρίσεων, φτώχειας κ.ά.) κι αν τεθούν και όσες θεμελιώδεις αρχές κι αν καθιερωθούν σε επίπεδο διεθνών συμβάσεων, η αναγνώριση των προβλημάτων κάθε ανήλικου που βρίσκεται σε κατάσταση ανάγκης, ευαλωτότητας ή απειλής παραμένει περιορισμένη.
Η δημοκρατική πολιτεία και το κοινωνικό κράτος έρχονται να συνδράμουν προς την κατεύθυνση της προστασίας της ανηλικότητας τόσο σε επίπεδο έννομης τάξης όσο και σε ευρύτερο θεσμικό επίπεδο. Όμως, ακόμη κι έτσι η προστασία της ανηλικότητας, που έχει κυρίως επιδοματικά χαρακτηριστικά και είναι πρωτίστως οικογενειοκεντρική υπό την έννοια ότι το κράτος ενισχύει οικονομικά την οικογένεια για τη φροντίδα και την προστασία του ανηλίκου, αφήνει κενά σε φαινόμενα όπως εκείνα της ενδοοικογενειακής βίας, της παραμέλησης ή και της εκμετάλλευσης παιδιών από τον άμεσο περίγυρό τους.
Για την αντιμετώπιση τέτοιων ζητημάτων ένα σύστημα κοινωνικής προστασίας που βασίζεται στην εγγύτητα και στην παροχή υπηρεσιών με τη διαμεσολάβηση ειδικών «πρώτης γραμμής», οι οποίοι χτίζουν σχέσεις εμπιστοσύνης με τα θύματα, θα μπορούσε να αποδειχθεί αποτελεσματικό στην έγκαιρη αντιμετώπιση των προβλημάτων ευαλωτότητας παιδιών και εφήβων, ιδίως όταν καταρρέει η γραμμή άμυνας της οικογένειας και του άμεσου κοινωνικού περίγυρου.
Μιλώντας γενικά για μορφές κοινωνικής προστασίας, η παροχή κοινωνικών υπηρεσιών σε επίπεδο «πρώτης γραμμής», παρά τις όποιες κριτικές, διασφαλίζει την προσωπική επαφή και εστιάζει στον εντοπισμό πραγματικών αναγκών που πολλές φορές είναι «αόρατες», κρυμμένες πίσω από συμβάσεις, αναστολές ή φόβους που κρατούν μακριά όσους έχουν πραγματικά ανάγκη τις υπηρεσίες κοινωνικής προστασίας.
Κάτι τέτοιο, το γεγονός δηλαδή ότι σε επίπεδο «πρώτης γραμμής» κοινωνικών υπηρεσιών θα ήταν δυνατό να ανιχνευτούν όσοι έχουν ανάγκη κοινωνικής φροντίδας, είναι κάτι που έχει περισσότερο σημασία για παιδιά και εφήβους.
Παρά τη συντήρηση μύθων για την κοινωνική προστασία και αλληλεγγύη που προσφέρεται μέσα από ένα άτυπο δίκτυο κοινωνικών υπηρεσιών που αναλαμβάνει να φέρει σε πέρας κυρίως η οικογένεια, η ανηλικότητα δεν μπορεί με ευθύνη και αποτελεσματικότητα να προστατευτεί χωρίς να υπάρχουν οργανωμένα τυπικά δίκτυα και θεσμοί κοινωνικής φροντίδας.
Η πολλαπλή κακοποίηση ενός 11χρονου παιδιού, υπόθεση που ήρθε πρόσφατα στην επιφάνεια αποκαλύπτοντας μια χωρίς όρια βαρβαρότητα στον αστικό ιστό της ελληνικής κοινωνίας καθώς και την κοινωνική εγκατάλειψη ενός ανήλικου θύματος, για την προστασία του οποίου δεν κινητοποιήθηκε κανένα άτυπο κοινωνικό δίκτυο αλλά και καμία κοινωνική υπηρεσία «πρώτης γραμμής», από το σχολείο, την Εκκλησία και τις ΜΚΟ μέχρι τις κοινωνικές δομές της διαμερισματικής κοινότητας, του δήμου και της χώρας.
Πρόκειται για μια υπόθεση που φανερώνει την αποτυχία τόσο του τυπικού συστήματος κοινωνικής προστασίας όσο και των άτυπων μηχανισμών ενός λεγόμενου «σκιώδους κοινωνικού κράτους». Η συγκεκριμένη υπόθεση καταδεικνύει επίσης πόσο αφελές και εν τέλει επικίνδυνο θα ήταν να θεωρήσουμε ότι απροϋπόθετα η οικογένεια και ο άμεσος περίγυρος μπορούν να συμπληρώσουν ή, πολλώ μάλλον, να υποκαταστήσουν θεσμικούς ρόλους στο πεδίο της κοινωνικής προστασίας της ανηλικότητας και ευαλωτότητας.
Ποτέ άλλοτε δεν ήρθαμε αντιμέτωποι ως ελληνική κοινωνία της Μεταπολίτευσης με μια τόσο φρικώδη υπόθεση κακοποίησης ανηλίκου και ποτέ άλλοτε η αδράνεια δεν ήταν τόσο εκκωφαντική. Δεν θέλω να γίνω μελό, αλλά δεν μου φαίνεται άστοχη η εικασία ότι τα κοινωνικο-οικονομικά χαρακτηριστικά του «αδύναμου» και «χαμένου» που αποδίδονται στον στενό οικογενειακό περίγυρο ήταν εκείνα που πιθανώς να έβαλαν φρένο στην κινητοποίηση ενός ουσιαστικού ενδιαφέροντος για τη φροντίδα αυτού του συγκεκριμένου παιδιού.
Σε μια περίοδο εγρήγορσης σε ζητήματα δικαιωμάτων και μεγαλύτερης διαθεσιμότητας στην καταγγελία κακοποιητικών συμπεριφορών προξενεί αν μη τι άλλο εντύπωση ότι ουδείς είδε ή, έστω, διαισθάνθηκε το πραγματικό δράμα μιας ανήλικης στην προεφηβεία.
Ανεξάρτητα από τη δικαστική πορεία της υπόθεσης, υπάρχει ένα μεγάλο κοινωνικό έλλειμμα από το οποίο απορρέει ένα ιδιαίτερο κοινωνικό χρέος απέναντι στο θύμα προκειμένου να επουλωθούν τα βαθιά τραύματα και να επιχειρηθεί να αντιστραφούν σκληρές εμπειρίες που αφήνουν ένα επώδυνο σωματικό και ψυχικό αποτύπωμα.
*Από το «Ήλιος ο Πρώτος» του Οδυσσέα Ελύτη
Το άρθρο δημοσιεύθηκε στην έντυπη LiFO.