Η ΔΟΛΟΦΟΝΙΑ ΤΗΣ ΝΕΑΡΗΣ ΚΑΡΟΛΑΙΝ από τον σύζυγό της στα Γλυκά Νερά αποτελεί μια τυπική περίπτωση γυναικοκτονίας. Υπό αυτή την έννοια, το παρόν άρθρο, σε μια άλλη κοινωνία, κανονικά θα ήταν περιττό. Η έντονη συζήτηση που προκλήθηκε στον δημόσιο διάλογο, όμως, με αφορμή το φρικτό αυτό έγκλημα αποδεικνύει ότι οι πολιτισμικές διαμάχες γύρω από τα θέματα των φύλων, στα καθ’ ημάς τουλάχιστον, βρίσκονται ακόμη σε ένα πολύ πρωταρχικό στάδιο, όπου δεν έχουμε καταφέρει να συμφωνήσουμε ακόμη στα στοιχειώδη, δηλαδή στους όρους βάσει των οποίων θα συζητάμε και κατ’ επέκταση θα διαφωνούμε.
Πολλοί, για να τεκμηριώσουν τη διαφωνία τους με τη χρήση του όρου «γυναικοκτονία», επικαλούνται το νομικό μας σύστημα, το οποίο δεν αναγνωρίζει και δεν τιμωρεί παρά μόνο την ανθρωποκτονία, ανεξαρτήτως φύλου. Αν όμως ο νομοθέτης μας εξακολουθεί να σκέπτεται με παλιότερους όρους, ενώ η ζωή προχωρά πλέον σε άλλες κατευθύνσεις, αυτό δεν σημαίνει ότι δεν μπορούμε να σκεφτούμε με κοινωνιολογικούς όρους. Όχι μόνο μπορούμε αλλά επιβάλλεται να το κάνουμε.
Αυτό που περιγράφεται εδώ ως γυναικοκτονία (ένας όρος καθιερωμένος, άλλωστε, στον αγγλοσαξονικό κόσμο ήδη από τη δεκαετία του ’70) δεν αναφέρεται σε οποιοδήποτε έγκλημα με θύμα γυναίκα ή ανήλικο κορίτσι (όπως π.χ. μια γυναίκα που πέφτει τυχαία νεκρή σε μια ένοπλη ληστεία τράπεζας από πυρά των κακοποιών). Αν αναφέρεται κάπου, είναι αποκλειστικά και μόνο στις περιπτώσεις που μια γυναίκα δολοφονήθηκε πρωτίστως διότι ήταν γυναίκα, σε μια κοινωνία στην οποία το κυρίαρχο φαντασιακό (άρα και η εικονοποιία της γυναίκας) έχει διαμορφωθεί από κυρίαρχους άντρες.
Οι ακριβείς αριθμοί είναι δύσκολο να τεκμηριωθούν, πάντως το είδος αυτό του εγκλήματος περιλαμβάνει διάφορες υποπεριπτώσεις, όπως η ενδο-οικογενειακή βία ή τα εγκλήματα για λόγους «τιμής» ‒ με κοινωνίες όπως αυτές της Λατινικής Αμερικής και της Καραϊβικής να εμφανίζουν από τα πιο υψηλά ποσοστά παγκοσμίως.
Το μυστικό είναι να μην αφηνόμαστε στον ετεροπροσδιορισμό. Το ότι μια προοδευτική ατζέντα μπορεί όντως να εργαλειοποιείται κομματικά δεν σημαίνει ότι δεν είναι μια κοινωνικά χρήσιμη ατζέντα. Κι αν είναι έτσι, αποτελεί ακόμη μεγαλύτερη υποχρέωσή μας να την προστατεύσουμε από τους κομματικά φανατικούς και τον συναφή κίνδυνο του ευτελισμού και της κοινωνικής της απαξίωσης.
Στο δε έγκλημα των Γλυκών Νερών ‒όπως φαίνεται τουλάχιστον από τα μέχρι τώρα στοιχεία και με την προϋπόθεση ότι αυτά δεν θα ανατραπούν από τη δικαστική εξέταση‒ ο εν λόγω σύζυγος σκοτώνει τη γυναίκα του επειδή ακριβώς είναι γυναίκα (του), δηλαδή μια θεωρούμενη εξαρτημένη από εκείνον ύπαρξη που δεν έχει δικαίωμα διαφοροποίησης.
Το πρόβλημα, προφανώς, δεν είναι μόνο ελληνικό, όσο κι αν τα πατριαρχικά στερεότυπα παραμένουν εδώ σχετικά συμπαγή. Το δικό μας πρόβλημα ειδικά έχει να κάνει με το ότι είναι μια συζήτηση που αρνούμαστε να κάνουμε και αυτό αφορά ακόμα και πολλούς κατά τα άλλα προοδευτικούς (μεταξύ των οποίων και γυναίκες) που δεν έχουν πρόβλημα να δώσουν έντιμες μάχες για άλλα φλέγοντα θέματα. Γιατί, άραγε, τέτοια άρνηση;
Το πρόβλημα με τέτοιες συζητήσεις που έρχονται ως εισαγώγιμες από τα παγκόσμια κέντρα και φτάνουν σχετικά καθυστερημένα στα διάφορα εθνικά ακροατήρια της περιφέρειας είναι ότι είναι ήδη πολωμένες και έντονα φορτισμένες. Οι θέσεις μάχης είναι εξαρχής δεδομένες, οι αντίπαλοι γνωστοί εκ των προτέρων και τα επιχειρήματα, λίγο-πολύ, προκατασκευασμένα. Οπότε και η συζήτηση ήδη ναρκοθετημένη. Δηλαδή, θυμίζει λίγο το ανέκδοτο με τον γρύλο: μια μη αποδεκτή λέξη είναι ικανή να οδηγήσει σε έκρηξη και αδυσώπητη σύγκρουση στον δημόσιο χώρο. Οπότε, λείπουν οι γέφυρες που χρειάζονται για να προετοιμαστούν οι πρώτες συναντήσεις, λείπει έτσι και ο διάλογος που προχωράει ένα βήμα τη φορά τα πράγματα, χτίζοντας μακροπρόθεσμες συναινέσεις.
Στην Ελλάδα ειδικά, μετά και την υπερπολιτικοποίηση της προηγούμενης δεκαετίας, συχνά τα πάντα κομματικοποιούνται, όσο κι αν αυτό οδηγεί σε πολιτικά σχήματα καρικατούρας που μόνο στόχο έχουν να πλήξουν το αντίπαλο κόμμα, αδιαφορώντας πλήρως για το ίδιο το κοινωνικό φαινόμενο και την κατανόησή του.
Το είδαμε αυτό προσφάτως με το ελληνικό #ΜeΤoo που, αντί να εστιάσει στα θύματα και στις θαρραλέες εξομολογήσεις τους, μετατράπηκε γρήγορα σε παντιέρα της αντιπολίτευσης κατά της νυν κυβέρνησης, ενίοτε με απολύτως χυδαίους όρους (όπως έγινε με τη γελοία κατηγορία περί κυβερνητικών «παιδόφιλων»).
Αυτό εξηγεί εν μέρει και γιατί ορισμένοι προοδευτικοί ή κεντρώοι πολίτες που είναι γενικώς ανοιχτοί στα θέματα των δικαιωμάτων στέκονται επιφυλακτικοί απέναντι στην υιοθέτηση εκ μέρους τους του λεξιλογίου αυτού. Φοβούνται ότι έτσι όπως έχει διαμορφωθεί η προοδευτική ατζέντα από μέρους των «δικαιωματιστών» σήμερα στην Ελλάδα, λειτουργεί κυρίως ως όχημα ενός συγκαλυμμένου αντιπολιτευτικού λόγου.
Και είναι γεγονός ότι αν διάβαζε κανείς (εντελώς καλοπροαίρετα) τις πρόσφατες ανακοινώσεις φεμινιστικών οργανώσεων με αφορμή τη δολοφονία της Καρολάιν, θα δυσκολευόταν να καταλάβει τι σχέση έχει το έγκλημα αυτό με τις αναφορές π.χ. για ευθύνες της κυβέρνησης, της ΕΛ.ΑΣ., του νόμου της συνεπιμέλειας ή του νέου εργασιακού νομοσχεδίου ‒ διότι γινόταν προσπάθεια συσχέτισης όλων αυτών των εντελώς άσχετων πραγμάτων με μια υπόθεση γυναικοκτονίας.
Το μυστικό εδώ όμως είναι να μην αφηνόμαστε στον ετεροπροσδιορισμό. Το ότι μια προοδευτική ατζέντα μπορεί όντως να εργαλειοποιείται κομματικά δεν σημαίνει ότι δεν είναι μια κοινωνικά χρήσιμη ατζέντα. Κι αν είναι έτσι, αποτελεί ακόμη μεγαλύτερη υποχρέωσή μας να την προστατεύσουμε από τους κομματικά φανατικούς και τον συναφή κίνδυνο του ευτελισμού και της κοινωνικής της απαξίωσης.
Γνωρίζω ότι είναι δύσκολο, αλλά ο μόνος τρόπος για τη συζήτηση τέτοιων κοινωνικών φαινομένων αλλά και για την ελάττωση των κοινωνικών συνεπειών τους είναι να μη γίνουν με όρους πολεμικούς και εχθροπαθείς. Στην υπόθεση αυτή είμαστε όλοι από την ίδια πλευρά, διότι προφανώς η αναγνώριση επί του πρακτέου ορισμένων δικαιωμάτων στις γυναίκες δεν αφορά μια οποιαδήποτε ομάδα συμφερόντων αλλά το μισό του ανθρώπινου πληθυσμού.
Είναι ασφαλώς αναμενόμενο οι συντηρητικότεροι εξ υμών να αισθάνονται ότι σε μια δεδομένη κοινωνική πίτα, το μοίρασμα των κομματιών με όρους μεγαλύτερης δικαιοσύνης ανάμεσα σε άντρες και γυναίκες θα απέβαινε ίσως εις βάρος των αντρών. Αυτό είναι, όμως, μια λάθος προσέγγιση. Γνωρίζουμε ότι όσο δικαιότερη είναι μια κοινωνία, τόσο μεγαλύτερες είναι και οι δυνατότητες ανάπτυξής της, άρα περισσότερες και οι ευκαιρίες για όλους, ανεξαρτήτως φύλου.
Ό,τι ζούμε σήμερα στη Δύση είναι στην ουσία το δεύτερο επεισόδιο της πολιτισμικής επανάστασης του 1968. Αν στην Ελλάδα το τότε αυταρχικό καθεστώς μάς έστρεψε αναγκαστικά σε άλλες διεκδικήσεις με καθαρά πολιτικό περιεχόμενο, σήμερα είναι η ευκαιρία μας να σκεφτούμε τα θέματα αυτά με όρους πολιτισμικούς. Όχι όμως ωσάν «η χούντα να μην τελείωσε το ’73»...
Το άρθρο δημοσιεύθηκε στην έντυπη LiFO.