Η ΤΥΧΗ ΤΟΥ ΚΤΙΡΙΟΥ άλλαξε προς το παρόν, μετά από επανέλεγχο των υπηρεσιών δόμησης του δήμου που έγινε μόλις την περασμένη εβδομάδα. Στον έλεγχο διαπιστώθηκε ότι η άδεια κατεδάφισης εκδόθηκε χωρίς την έγκριση του Συμβουλίου Αρχιτεκτονικής, γι' αυτό και η Πολεοδομία ζήτησε να παγώσουν οι εργασίες κατεδάφισης.
Σύμφωνα με τη νομοθεσία, όλα τα κτίρια που έχουν κατασκευαστεί πριν το 1955 πρέπει να ελέγχονται από τα Συμβούλια Αρχιτεκτονικής, τα οποία γνωμοδοτούν σχετικά με το αν τα κτίρια αυτά παρουσιάζουν αρχιτεκτονικό και ιστορικό ενδιαφέρον, για να κριθούν στη συνέχεια ως άξια διατήρησης.
Ο βασικός λόγος για τις αθρόες κατεδαφίσεις είναι «το κέρδος που προκύπτει για εργολάβους και ιδιοκτήτες», υποστηρίζουν από την ΕΛΛΕΤ, και δεν έχουν άδικο.
Πηγές που παρακολουθούν το ζήτημα των κατεδαφίσεων αξιόλογων κτιρίων λένε στη LiFO ότι «η δημοσιότητα που δόθηκε στο θέμα ενεργοποίησε τις υπηρεσίες του δήμου ώστε να επανεξετάσουν κάποια από τα κτίρια της δεκαετίας του 1955 για τα οποία έχουν εκδοθεί άδειες κατεδάφισης. Ένα από αυτά ήταν και η μονοκατοικία της Δροσοπούλου για την οποία διαπιστώθηκε ότι δεν προηγήθηκε καν ο τυπικός έλεγχος πριν κριθεί κατεδαφιστέα».
Κατεδαφίζονται δύο πανέμορφα κτίρια
Στην ίδια λίστα των κατεδαφίσεων καταγράφονται δύο ακόμη πανέμορφα κτίρια που βρίσκονται στην πλατεία Κολιάτσου. Την περίπτωση των δύο κτιρίων δημοσιοποίησε η Ελληνική Εταιρεία Περιβάλλοντος και Πολιτισμού (ΕΛΛΕΤ) στοχεύοντας στην ευαισθητοποίηση της κοινωνίας αλλά και στην ενεργοποίηση των χαμηλών αντανακλαστικών που δείχνουν για τη διάσωσή τους το υπουργείο Περιβάλλοντος και ο δήμος Αθηναίων.
Η ΕΛΛΕΤ υποστηρίζει ότι στη λίστα με τις 380 άδειες κατεδαφίσεων που εκδόθηκαν την τελευταία τριετία υπάρχουν «κυρίως μονώροφα, διώροφα και τριώροφα κτίρια του Μεσοπολέμου αλλά και κάποια κτίρια προ του 1950». «Ορισμένα από τα κτίρια που κρίθηκαν κατεδαφιστέα, εκτός της ιστορικής τους σημασίας, έχουν και ιδιαίτερο αρχιτεκτονικό ενδιαφέρον και συμμετέχουν στη συγκρότηση ενός ιστορικού αστικού τοπίου», αναφέρεται από την οργάνωση.
Ο βασικός λόγος για τις αθρόες κατεδαφίσεις είναι «το κέρδος που προκύπτει για εργολάβους και ιδιοκτήτες», υποστηρίζουν από την ΕΛΛΕΤ, και δεν έχουν άδικο. Λόγω των υψηλών συντελεστών δόμησης και της επιτρεπόμενης αύξησης ύψους που προβλέπει ο οικοδομικός κανονισμός (ΝΟΚ), «τα μονώροφα, διώροφα, τριώροφα κτίρια θα αντικατασταθούν με θηριώδεις οκταώροφες ή δεκαώροφες κατασκευές».
Η πίεση που ασκείται από την κατασκευαστική δραστηριότητα, στην οποία συνήθως εξαντλούνται όλα τα περιθώρια δόμησης που δίνει ο οικοδομικός κανονισμός, είχε επισημανθεί από τα στελέχη της ΕΛΛΕΤ και στο πρόσφατο ρεπορτάζ της LiFO. Τώρα, με αφορμή την επικείμενη κατεδάφιση των δύο κτιρίων, η οργάνωση υπενθυμίζει τη διπλή καταστροφή που φέρνουν για την αρχιτεκτονική και ιστορική φυσιογνωμία της πόλης αλλά και για την καθημερινότητα των Αθηναίων οι κατεδαφίσεις ιστορικών κτιρίων.
Από τη μία πλευρά «σβήνεται η πολύτιμη μνήμη της πόλης, καθώς εξαφανίζονται τα αρχιτεκτονικά δείγματα μιας ολόκληρης εποχής, από τα πιο εμβληματικά κτίρια έως τα πιο ταπεινά». Γιατί, όπως λέει η οργάνωση, «όλα μαζί αποτελούν τη μοναδική ταυτότητα της πόλης, που χάνεται οριστικά».
Παράλληλα, και εφόσον στη θέση των κτιρίων του Μεσοπολέμου χτιστούν οκταώροφες και δεκαώροφες πολυκατοικίες, οι επιστήμονες της ΕΛΛΕΤ υποστηρίζουν ότι αυτό θα επηρεάσει τα ποιοτικά χαρακτηριστικά της καθημερινότητας των κατοίκων. Τα νεόδμητα μεγαθήρια σε ένα ήδη επιβαρυμένο αστικό περιβάλλον όπως της Αθήνας «θα συμβάλουν στη ραγδαία επιδείνωση της ποιότητας ζωής, στη μείωση του ηλιασμού και αερισμού –ιδιαίτερα των χαμηλότερων ορόφων των υφιστάμενων κτιρίων–, στην κυκλοφοριακή ασφυξία, στην υπερβάλλουσα ρύπανση και στην επιβάρυνση των δικτύων κοινής ωφελείας».
Η ΕΛΛΕΤ όμως υπαινίσσεται εμμέσως πλην σαφώς και κάτι άλλο. Αφήνει αιχμές και για τον ρόλο των γνωμοδοτικών οργάνων που κρίνουν τη διατήρηση ή μη των κτιρίων αυτών. Αναφέρει ότι «υποκύπτοντας σε πιέσεις, γνωμοδοτούν αρνητικά σχετικά με την ανάγκη διατήρησής τους, σε αντίθεση με την ευρωπαϊκή πρακτική, που έχει με τα χρόνια καταφέρει να διατηρήσει την αρχιτεκτονική κληρονομιά των ιστορικών πόλεων».
Η οργάνωση υποστηρίζει ότι το ένα από τα δύο κτίρια της πλατείας Κολιάτσου κρίθηκε ως μη άξιο διατήρησης από το Κεντρικό Συμβούλιο Αρχιτεκτονικής (ΚΕΣΑ) παρότι το Συμβούλιο Αρχιτεκτονικής του Κεντρικού Τομέα Αθηνών έχει γνωμοδοτήσει υπέρ της διατήρησής του. Το άλλο κρίθηκε διατηρητέο, αλλά πριν δημοσιευθεί το ΦΕΚ ζητήθηκε η επανεξέταση της γνωμοδότησης. «Και τα δύο κτίρια κινδυνεύουν να κατεδαφιστούν, εάν το Κεντρικό Συμβούλιο Αρχιτεκτονικής δεν γνωμοδοτήσει οριστικά υπέρ της διατήρησής τους και δεν εκδοθεί άμεσα το σχετικό ΦΕΚ», λένε.
Κανείς δεν μπορεί να προεξοφλήσει την τύχη των κτιρίων αυτών. Ωστόσο η εξέλιξη για την κατοικία της Δροσοπούλου όσο και η δημοσιοποίηση της επικείμενης κατεδάφισης των δύο κτιρίων στην πλατεία Κολιάτσου δείχνουν ότι η εγρήγορση των πολιτών και της κοινωνίας προλαμβάνει ακόμη και καταστάσεις που μπορεί να θεωρούνται τετελεσμένες.