ΛΙΓΑ ΣΤΕΡΕΟΤΥΠΑ ΕΙΝΑΙ ΠΙΟ ΟΙΚΕΙΑ από τη μητέρα που πιέζει τα παιδιά της να νοικοκυρευτούν και να κάνουν οικογένεια. Ίσως όμως έφτασε η ώρα να αποσυρθεί αυτό το κλισέ. Πρόσφατη έρευνα του Pew Research Center διαπίστωσε ότι μόνο το 39% των εγγεγραμμένων ψηφοφόρων στις ΗΠΑ θεωρεί ότι «είναι καλύτερο για την κοινωνία αν οι άνθρωποι θέτουν ως προτεραιότητα τον γάμο και την απόκτηση παιδιών», ενώ η πλειοψηφία πιστεύει ότι η κοινωνία λειτουργεί «το ίδιο σωστά» αν οι άνθρωποι έχουν «άλλες προτεραιότητες εκτός από τον γάμο και τα παιδιά».
Προηγούμενη έρευνα του Pew είχε δείξει ότι οι περισσότεροι νέοι ενήλικες αισθάνονται ελάχιστη έως καθόλου πίεση από τους γονείς τους να παντρευτούν ή να κάνουν παιδιά και ότι οι περισσότεροι γονείς δεν το θεωρούν πλέον τόσο «σημαντικό» για τα παιδιά τους.
Ευρήματα όπως αυτά –καθώς και περσινά στοιχεία του Pew, σύμφωνα με το οποίο το 88% των γονέων θεωρούν «εξαιρετικά» ή «πολύ» σημαντικό για τα παιδιά τους να είναι οικονομικά ανεξάρτητα και να έχουν δουλειές ή καριέρα που να τους αρέσει– έχουν ωθήσει ορισμένους σχολιαστές στο συμπέρασμα ότι οι Αμερικανοί έχουν χάσει τις προτεραιότητές τους, βάζοντας τα χρήματα και την καριέρα πάνω από τις σχέσεις και την οικογένεια. Αλλά ο τρόπος με τον οποίο έχουν αλλάξει οι στάσεις των γονέων απέναντι σε αυτά τα θέματα είναι σαφώς πιο περίπλοκος.
Η ενασχόληση των σύγχρονων γονέων με την οικονομική σταθερότητα των παιδιών τους δεν είναι κάτι καινούργιο. Αυτό που έχει αλλάξει είναι τα μέσα επίτευξής της. Πριν από 50 περίπου χρόνια, οι περισσότεροι γονείς θα συμφωνούσαν ότι ήταν σημαντικό για τα παιδιά τους να παντρευτούν, χωρίς διαβεβαίωση για την ποιότητα της σχέσης. Το γεγονός ότι τόσο λίγοι θα έλεγαν το ίδιο τώρα δεν είναι ένδειξη ότι έχουμε απαξιώσει τον γάμο, αλλά ότι τα κριτήριά μας για το τι συνιστά έναν καλό γάμο έχουν οξυνθεί.
Υπό μία έννοια, είναι αλήθεια ότι η σχετικά χαλαρή στάση των γονέων σχετικά με τον γάμο αντανακλά μια σημαντική απόκλιση από την παράδοση – υπό μία άλλη έννοια όμως, αντανακλά τη γονική ανησυχία σχετικά με την οικονομική ευημερία των παιδιών τους, κάτι που ίσχυε πάντα. Ενώ ο γάμος και η απόκτηση παιδιών ήταν κάποτε τα μέσα με τα οποία τα άτομα πετύχαιναν την πολυπόθητη οικονομική σταθερότητα, σήμερα είναι σε μεγάλο βαθμό περιττά για τον στόχο αυτό, αν όχι εντελώς αντίθετα με αυτόν, όπως επισημαίνει η Stephanie Coontz, διευθύντρια έρευνας και δημόσιας εκπαίδευσης του Συμβουλίου για τις Σύγχρονες Οικογένειες.
Με την πάροδο του χρόνου, οι Αμερικανοί δεν έχουν υποτιμήσει την οικογένεια υπέρ της εργασίας τόσο πολύ, όσο έχουν καταλήξει να σκέφτονται το καθένα με κατηγορηματικά διαφορετικούς όρους. Η εργασία –στην πραγματικότητα, εννοούμε την απασχόληση– παραμένει κάτι που οι περισσότεροι από εμάς είμαστε υποχρεωμένοι να κάνουμε ανεξάρτητα από το τι πραγματικά θέλουμε, ενώ ο γάμος και η δημιουργία οικογένειας είναι κάτι που κάνουμε μόνο αν το θέλουμε. Οι γονείς αναγνωρίζουν πλέον ότι τα ενήλικα παιδιά τους δεν είναι υποχρεωμένα να κάνουν οικογένεια και ότι, ούτως ή άλλως, δεν τους πέφτει και πολύς λόγος στο θέμα.
Ιστορικά, δεν ήταν μόνο οι γονείς που ανακατεύονταν στους γάμους των παιδιών τους – η ευρύτερη κοινότητα ένιωθε να έχει λόγο στο ποια θα παντρευόταν με ποιον. Γι' αυτό οι γάμοι σπανίως ήταν ιδιωτικές υποθέσεις, λέει η Coontz. Θα ήταν λάθος όμως να ερμηνεύσουμε αυτή την εμμονή με τον γάμο ως θρίαμβο της οικογένειας έναντι της οικονομίας. Η οικογένεια ήταν οικονομικό ζήτημα. Και ο κεντρικός ρόλος της οικογένειας στην οικονομική και πολιτική ζωή σήμαινε ότι οι γονείς και άλλοι είχαν τεράστια συμμετοχή στο αν και ποιον θα παντρευόταν κάποιος.
Στις πρώιμες ανθρώπινες κοινωνίες, ο γάμος ήταν ένα μέσο για τη δημιουργία δικτύων συνεργατικών σχέσεων και κυκλοφορίας των πόρων. Αργότερα, έγινε το πρωταρχικό μέσο με το οποίο ο πλούτος και η γη άλλαζαν χέρια. Και μέχρι σχετικά πρόσφατα, ο γάμος ήταν γεγονός θεμελιώδους σημασίας για τον τρόπο με τον οποίο ένας νέος άνδρας ή μια νέα γυναίκα εδραιωνόταν στην κοινωνία.
Για τους ανθρώπους του Μεσαίωνα, ο γάμος ήταν «η πιο σημαντική απόφαση "καριέρας" που θα έπαιρναν ποτέ», λέει η ο Coontz. Τα παιδιά ήταν επίσης ένα εξαιρετικά πολύτιμο, αν όχι απαραίτητο, περιουσιακό στοιχείο, καθώς δούλευαν τη γη των γονέων τους και τους φρόντιζαν στα γηρατειά. Ιδιαίτερα για τους αγρότες –δηλαδή για τους περισσότερους ανθρώπους πριν από τη Βιομηχανική Επανάσταση– η ανάγκη για παιδιά ήταν μερικές φορές τόσο επείγουσα που οι στείρες σύζυγοι συχνά έπρεπε να παραμεριστούν, ανεξάρτητα από το πόση στοργή μπορεί να είχε αναπτυχθεί ανάμεσα στο ζευγάρι.
Στις ανώτερες τάξεις, η χρησιμότητα του γάμου ως διαπραγματευτικό χαρτί για τη σύναψη πολιτικών συμμαχιών και τη συσσώρευση περιουσίας δημιουργούσε έντονη πίεση για να παντρευτεί το ενήλικο παιδί κάποιον ή κάποια που θα συνέβαλε στην περιουσία και το κύρος της οικογένειας. Μεταξύ των κατώτερων τάξεων, όπου οι ανταλλαγές ήταν τοπικές και η επιβίωση απαιτούσε συνεργασία, η πίεση συνίστατο να βρεθεί αξιόπιστος/-η σύζυγος που θα συνεισέφερε στην κοινότητα.
Μέχρι και τα μέσα του 20ού αιώνα, όταν ο γάμος εξακολουθούσε να αποτελεί την καλύτερη ή τη μοναδική ευκαιρία μιας γυναίκας για οικονομική ανεξαρτησία, πολλοί γονείς ανησυχούσαν για το αν οι κόρες τους θα παντρευτούν έναν άνδρα που θα μπορούσε να τη συντηρήσει έτσι ώστε να μη χρειαστεί να το κάνουν οι ίδιοι.
Με άλλα λόγια, η ενασχόληση των σύγχρονων γονέων με την οικονομική σταθερότητα των παιδιών τους δεν είναι κάτι καινούργιο. Αυτό που έχει αλλάξει είναι τα μέσα επίτευξής της. Πριν από 50 περίπου χρόνια, οι περισσότεροι γονείς θα συμφωνούσαν ότι ήταν σημαντικό για τα παιδιά τους να παντρευτούν, χωρίς διαβεβαίωση για την ποιότητα της σχέσης. Το γεγονός ότι τόσο λίγοι θα έλεγαν το ίδιο τώρα δεν είναι, σύμφωνα με την Coontz, ένδειξη ότι έχουμε απαξιώσει τον γάμο, αλλά ότι τα κριτήριά μας για το τι συνιστά έναν καλό γάμο έχουν οξυνθεί.
Η δυσφορία για την πίεση προς τα παιδιά να ακολουθήσουν ένα συγκεκριμένο σχέδιο ζωής ήταν ένα κοινό στοιχείο σε όλες τις συζητήσεις με γονείς ενήλικων παιδιών. Πολλοί μίλησαν για τον ρόλο τους, ο οποίος, σύμφωνα με τους ίδιους, δεν είναι να λένε στα παιδιά τους πώς να ζήσουν μια καλή ζωή, αλλά να τα βοηθήσουν να καταλάβουν τι είδους ζωή θέλουν και πώς να την επιτύχουν.
Αυτή η εξέλιξη του τι σημαίνει να είσαι γονιός έχει διαμορφωθεί εδώ και μερικές γενιές μόλις. Οι ίδιες οικονομικές αλλαγές που έκαναν ευκολότερο για τους ανθρώπους να εγκαταλείψουν έναν γάμο ή να εγκαταλείψουν τον ίδιο τον θεσμό του γάμου έκαναν ευκολότερο για τα ενήλικα παιδιά να αγνοήσουν τις επιθυμίες των γονέων τους ή ακόμα και να χτίσουν μια ζωή χωρίς τους γονείς τους μέσα σ’ αυτή. Από αυτή την άποψη, οι ενδοιασμοί που έχουν πλέον πολλοί γονείς να πιέσουν τα παιδιά τους να διευρύνουν την οικογένειά μπορεί απλώς να αντανακλά την επιθυμία τους να διατηρήσουν απλώς –να μη χάσουν– την οικογένεια που ήδη έχουν.
Με στοιχεία από The Atlantic