ΣΤΑ ΜΕΣΑ ΤΟΥ ΠΕΡΑΣΜΕΝΟΥ ΣΕΠΤΕΜΒΡΙΟΥ, ο πρωθυπουργος ανακοίνωσε ότι με εντολή του στον υπουργό Προστασίας του Πολίτη θα αποδεσμεύονταν μέσα στον επόμενο μήνα, δηλαδή τον Οκτώβριο, 2.500 στελέχη της Ελληνικής Αστυνομίας από τη φύλαξη των δημοσίων προσώπων και πρώτος εκείνος θα έδινε το προσωπικό παράδειγμα, μειώνοντας τη δική του ασφάλεια στο μισό.
Tο ίδιο, είπε, θα γινόταν και για βουλευτές, υπουργούς, αξιωματούχους, καθώς αυτοί οι αστυνομικοί έπρεπε να είναι στον δρόμο και στα αστυνομικά τμήματα. Ανέφερε επίσης ότι «όσο για επιχειρηματίες και άλλους παράγοντες, λυπάμαι, στο εξής ας χρηματοδοτούν οι ίδιοι την προστασία τους», θίγοντας εμμέσως την κατάχρηση που γίνεται εδώ και πολλά χρόνια με τη διάθεση αστυνομικών, μεταξύ άλλων, σε πλήθος επιχειρηματιών που δηλώνουν «στόχοι».
Το θέμα της ασφάλειας των πολιτών και η αντιμετώπιση της αυξημένης εγκληματικότητας, όπως κατέδειξαν και πρόσφατες δημοσκοπήσεις, αναδεικνύονται μεταξύ των σημαντικότερων προβλημάτων που αντιμετωπίζει η χώρα.
Τέσσερις μήνες μετά, η εξαγγελία του πρωθυπουργού για τους 2.500 αστυνομικούς δεν έχει υλοποιηθεί, καθώς οι πληροφορίες αναφέρουν ότι αυτοί που επέστρεψαν δεν είναι ούτε 500. Η εντολή του πρωθυπουργού στον υπουργό Προστασίας του Πολίτη μπορεί να δόθηκε τον Σεπτέμβριο, αλλά φαίνεται ότι αυτό δεν ήταν αρκετό. Δεν δόθηκαν ποτέ εξηγήσεις για το τι πήγε στραβά και μάλλον η χθεσινή αποπομπή του Γιάννη Οικονόμου να είναι μία απάντηση.
Μητσοτάκης: «Αποδεσμεύονται 2.500 αστυνομικοί από τη φύλαξη δημοσίων προσώπων»
Οι χαμηλές επιδόσεις στο θέμα της ασφάλειας
Συχνά, όταν ένα πρόβλημα μεγαλώνει και προκαλεί λαϊκή δυσαρέσκεια, η πολιτική εξουσία ανακοινώνει μέτρα, δημιουργώντας την εντύπωση ότι θα αντιμετωπιστεί. Σπάνια όμως ελέγχεται για την υλοποίηση των εξαγγελιών της ή υποχρεώνεται να λογοδοτήσει για τις παραλείψεις της. Στην περίπτωση αυτή, τον Σεπτέμβριο γράφτηκε και μεταδόθηκε παντού ότι τον επόμενο μήνα θα επέστρεφαν 2.500 αστυνομικοί από τη φύλαξη επωνύμων στα αστυνομικά τμήματα και στις περιπολίες, προκειμένου να αντιμετωπιστεί η παραβατικότητα, αλλά τον Οκτώβριο σχεδόν κανείς δεν ασχολήθηκε με το αν υλοποιήθηκε η εξαγγελία ή όχι. Το πρόβλημα, όμως, δεν είναι από εκείνα που μπορούν να κρυφτούν κάτω από το χαλί.
Το θέμα της ασφάλειας των πολιτών και η αντιμετώπιση της αυξημένης εγκληματικότητας, όπως κατέδειξαν και πρόσφατες δημοσκοπήσεις, αναδεικνύονται μεταξύ των σημαντικότερων προβλημάτων που αντιμετωπίζει η χώρα. Σε δημοσκόπηση της Palmos Analysis το πρόβλημα της εγκληματικότητας και της δημόσιας ασφάλειας έρχεται τρίτο με 23%, μετά την ακρίβεια και την υγεία. Σε άλλη, επίσης πρόσφατη, δημοσκόπηση της Metron Analysis για το Mega η αντιμετώπιση της εγκληματικότητας συμπεριλαμβάνεται στις τέσσερις χαμηλότερες επιδόσεις της κυβέρνησης (με αυθόρμητες απαντήσεις). Στο Μέγαρο Μαξίμου, όπου μελετάνε προσεκτικά τις δημοσκοπήσεις, το παρατηρούν εδώ και καιρό και γνωρίζουν ότι η δυσαρέσκεια της κοινωνίας δεν είναι αβάσιμη.
Τα «επιτεύγματα» του Οικονόμου
Ο πρώην, πλέον,υπουργός Προστασίας του Πολίτη, Γιάννης Οικονόμου, παρότι είχε μόλις λίγους μήνες στη θέση αυτή, μετρούσε αρκετές αποτυχίες στη θητεία του και μερικά εγκλήματα (ειδικά τα οπαδικά) για τα οποία είχε προειδοποιηθεί με τον έναν ή τον άλλον τρόπο. Ο ίδιος, ωστόσο, κατά την τελετή παράδοσης του υπουργείου Προστασίας του Πολίτη, ισχυρίστηκε ότι η θητεία του είχε σημαντικά επιτεύγματα, υποστηρίζοντας ότι υπήρξε αύξηση της αστυνόμευσης και ότι υλοποίησε την επιστροφή 1.500 αστυνομικών στους δρόμους. Αυτό δεν είναι καθόλου ακριβές όμως, καθώς η κυβερνητική εξαγγελία ήταν για 2.500 αστυνομικούς μέχρι το τέλος του περασμένου Οκτωβρίου, οπότε και 1.500 να είχαν επιστρέψει μέχρι τώρα, δεν πρόκειται για επίτευγμα αλλά για μεγαλη απόκλιση από τον στόχο. Ωστόσο, ούτε αυτός ο αριθμός των 1.500 που ανέφερε επιβεβαιώνεται από τα στοιχεία της Αστυνομίας. Στην πραγματικότητα, πρόκειται για τον αναπροσαρμοσμένο στόχο, τον οποίο στο υπουργείο ευελπιστούν ότι κάποια στιγμή θα προσεγγίσουν. Ο κ. Οικονόμου παρουσίασε επίσης ως επίτευγμά του «τη βελτίωση εμφανούς αστυνόμευσης», κάτι που αποτελεί προσωπική του κρίση, και τους «διαγωνισμούς ύψους 156 εκατομμυρίων ευρώ για εκσυγχρονισμό των καμερών στους δρόμους και αγορά φορητών καμερών», μια πολιτική της κυβέρνησης που υπήρχε πριν από αυτόν και δεν έχει ολοκληρωθεί ακόμα.
Η Νέα Δημοκρατία και ο Κυριάκος Μητσοτάκης, πριν κερδίσουν τις εκλογές του 2019 και όσο ήταν ακόμα στην αντιπολίτευση, έθεταν πολύ ψηλά στην ατζέντα τους τα θέματα «νόμου και τάξης», βαζοντας ψηλά τον πήχη στο θέμα της ασφάλειας των πολιτών. Οι επιδόσεις της κυβέρνησης, όμως, ήταν κατώτερες των προσδοκιών που καλλιέργησαν στους ψηφοφόρους της.
Ο Μιχάλης Χρυσοχοΐδης, που επανήλθε στο υπουργείο Προστασίας του Πολίτη, είναι ο τρίτος υπουργός που αλλάζει σε μια κυβέρνηση μόλις έξι μηνών. Η προηγούμενη επιλογή, του Γιάννη Οικονόμου, ο οποίος δεν είχε ούτε γνώση του αντικειμένου ούτε εμπειρία, είχε προκαλέσει από την αρχή εύλογες απορίες για το ρίσκο του πρωθυπουργού να του δώσει αυτή την υπουργική καρέκλα. Οι καλόπιστοι, όμως, θεωρούσαν ότι ήταν νωρίς για να κριθεί ένας σχετικά νέος υπουργός, καθώς η κατάσταση στην Ελληνική Αστυνομία δεν είναι πολύ διαφορετική από εκείνη του ΟΣΕ. Όμως οι περισσότεροι δημόσιοι οργανισμοί και φορείς στην Ελλάδα, μετά τη δεκαετία της κρίσης, κάπως έτσι είναι κι αυτός κανονικά θα ήταν ένας λόγος παραπάνω για να μην υπάρχουν περιθώρια για άλλα λάθη και καθυστερήσεις.
Η κατάχρηση των αιτημάτων φύλαξης «στόχων»
Μία από τις αιτίες για την έλλειψη αστυνομικών στα τμήματα (ενώ η χώρα διαθέτει ένα από τα μεγαλύτερα αριθμητικώς σώματα στην Ε.Ε.) είναι ότι εδώ και αρκετά χρόνια παρατηρείται κατάχρηση της δυνατότητας πολιτικών, δικαστικών, επιχειρηματιών και δημοσιογράφων να αποσπούν αστυνομικούς για τη φύλαξή τους (κάποιοι τους χρησιμοποιούν παρανόμως και ως βοηθούς), με αποτέλεσμα τα αστυνομικά τμήματα να έχουν λιγότερους απ' όσους χρειάζονται και να μην επαρκούν για περιπολίες.
Έτσι, μια κατηγορία λίγων και προνομιούχων έχει στη διάθεσή της αστυνομικούς που πληρώνονται από τους φορολογούμενους πολίτες για την ιδιωτική της φύλαξη, την ώρα που η πλειοψηφία έχει ελλιπή προστασία, αφού οι αστυνομικοί που παραμένουν στα τμήματα δεν φτάνουν. Σε πολλές περιπτώσεις η κατάχρηση είναι ακόμα μεγαλύτερη, όταν αστυνομικοί χρησιμοποιούνται ως βοηθοί ή ως σοφέρ, κάτι που δεν επιτρέπεται.
Λίγο μετά την εξαγγελία του πρωθυπουργού τον Σεπτέμβριο, ο παλιός υπουργός της Νέας Δημοκρατίας, Στέφανος Μάνος, είχε επιδοκιμάσει δημόσια την απόφαση που ανακοινώθηκε, αλλά έθετε κάποια ερωτήματα για τα οποία δεν έχουν έχουν δοθεί σαφείς απαντήσεις.
Σχετικά με τον αριθμό των αστυνομικών που λείπουν από τις υπηρεσίες επειδή είναι στη φύλαξη διαφόρων, αυτός κυμαίνεται από 2.500 έως 7.000, ανάλογα με το ποιους βάζει ή βγάζει κανείς στη λίστα. Αν δεν συμπεριληφθούν π.χ. τα υπουργεία, τα κόμματα, οι πρεσβείες, τα δικαστήρια, οι πολιτικοί αρχηγοί και οι βουλευτές, ο αριθμός δεν ξεπερνάει τους 2.500. Αν όμως συμπεριληφθούν όλοι αυτοί, ο αριθμός μεγαλώνει πολύ. Ακριβής εικόνα για το ποιος βρίσκεται πού και πόσα αιτήματα έχουν γίνει δεκτά δεν υπάρχει. Παρομοίως, δεν υπάρχει ακριβής εικόνα για το πόσοι από τους «φυλασσόμενους» έχουν απολέσει την ιδιότητα ή τους λόγους για τους οποίους έλαβαν αστυνομική φυλαξη. Στην Αστυνομία γνωρίζουν, όμως, ότι υπάρχουν π.χ. πρώην βουλευτές ή πρώην υπουργοί που δεν επιστρέφουν τους αστυνομικούς που είχαν στις υπηρεσίες τους. Χαρακτηριστική είναι η περίπτωση των αστυνομικών που είχαν λάβει τα μέλη της υπηρεσιακής κυβέρνησης του καλοκαιριού, οι οποίοι δεν τους επέστρεψαν μετά τη λήξη της σύντομης θητείας τους.
Το θέμα της αποδέσμευσης των αστυνομικών από τη φύλαξη δημοσίων προσώπων έχει απασχολήσει κι άλλες φορές στο παρελθόν, καθώς προσφέρεται και για τη δημιουργία εύκολων εντυπώσεων από τους πολιτικούς. Ποτέ όμως δεν αντιμετωπίστηκε, ούτε μπήκαν κανόνες. Αντιθέτως, εξακολουθεί να υπάρχει απόλυτη αδιαφάνεια και όποιος έχει άκρες μπορεί να αποσπά αστυνομικούς για τη φύλαξή του, δηλώνοντας «στόχος».
Με εντολή του πρωθυπουργού αποδεσμεύονται μέσα στον Οκτώβριο 2.500 στελέχη της ΕΛ.ΑΣ. από τη φύλαξη δημοσίων προσώπων. Ένα στέλεχος κοστίζει συνολικά 20.000€ ετησίως περίπου. Συνεπώς η κυβέρνηση Μητσοτάκη τα τελευταία πέντε χρόνια ξόδευε 50 εκ. € ετησίως για τη φύλαξη διαφόρων…
— Stefanos Manos (@StefanosManos) September 17, 2023
Ούτε οι μισοί
Ο πρωθυπουργός, σύμφωνα με την απάντηση που μας δόθηκε από το υπουργείο Προστασίας του Πολίτη, επέστρεψε 80 αστυνομικούς από την προσωπική του φρουρά. Ο αριθμός, όμως, των 2.500 αστυνομικών που θα επέστρεφαν στις υπηρεσίες του, όπως αναφέραμε, δεν έχει επιτευχθεί. Σύμφωνα με όσα μας είπαν οι εκπρόσωποι των αστυνομικών ενώσεων, ούτε οι μισοί δεν έχουν επιστρέψει και πολλοί από αυτούς δήλωσαν ότι θέλουν να βγουν στη σύνταξη ή ζήτησαν αναρρωτικές και γονικές άδειες. Κάποιοι δεν θέλουν να επιστρέψουν στις υπηρεσίες τους και προσπαθούν να κερδίσουν χρόνο μέχρι να χαλαρώσει ξανά η κατάσταση, ενώ σε άλλες περιπτώσεις ασκούνται πιέσεις για να μην επιστραφούν. Οι εκπρόσωποι υποστηρίζουν ότι οι αστυνομικοί που έχουν επιστρέψει είναι πολύ λιγότεροι από 500, ενώ από το υπουργείο ισχυρίζονται ότι δεν είναι τόσο λίγοι, παραδέχονται ωστόσο ότι ο νέος στόχος είναι να επιστρέψουν 1.500.
Το σκάνδαλο Φουρθιώτη
Μια καλή αφορμή για να αντιμετωπιστεί το χρόνιο και αδιαφανές ζήτημα της φύλαξης ιδιωτών από πόρους της Αστυνομίας ήταν το σκάνδαλο Φουρθιώτη και όσα αποκαλύφθηκαν πριν από τρία χρόνια. Δεν υπήρξε όμως πολιτική βούληση και κανένας πολιτικός δεν ασχολήθηκε με την έκταση του προβλήματος. Αποκαλύφθηκε, ωστόσο, πόσο εύκολο ήταν, ακόμα και για έναν παρουσιαστή περιθωριακών εκπομπών που κατηγορείται για πλήθος αδικημάτων, να διατεθούν από το ελληνικό κράτος αστυνομικοί, τους οποίους, όπως κατήγγειλαν κάποιοι από αυτούς, τους κακομεταχειριζόταν κιόλας. Το ελληνικό κράτος, δηλαδή, στερούσε αστυνομικές δυνάμεις από την υπηρεσία των πολιτών και τις προσέφερε σε έναν υπόδικο, ο οποίος, όταν ερευνήθηκε στοιχειωδώς, κατηγορήθηκε, μεταξύ άλλων, και ως υποκινητής των περιστατικών με τους πυροβολισμούς που είχε επικαλεστεί για να εμφανιστεί ως «στόχος».
Ο τηλεπωλητής-τηλεπαρουσιαστής είχε καταφέρει να έχει στη διάθεσή του 14 αστυνομικούς και οχήματα, την ώρα που οι δυνάμεις της Αστυνομίας αδυνατούσαν να καλύψουν πραγματικές ανάγκες. Χαρακτηριστική ήταν και η αντίδραση του υπουργείου «Προστασίας του Πολίτη» που απέσυρε αστυνομικούς (όχι όλους) μετά την κατακραυγή, αφού πρώτα επιχείρησε να αγνοήσει το θέμα και μετά να το διαψεύσει. Μόνο μετά τις αποκαλύψεις αναγκάστηκε να το παραδεχθεί, χωρίς ωστόσο να δώσει εξηγήσεις ή να αναλάβει κανείς την ευθύνη. Κι όλα αυτά γίνονταν την ώρα που στη Δικαιοσύνη εκκρεμούσαν σε βάρος του έρευνες για αδικήματα όπως σύσταση συμμορίας, ηθική αυτουργία κατά συρροή και κατ’ εξακολούθηση, διακεκριμένη οπλοκατοχή και οπλοφορία, ηθική αυτουργία σε έκρηξη, προμήθεια και κατοχή βόμβας, ηθική αυτουργία σε διακεκριμένη φθορά, απόπειρα εκβίασης, ψευδή καταγγελία κ.ά., ενώ, σύμφωνα με έγγραφα του Τμήματος Οικονομικού Εγκλήματος της Εισαγγελίας Εφετών Αθηνών, υπήρχαν και δικογραφίες για αδικήματα απάτης κατά του ελληνικού Δημοσίου, νομιμοποίησης εσόδων από εγκληματικές δραστηριότητες και πλαστογραφίας.
Η δικογραφία που διαβιβάστηκε στον ανακριτή τον Απρίλιο του 2021 αφορούσε σκηνοθετημένες από τον ίδιο επιθέσεις έξω από το σπίτι του και πυροβολισμούς εναντίον αστυνομικών που εξαπέλυσαν οι συγκατηγορούμενοί του.
Οι αστυνομικοί που του είχαν διατεθεί από τον Μάιο του 2020 στις αναφορές τους περιέγραφαν περιστατικά που «πλήττουν το κύρος της Ελληνικής Αστυνομίας και δεν ανάγονται στην αποστολή τους» καθώς και προσβλητικές συμπεριφορές, ενώ επισήμαιναν και ότι δεν συνέτρεχαν λόγοι φρούρησης του Φουρθιώτη, κατά την εκτίμησή τους. Σύμφωνα με τις αναφορές αυτές, ο Φουρθιώτης συχνά διαπληκτιζόταν με διάφορους –πολλές φορές σε καταστήματα ή με συνεργάτες του– και απαιτούσε από τους αστυνομικούς να επεμβαίνουν, ενώ ήθελε να τους χρησιμοποιεί και ως σοφέρ, προβάλλοντας παράλογες απαιτήσεις.
Η περίπτωση Φουρθιώτη δεν είναι η μοναδική αυτού του είδους. Συνδικαλιστές από την Ελληνική Αστυνομία αναφέρουν ότι «υπάρχουν πολλοί "Φουρθιώτηδες"», δηλαδή παρόμοιες υποθέσεις, τις οποίες όμως καλύπτει η σιωπή. Η συγκεκριμένη προκλητική περίπτωση αποκαλύφθηκε όταν στις 23 Μαρτίου του 2021 ο αντιδήμαρχος της Ραφήνας δημοσιοποίησε υπηρεσιακά έγγραφα του υπουργείου προς το τοπικό αστυνομικό τμήμα με την εντολή να φρουρούν σε 24ωρη βάση τον Φουρθιώτη. Η Ελληνική Αστυνομία επιχείρησε τότε να το διαψεύσει, αλλά τα στοιχεία ήταν αδιάψευστα. Δεν υπάρχει αμφιβολία ότι υπήρξε μεγάλη ενόχληση από τους ίδιους τους αστυνομικούς που αναγκάζονταν να φυλάνε τέτοια πρόσωπα και να τα ανέχονται, διότι αυτές τις εντολές είχαν.
Τότε, από το Μέγαρο Μαξίμου είχε αναφερθεί στα ΜΜΕ ότι το γραφείο του πρωθυπουργού είχε ζητήσει να γίνει πλήρης καταγραφή των προσώπων στα οποία έχει διατεθεί φύλαξη από την Ελληνική Αστυνομία και να σταλεί στο Μαξίμου εντός δύο ημερών. Από τότε, τον Απρίλιο του 2021, μέχρι τον περασμένο Σεπτέμβριο που έκανε την εξαγγελία για τους 2.500 ο πρωθυπουργός, δεν έχει γίνει τίποτα.
Όσο για τα στοιχεία που ζήτησε με δημόσια παρέμβασή του ο Στέφανος Μάνος, αυτά δεν δίνονται ποτέ. Αρκετοί βουλευτές της αντιπολίτευσης κατά καιρούς τα έχουν ζητήσει με ερωτήσεις τους στη Βουλή, αλλά πάντα (όλες) οι κυβερνήσεις τούς απαντούν ότι τα στοιχεία είναι απόρρητα και δεν τα δίνουν, διαιωνίζοντας την αδιαφάνεια, η οποία πολύ συχνά συνδέεται με διαφθορά.
Το αίτημα Κασσελάκη
Μία άλλη περίπτωση, που έγινε γνωστή πρόσφατα, είναι αυτή του Στέφανου Κασσελάκη. Στις αρχές Σεπτεμβρίου πληροφορηθήκαμε από «διαρροή» στο ραδιόφωνο του Σκάι ότι είχε υποβάλει αίτημα φύλαξης ως υποψήφιος πρόεδρος του ΣΥΡΙΖΑ, το οποίο η Ελληνική Αστυνομία έκανε δεκτό, παρότι δεν ήταν πρόεδρος ακόμα για να το δικαιούται.
Σύμφωνα με πληροφορίες από τη ΓΑΔΑ που δημοσιεύθηκαν στον Τύπο, η αστυνομία τού διέθεσε ένα όχημα με αστυνομικό οδηγό και άλλους τρεις αστυνομικούς, ενώ οι ίδιες πληροφορίες ανέφεραν ότι είχε ζητήσει να διατεθούν αστυνομικοί και για τον συντροφό του, καθώς και 24ωρη φύλαξη της οικίας τους. (Είχε ζητήσει, επίσης, να τον συνοδεύσουν και στην εξοχική του κατοικία στις Σπέτσες κατά τη θερινή περίοδο). Όταν το θέμα έλαβε δημοσιότητα, η Ελληνική Αστυνομία επιβεβαίωσε με ανακοίνωσή της ότι ο κ. Κασσελάκης αιτήθηκε τη φύλαξη του ιδίου καθώς και προσώπου του περιβάλλοντός του, ωστόσο αναγκάστηκε να ζητήσει την απόσυρση της φύλαξης από τη στιγμή που έγινε γνωστό.
Ο τότε υποψήφιος πρόεδρος δέχθηκε έντονη κριτική, καθώς εκείνη την περίοδο κατήγγελλε τα προνόμια των λίγων. Ανεπισήμως, σε κάποια φιλικά μέσα που τον υποστήριξαν αναφέρθηκε ότι ο λόγος που ζήτησε προστασία ήταν κάποια ομοφοβικά και απειλητικά σχόλια που δέχθηκε στο διαδίκτυο. Μετά την εκλογή του, πάντως, ο ίδιος δικαιούται πλέον αστυνομική φύλαξη κανονικά.
Τι λένε οι συνδικαλιστές
Οι εκπρόσωποι των αστυνομικών έχουν μιλήσει πολλές φορές για το θέμα αυτό, αλλά δεν ακούγονται. Λίγες μέρες πριν από την εξαγγελία του πρωθυπουργού τον περασμένο Σεπτέμβριο, ο πρόεδρος της Ένωσης Αστυνομικών Υπαλλήλων Νοτιοανατολικής Αττικής, Γιώργος Καλλιακμάνης, είχε αναφέρει ότι «από τους 12.000 αστυνομικούς στην Αττική, οι 7.000 ασχολούνται με τη φύλαξη στόχων και μένουν για την ασφάλεια των πολιτών μόλις 5.000 αστυνομικοί».
Έναν χρονο πριν, εκπρόσωποι των αστυνομικών της βορειοανατολικής Αττικής ανέφεραν ότι «καθημερινά, οχήματα της Τάξης, Ασφάλειας και ΔΙ.ΑΣ. διατίθενται ως σταθερή δύναμη φύλαξης πανεπιστημιακών, δικαστικών, πολιτικών προσώπων, διπλωματών, κτιρίων, εταιρειών κ.λπ., με ό,τι αυτό συνεπάγεται για τους πολίτες και την ασφάλειά τους και καταστρατηγώντας το σύνολο των σχετικών Προεδρικών Διαταγμάτων. Είναι γνωστό στους αρμοδίους ότι υφίσταται τεράστια λειψανδρία και ότι η Διεύθυνση Βορειοανατολικής Αττικής λειτουργεί με το ήμισυ της οργανικής της δύναμης».
Ο πρόεδρος της Ένωσης Αστυνομικών Δυτικής Αττικής, Γιώργος Σταματάκης, πριν από λίγο καιρό υποστήριζε ότι «οι υπηρεσίες της Δυτικής Αττικής όχι απλά είναι υποστελεχωμένες αλλά τα Τμήματα Ασφαλείας είναι στα όρια του κλεισίματος» και ότι «η μισή Ελληνική Αστυνομία φυλάει τους "επισήμους" και ο υπόλοιπος λαός είναι αφημένος στη μοίρα του και δεν ξέρει τι του ξημερώνει».
Ο κ. Σταματάκης ανέφερε ότι «τα Τμήματα Ασφαλείας ψυχορραγούν εδώ και 6-7 χρόνια», ενώ, σχολιάζοντας την εξαγγελία του πρωθυπουργού, είπε ότι ανακοινώθηκε πως «2.500 αστυνομικοί θα αποδεσμευτούν από τη φύλαξη των επισήμων και θα έρθουν στις μάχιμες Υπηρεσίες, Τμήματα Ασφαλείας και Τμήματα Τάξης, όμως στα Τμήματα Ασφαλείας Δυτικής, από την ημέρα που εξαγγέλθηκε αυτό το μέτρο μέχρι και σήμερα, έχουν έρθει 8 άτομα και έχουν φύγει 6».
Για «μεγάλη υποστελέχωση και πλήρη απαξίωση των Τμημάτων Ασφαλείας» μιλούσαν σε ανακοίνωσή τους τον περασμένο Νοέμβριο και οι αστυνομικοί υπάλληλοι της βορειοανατολική Αττικής, ενώ σε άλλη ανακοίνωση κατήγγειλαν «πλήρη απορρύθμιση των Τμημάτων Τροχαίας που τείνουν να αποδεκατιστούν πλήρως».
Πρόσφατα η Ένωση Αστυνομικών Υπαλλήλων Δυτικής Αττικής ανέφερε: «Μάταια οι πολίτες αναζητούν περιπολίες ΟΠΚΕ στον δρόμο. Δεν θα βρουν, διότι φυλάνε πρόσωπα, καταλήψεις, πλατείες και τώρα τις καφετέριες του αεροδρομίου. Ενδεικτικά, στη δυτική Αττική μόνο μία ομάδα ΟΠΚΕ περιπολεί από τις 4 και, άντε, στο τσακίρ κέφι, άλλη μία, κι αυτές υποστελεχωμένες με 5-6 άτομα προσωπικό επειδή διαθέτουν άτομα σε πάρεργα για να βουλώσουν τρύπες [...] εμείς, ως αστυνομικοί, περιμένουμε να δούμε τους 2.500 αστυνομικούς που ο ίδιος ο πρωθυπουργός, προς τιμήν του, ανακοίνωσε ότι θα αποδεσμεύσει από τη φύλαξη επισήμων».
Συνδικαλιστής αστυνομικός από την Αττική μάς εξηγεί ότι οι αστυνομικοί δεν έχουν αντίρρηση να φυλάνε όποιον κινδυνεύει πραγματικά, αλλά «δεν γίνεται όποιος θέλει συνοδεία και έχει κάποιον γνωστό να αποκτάει φύλαξη στο σπίτι του για να τον πηγαινοφέρνουμε. Δεν επιτρέπεται ούτε ψώνια να κουβαλάνε οι αστυνομικοί ούτε να κάνουν τον οδηγό σε μη υπηρεσιακό αυτοκίνητο, αλλά τους το ζητάνε σχεδόν όλοι».
«Εμείς πάντα βάζαμε το θέμα αυτό», λέει, υποστηρίζοντας ότι «πρέπει να γίνει μια αναπροσαρμογή των στόχων και να μείνουν όπου πραγματικά χρειάζεται αστυνομική φύλαξη». Θεωρεί ότι δεν υπάρχει σοβαρός σχεδιασμός, καθώς «σε πολλές περιπτώσεις θα μπορούσε να γίνει και συγχώνευση στόχων». Όπως εξηγεί, «στην Κηφισιά και στο Ψυχικό μπορεί σε μια περιοχή μερικών δεκάδων τετραγωνικών να έχουμε δέκα αστυνομικούς να φυλάνε οικίες, ενώ θα μπορούσε να περιπολεί ένα όχημα και να προστατεύει και από το κοινό εγκλημα».
«Το Αστυνομικό Τμήμα Ψυχικού επρεπε να έχει 170 άτομα, βάσει του οργανοδιαγράμματος. Έχει 100 και από αυτά τα 60 φυλάνε πρεσβείες, σπίτια επιχειρηματιών, πολιτικούς και δημοσιογράφους». Παρομοίως, λέει, η βορειοανατολική Αττικη έπρεπε να έχει γύρω στα 2.000 άτομα, έχει περίπου 1.100 και από αυτά πάρα πολλά φυλάνε «στόχους». «Δηλαδή είμαστε ήδη λιγότεροι από όσους θα έπρεπε και ένας πολύ μεγάλος αριθμός πάει σε στόχους».
Ο πρώην υπουργός
Για το θέμα ρωτήσαμε και έναν πολιτικό που πέρασε κι αυτός στο παρελθόν από το υπουργείο Προστασίας του Πολίτη. Παραδέχθηκε ότι εκείνος δεν το ακούμπησε κατά τη διάρκεια της θητείας του. «Τα άτομα που έχουν προσωπική φυλαξη είναι επώνυμοι, με ισχύ. Για να ασχοληθείς, το κάνεις με κεντρική υποστήριξη, αλλιώς θα σε διαλύσουν αυτοί. Πρόκειται για δημοσιογράφους, εκδότες, επιχειρηματίες, εφοπλιστές, οι οποίοι είναι πολύ ισχυροί», μας είπε.
Οι επιχειρηματίες και οι όροι τους
Στο υπουργείο Προστασίας του Πολίτη διαβεβαιώνουν ότι το ξεκαθάρισμα των «στόχων» θα συνεχιστεί. Υπάρχουν ωστόσο κάποιοι που χρησιμοποιούν κάθε μέσο, προκειμένου να μην επιστρέψουν τους αστυνομικούς που τους έχουν διατεθεί. Μία άλλη συμπεριφορά που συναντάνε, ιδίως από επιχειρηματίες, είναι ότι τους ζητάνε να έχουν όλοι την ίδια αντιμετώπιση. Πολλοί επιχειρηματίες, αναφέρει κυβερνητική πηγή, δηλώνουν σύμφωνοι να στείλουν πίσω τους αστυνομικούς που τους έδωσαν, αρκεί να ισχύσει το ίδιο για όλους (τους επιχειρηματίες).
Τελευταία, υπάρχουν σκέψεις στην κυβέρνηση για να αλλάξει και το Προεδρικό Διάταγμα που καθορίζει τις φρουρές και την επιτήρηση ευπαθών στόχων, ώστε να ορίζονται ξεκάθαρα τα κριτήρια και να μην υπάρχουν «παράθυρα».
Για λίγους η ασφάλεια, για τους πολλούς ανασφάλεια
Οι αρμόδιοι κυβερνητικοί παράγοντες απαντούν ότι αυτήν τη φορά δεν θα κάνουν πίσω, παρά την καθυστέρηση που σημειώνεται και τις δυσκολίες που συναντούν, αλλά οι πιθανότητες είναι εναντίον τους, καθώς αντίστοιχες εξαγγελίες έχουν ξαναγίνει στο παρελθόν, αλλά ποτέ δεν υλοποιήθηκαν. Άλλωστε, οι περισσότεροι απ' όσους έχουν πάρει αστυνομικούς για τη φύλαξή τους αντιδρούν και δεν δέχονται να τους επιστρέψουν, αδιαφορώντας για το αν αυτοί λείπουν από τα αστυνομικά τμήματα και την Τροχαία, που έχουν αποδεκατιστεί. Έτσι, πρόσωπα με μεγαλύτερη οικονομική άνεση (κάποιοι είναι πλούσιοι επιχειρηματίες, εκδότες, εφοπλιστές κ.ά.) στερούν αστυνομικούς από τα τμήματα σε βάρος της ασφάλειας των πολλών. Το αποτέλεσμα είναι η ασφάλεια στην Ελλάδα να έχει γίνει ένα αγαθό που πληρώνουν οι πολλοί για να απολαμβάνουν οι λίγοι, εκείνοι που τους το στερούν.