ΤO ΠΡΩΙ ΤΗΣ 1ης ΜΑΡΤΙΟΥ με περίμενε μια έκπληξη. Μαζί με εκατοντάδες χιλιάδες ανθρώπους ξύπνησα χωρίς ασφαλιστική ικανότητα. Μέσα στη νύχτα το σύστημα είχε κάνει ένα μαγικό «τσαφ».
Οικονομολόγοι, αγρότες, γιατροί, δικηγόροι, ελεύθεροι επαγγελματίες, άνεργοι και διάφοροι άλλοι άτυχοι εξαφανιστήκαμε μαγικά μέσα σε ένα σύννεφο στην άκρη του ουράνιου τόξου. Στις ειδήσεις έλεγαν «πως υπήρχαν προβλήματα στο σύστημα των οφειλών».
Έψαξα στα ρετρό άδυτα του taxis και της ΑΑΔΕ, εκεί όπου το ίντερνετ θυμίζει 1998, να δω αν έχω οφειλές. Δεν είχα. Οι εργοδοτικές μου εισφορές είχαν αποδοθεί επίσης. Πήρα τηλέφωνο τον λογιστή μου. Άρχισε να ψάχνει. Μετά πήρα τον ΕΦΚΑ. «Πόσο παράξενο…», μου είπε αφηρημένα ο κύριος στο τηλέφωνο, κοιτάζοντας τον λογαριασμό μου. «Μα τι γίνεται;» του είπα. «Το χάος είναι λίγο για να περιγράψει αυτό που συμβαίνει», μου απάντησε αινιγματικά.
Την ώρα που όλα γύρω μοιάζουν να καταρρέουν που ξαφνικά έχουμε φτάσει να αναρωτιόμαστε αν θα γίνει πυρηνικό ολοκαύτωμα, o ΕΦΚΑ μας κρατάει πάντα σε εγρήγορση για να μη βαριόμαστε. Να κλείσουμε ραντεβού για να επιλύσουμε «το θέμα μας», να είμαστε έτοιμοι με τα χαρτιά μας, με φωτοτυπίες ταυτότητας και φορολογικής δήλωσης με 102 διαφορετικούς αριθμούς πρωτοκόλλου και αιτήσεις, ζιγκ-ζαγκ από το Μητρώο στο Πρωτόκολλο και πίσω, ανάμεσα από ξεσκισμένες καρέκλες και φίκους που πεθαίνουν.
Σπάνια έχω νιώσει τόσο έντονη την ανάγκη να βιαιοπραγήσω κατά ενός αγνώστου. Ήμουν εννιά μηνών έγκυος, απόλυτα συνεπής στις υποχρεώσεις μου και είχα βρεθεί για κάποιον άγνωστο λόγο να παρακαλάω για να μη γεννήσω ανασφάλιστη.
Δεν μου κάνει τίποτα εντύπωση πλέον. Θα μπορούσα να γράψω βιβλίο για τις περιπέτειές μου ως ελεύθερου επαγγελματία ανάμεσα σε ασφαλιστικά ταμεία. Τον Αύγουστο του 2020, δύο εβδομάδες πριν γεννήσω, συνειδητοποίησα πως στα χαρτιά φαινόταν να υπάγομαι σε προηγούμενο ασφαλιστικό φορέα και όχι στον ΕΟΠΥΥ.
Αυτό, παρά το γεγονός ότι ήμουν ήδη έξι μήνες στον ΟΑΕΕ/ΕΦΚΑ και ο εργοδότης μου πλήρωνε κανονικά τις εισφορές μου. Είχε προηγηθεί και το πρώτο lockdown και είχαν μείνει οι υπηρεσίες κλειστές για μήνες. Ξεκίνησα να «ξεμπλέξω την κατάσταση».
Περιπλανήθηκα σε μια άδεια αυγουστιάτικη Αθήνα που μύριζε εξάτμιση, στα πρώην υποκαταστήματα του παλιού ΟΑΕΕ (Πειραιώς, Ακαδημίας, Κόνωνος), σε ένα ιδιότυπο παιχνίδι θησαυρού. Κολλημένα και ξεφτισμένα χαρτιά στους τοίχους («Το υποκατάστημα Χ έχει μετακομίσει στην οδό Ψ») με ενημέρωναν για την επόμενη στάση μου.
Κάπως έτσι βρέθηκα στου Ζωγράφου, όπου δύο υπάλληλοι, χτισμένοι μέσα σε ένα κουβούκλιο-σπιτάκι από νοβοπάν, με ενημέρωσαν με απεγνωσμένο βλέμμα πως «μόλις μετακόμισαν», «δεν βλέπουν το σύστημα», και να επιστρέψω σε μερικές εβδομάδες. Τους εξήγησα ότι σε μερικές εβδομάδες θα είχα γεννήσει, αλλά το βλέμμα τους παρέμεινε κενό, ο ένας ντράπηκε και λίγο, αλλά ήταν εμφανές ότι δεν ήξερε πώς να με βοηθήσει. Ακολούθησαν πολλές επισκέψεις με αποκορύφωμα μια αυτοσχεδιαστική καταδρομική στο γραφείο της διευθύντριας στον έβδομο όροφο.
Η διευθύντρια, μια γυναίκα γύρω στα πενήντα πέντε με μαλλί κράνος-μπούκλα που θύμιζε τη Λίντα Μπέλτσερ στο «Βοb’s Βurgers», περιτριγυρισμένη από εικονίτσες αγίων και μοναχών, με κατακεραύνωνε ανελέητα πίσω από τα γυαλιά πρεσβυωπίας της με μικρές στακάτες φράσεις. «Τώρα περιμένατε κι εσείς;/ Τόσους μήνες που ήσασταν;/ Αν σας ενδιέφερε, θα είχατε έρθει νωρίτερα!/ Από εμάς τι περιμένετε τώρα;», ενώ παράλληλα μιλούσε με τον γιο της στο τηλέφωνο, χρησιμοποιώντας μια γλυκερή φωνή. «Έφαγες, αγαπούλα μου; Θα οδηγήσεις; Να προσέχεις! Η μανούλα σε αγαπάει».
Σπάνια έχω νιώσει τόσο έντονη την ανάγκη να βιαιοπραγήσω κατά ενός αγνώστου. Ήμουν εννιά μηνών έγκυος, απόλυτα συνεπής στις υποχρεώσεις μου και είχα βρεθεί για κάποιον άγνωστο λόγο να παρακαλάω για να μη γεννήσω ανασφάλιστη. Έκανα το μόνο πράγμα που μπορούσα. Έκατσα εκεί και φώναζα μέχρι να έρθει κάποιος να με βοηθήσει. Τι πιο φυσιολογικό και υγιές εξάλλου, από το να φωνάζεις με την κοιλιά στο στόμα, περίπου σαν ανυπεράσπιστο ζώο, μέσα σε μια δημόσια υπηρεσία μπας και σε λυπηθούν;
Οι τελευταίες ανακοινώσεις λένε πως μέχρι τις 22 Μαρτίου θα έχει διορθωθεί το «πρόβλημα στο σύστημα». Φαντάζομαι πως μέχρι τις 22 Μαρτίου θα πρέπει να μην έχει αρρωστήσει κανείς από εμάς ή τα παιδιά μας (που είναι κι αυτά ανασφάλιστα). Όλοι μας θα πλενόμαστε με κρύο νερό σαν τους Σπαρτιάτες και θα ροβολάμε στα ολάνθιστα λιβάδια. Εκεί θα κάνουμε βάδην και γρήγορες, ρυθμικές διατάσεις, τραγουδώντας προσκοπικά τραγούδια με ξαναμμένα μάγουλα. Εκτός, βέβαια, κι αν μας βρει πρώτα το πυρηνικό ολοκαύτωμα.
Το άρθρο δημοσιεύθηκε στην έντυπη LiFO.