Είχα μείνει πολύ καιρό σε αυτό το ρετιρέ στην Ιπποκράτους και δεν είχα αντιμετωπίσει ποτέ πρόβλημα με τα πτηνά της πόλης - τα περιστέρια κατά το γνωστότερο, αρουραίους με φτερά κατά το επικριτικότερο, μα και ρεαλιστικότερο συνάμα. Όμως εκείνο το ανοιξιάτικο διήμερο, σα να είχε κάποιος κουρδίσει τα άκακα αυτά πουλάκια, και τα είχε μεταμορφώσει σε μυστήρια χιτσοκικά Πουλιά.
Η πρώτη (ανώδυνη) κρούση έγινε την Κυριακή το απόγευμα. Μόλις είχαμε γυρίσει από το γεύμα μας με τον τότε φίλο μου (νυν σύζυγο), κι ανοίξαμε την παλαιού τύπου δίφυλλη μπαλκονόπορτα, να μπει λίγη εαρινή δροσιά στο σαλόνι. Δεν πέρασαν δυο λεπτά, και το απρόκλητο περιστέρι εισήλθε στο λίβινγκ ρουμ με μικρά βηματάκια (τιπ τιπ τιπ) - ευτυχώς τόσο ήσυχα, τόσο διακριτικά, που με το πρώτο 'ξουττττ'!!! εξαφανίστηκε στην βεράντα. Περίεργο μου φάνηκε μεν, το προσπεράσαμε εύκολα δε.
Η δεύτερη όμως κρούση δεν άργησε να χτυπήσει. Αφού χωνέψαμε το μεσημεριανό μας, ο φίλτατος Άρης χτενίστηκε, περφουμαρίστηκε και με τον φάκελο δικογραφίας ανά χείρας ξεκίνησε για το βραδυνό ραντεβού με τον μάρτυρα, να τα ομιλήσουνε για το δικαστήριο της επομένης.
Ένα όμως κακόμοιρο περιστέρι, το οποίο προφανώς είχε μπει στην πολυκατοικία από κάποιο ανοιχτό παράθυρο, το οποίο στη συνέχεια δεν μπόρεσε να ξαναβρεί για να εξέλθει, είχε παρανοήσει από τον εγκλωβισμό και φτερούγιζε μανιασμένα πάνω κάτω στους διαδρόμους, σε φάση πτηνολογικής υστερίας.
Ο καλός αστυνόμος της γειτονιάς, που δουλειά του είναι να βοηθά τους ανήμπορους πολίτες (κι ο οποίος κατά πάσα πιθανότητα περνούσε το ήσυχο βράδυ της Δευτέρας ξυνόμενος), ήταν ο άνθρωπός μου. Φυσικά, η ιδεά της ιλαρής (κατα)χρησης του θεσμού της αστυνομίας δεν με άφησε διόλου αδιάφορη.
Σε αυτή λοιπόν την έξαλλη κατάσταση, όρμησε στο κεφάλι του ανυποψίαστου πρεσβευτή της δικαιοσύνης, που μόλις έβγαινε από το διαμέρισμα, ο οποίος επέδειξε άψογα αντανακλαστικά και, προτάσσοντας τον φάκελο ως ασπίδα - ρακέτα κι εξαπολύοντας την ιαχή 'Γαμώ την τρέλα μου' (το λλ παχύ παρακαλώ, λόγω προέλευσης), έτρεψε το τρελαμένο πτηνό σε άτακτη φυγή.
Αφού ρίξαμε τα απαραίτητα νευρικά γελάκια (τι σου είναι η ζωή, τι σου είναι η φύση), το βράδυ μας συνεχίστηκε στους κανονικούς του ρυθμούς. Την επομένη ξημέρωσε η Δευτέρα, η δίκη ολοκληρώθηκε πανηγυρικώς και ο μουλτι-σίτυ δικηγόρος αναχώρησε δαφνοστεφανωμένος για τη μάνα Θεσσαλονίκη.
Αργά το απόγευμα, ήρθε και η δική μου ώρα να γυρίσω στο σπίτι - στο οποίο σπίτι να σημειώσω ότι είχα αφήσει την πόρτα της κουζίνας μισάνοιχτη, για λόγους οικοκυροσύνης (επειδή δηλαδή είχαν μαζευτεί πολλά άπλυτα στο νεροχύτη και για να μην μυρίσει ο χώρος). Η οποία πόρτα ήταν και αυτή παλαιού τύπου δίφυλλη. Ωσαύτως, για να μην πιάσει κανένα ρεύμα, είχα κλείσει την εσωτερική πόρτα της κουζίνας, απομονώνοντας το υπόλοιπο σπίτι.
Έτσι λοιπόν είχε η κατάσταση στα του οίκου μου, όταν επέστρεψα σε αυτόν. Δεν πρόλαβα όμως να βγάλω το σακάκι μου, όταν ακούστηκε το πρώτο «ντουππππ». Ο ήχος ερχόταν από την κουζίνα. Με το δεύτερο «ντουππππ», λίγα μόλις δευτερόλεπτα αργότερα, η εικόνα ήταν ξεκάθαρη: Ένα τρίτο πτηνό είχε εισέλθει από την ανοιχτή πόρτα στην κουζίνα, για κακή του όμως τύχη, η δίφυλλη -πρώην ανοιχτή- πόρτα έκλεισε, με αποτέλεσμα το πουλί να εκγλωβιστεί μέσα στο δωμάτιο, πάνω δε στον πανικό του να εξέλθει από αυτό, το έριξε στις κουτουλιές πάνω στο κλειστό τζάμι. Εξ'ου και τα αλλεπάλληλα ντουπ, ντουπ, που σφυροκοπούσαν εφιαλτικά τα έντρομα αυτάκια μου.
Για να μπω στην κουζίνα, να διασχίσω τα τέσσερα μέτρα που χώριζαν την εσωτερική πόρτα από την μπαλκονόπορτα με το αφηνιασμένο περιστέρι να φτεροκοπά πάνω στο κεφάλι μου, ούτε λόγος. Τη λιποθυμία την είχα στο τσεπάκι. Έπρεπε όμως κάτι να γίνει, και μάλιστα άμεσα, διαφορετικά το άτυχο πτηνό κινδύνευε να γίνει χαλκομανία.
Σκέφτηκα δύο καλούς φίλους, που θα μπορούσαν να προστρέξουν, αλλά σίγουρα θα χρειάζονταν αρκετή ώρα μέχρι να έρθουν στο σπίτι, και ως τότε το περιστέρι δεν θα την έβγαζε καθαρή. Κατόπιν ο νους μου πήγε στους φιλικούς μαγαζάτορες της γειτονιάς, αλλά και αυτοί οι χριστιανοί τί έφταιγαν, να αφήσουν τα μαγαζιά τους για να διώξουν το δικό μου το πουλί.
Η πυρετώδης σκέψη, υπό την αμείλικτη συνοδεία των ηχηρών κουτουλιών (και κουτσουλιών φαντάζομαι), φανέρωσε στο μυαλό μου τη ΛΥΣΗ: Δύο δρόμους πιο πάνω ήταν η Καλλιδρομίου, με το Α.Τ. Εξαρχείων. Ο καλός αστυνόμος της γειτονιάς, που δουλειά του είναι να βοηθά τους ανήμπορους πολίτες (κι ο οποίος κατά πάσα πιθανότητα περνούσε το ήσυχο βράδυ της Δευτέρας ξυνόμενος), ήταν ο άνθρωπός μου. Φυσικά, η ιδεά της ιλαρής (κατα)χρησης του θεσμού της αστυνομίας δεν με άφησε διόλου αδιάφορη (με έναν σμπάρο, δυο τριγόνια, για να παραμείνουμε στο ορνιθολογικό ύφος του κειμένου).
Έκανα αμέσως μεταβολή και βγήκα από το διαμέρισμα. Αφού καλησπέρησα τους φρουρούς, τους εξέθεσα το πρόβλημα χωρίς περιστροφές. Το άκουσαν μειδιώντας, όχι τόσο για την κοτίαση της μανταμίτσας, όσο διασκεδάζοντας προκαταβολικά με το καψόνι που ετοιμαζόταν να υποστεί ο ψάρακλας του τμήματος.
"Για φωνάξτε τον Γιώργο", η εντολή δόθηκε ακαριαία. Ο Γιώργος (αμούστακο αγόρι, που θα έλεγαν και οι παππούδες μας) εμφανίστηκε ανυποψίαστος. Αφού οι ανώτεροι τού εξήγησαν την αποστολή, έσκυψε το κεφάλι και ακολούθησε τον βαρύ δρόμο του καθήκοντος. Μπήκε με τον οδηγό στο περιπολικό στη γωνία της Ιπποκράτους, ανάψανε τον φάρο (τη σειρήνα δεν την ανάψανε) και κατηφόρισαν μέχρι την είσοδο της πολυκατοικίας, ενώ εγώ τους ακολούθησα πεζή.
Μπαίνοντας με τον νέοπα στο ασανσέρ, κι αντικρύζοντας το ξενερωμένο-θιγμένο ύφος του, θεώρησα αρμόζον να του δικαιολογηθώ: «Σόρρυ για την κλήση, αλλά δεν ήξερα που αλλού να απευθυνθώ», για να εισπράξω το αμιγώς υπηρεσιακό: «Γι'αυτές τις υποθέσεις είναι αρμόδια η Πυροσβεστική». Φυσικά, η εικόνα του κόκκινου ογκώδους οχήματος να σταματά κάτω από το σπίτι, για να τα βάλει με ένα τοσοδούλι περιστεράκι, διέλυσε κάθε αμφιβολία σχετικά με την ορθότητα της κρίσεώς μου.
Αφού μπήκαμε στο διαμέρισμα, του δείχνω την κλειστή πόρτα: «Να, εκεί είναι». Ο Γιώργος σα να δίστασε για μια στιγμή, μα έκανε την υποχρέωση φιλότιμο κι όρμησε στην κουζίνα. Αφού ακούστηκαν διάφορα φτεροκοπήματα και μερικά μπαμ-μπουμ, το Όργανο βγήκε αναμαλλιασμένο, μεταφέροντας το μήνυμα της νίκης: «Εντάξει, το έδιωξα!».
Αφού αναστέναξα με ανακούφιση κι ευχαρίστησα ολόκαρδα τον απελευθερωτή, έπιασα τη χλωρίνη, καθότι η κουζίνα είχε στο μεταξύ γίνει σωστό κοτέτσι.
Όσο για τον νεαρό αστυνόμο, φαντάζομαι θα πέρασε κι αυτός ευχάριστα το υπόλοιπο της βάρδιας του, απαντώντας σε κρίσιμα υπηρεσιακά ερωτήματα σχετικά τον χειρισμό που επέδειξε στο πουλί της γειτόνισσας...
σχόλια