ΣYNEΠΗΣ ΜΕ ΤΗΝ άχρονη λούπα που βιώσαμε κατά τη high season του lockdown, o καιρός μοιάζει να κάνει αναστροφή και να επιστρέφει στο μεταίχμιο μεταξύ χειμώνα και άνοιξης την ώρα που γράφονται αυτές οι γραμμές.
Συγχρόνως, ανοίγουν πειραματικά οι χώροι εστίασης, με τους θαμώνες να ξανασυστήνονται στα στέκια, αναζητώντας νέους τρόπους εγγύτητας (μετά από κάνα δυο ποτά, τα σώματα μοιάζουν να συμπεριφέρονται σύμφωνα με την ανοσία –και την αμνησία– της αγέλης), ενώ για κάποιους δεν φαίνεται να έχει καταλαγιάσει η νοσταλγία για τις μέρες του εσώκλειστου δέους, της ησυχίας, της αβεβαιότητας και της απομόνωσης, όταν όλα έμοιαζαν μοναδικά και απόκοσμα.
Για άλλους, πάλι –που αποτελούν και την πλειονότητα μάλλον–, εκείνες οι μέρες ήταν μια έκτακτη περίσταση, μια νοσηρή πολυτέλεια, ένα περίεργο μακρινό όνειρο, και μόνο όταν βλέπουν ανθρώπους με μάσκες στον δρόμο και στα καταστήματα συνειδητοποιούν ότι πράγματι αυτή η πανδημία συνέβη και εξακολουθεί να σέρνεται τριγύρω μας. Όσο κι αν ο περιορισμένος αριθμός των θυμάτων στη χώρα μας βάζει ακόμα και σώφρονες ανθρώπους στον πειρασμό μιας συνωμοσιολογικού τύπου αντίληψης για τη φύση και το περιεχόμενό της (είδαμε, άλλωστε, και μια αγρίως ελευθεριακή και ξεσαλωμένη αισθητικά εκδοχή μιας τέτοιας νοοτροπίας στο περιβόητο, χονδροειδώς «καίριο» φιλμάκι της Λένας Κιτσοπούλου).
Η πλατεία της Ομόνοιας, ακόμα και με αυτήν τη φτηνή κατασκευή συνθετικής αναβίωσης του «εμβληματικού» της σιντριβανιού, μοιάζει σαφώς προτιμότερη και πιο ανθρώπινη από το γκρίζο καθαρτήριο ψυχών που στεγαζόταν εκεί τα τελευταία χρόνια.
Μια τέτοια αντίληψη δεν περιλαμβάνει, όμως, τους εύλογους προβληματισμούς και τις αντιδράσεις για τα μέτρα και τις αποφάσεις που ανακοινώνονται χωρίς συζήτηση, με αποδέκτη ένα μουδιασμένο κοινό, και αφορούν τη χρήση του ευάλωτου δημόσιου χώρου, είτε πρόκειται για το κέντρο της πόλης στο πλαίσιο του σχεδίου που αποκαλείται ελαφρώς δυσοίωνα «Ο Μεγάλος Περίπατος» είτε για τις παραλίες της χώρας, με τη νέα νομοθεσία περί τουριστικής ανάπτυξης που κατοχυρώνει την αύξηση στο µέγιστο εµβαδόν αιγιαλού «που δύναται να παραχωρηθεί προς χρήση για την άσκηση δραστηριοτήτων που εξυπηρετούν τους λουοµένους ή την αναψυχή του κοινού».
Τούτου λεχθέντος, η πλατεία της Ομόνοιας, ακόμα και με αυτήν τη φτηνή κατασκευή συνθετικής αναβίωσης του «εμβληματικού» της σιντριβανιού, μοιάζει σαφώς προτιμότερη και πιο ανθρώπινη από το γκρίζο καθαρτήριο ψυχών που στεγαζόταν εκεί τα τελευταία χρόνια. Καλύτερο το κιτς από τη βαριά κατάθλιψη, ασχέτως του αν στη γύρω περιοχή το θέαμα παραμένει αβάσταχτα θλιβερό.
Μπορεί τα μέτρα αυτά να ξεκινάνε με γνώμονα την προστασία της δημόσιας υγείας και τον περιορισμό της οικονομικής καταστροφής εν όψει τουριστικής περιόδου, δύσκολο όμως να μην τα εκλάβει κάποιος και ως πρόβα τζενεράλε μιας νέας πίστας που θα εδραιώσει κάποιους από τους χειρότερους συλλογικούς φόβους μας. Θα μας καταπιούν τα τραπεζοκαθίσματα; Θα χάσουμε τα πάρκα και τις πλατείες πάνω που εκτιμήσαμε για πρώτη φορά αυτούς τους χώρους στη διάρκεια της κλειστής εστίασης; Θα κατοχυρωθούμε οριστικά πλέον και διά παντός ως πεδίο αέναων πειραματισμών αρπακολλατζίδικης επιχειρηματικότητας και τουριστικής ανάπτυξης;
Το καλοκαίρι αναμένεται, αν όχι καυτό, σίγουρα μακρύ και περίεργο. Και γεμάτο αχαρτογράφητα ναρκοπέδια διαφόρων ειδών που απαιτούν την καλλιέργεια νέων δεξιοτήτων στη διαχείριση του χώρου, της κοινωνικότητας, της επαφής. Το βέβαιο είναι ότι πάλι δεν θα προλάβουμε να βαρεθούμε, αλλά ούτε και να χαλαρώσουμε ή να «γεμίσουμε τις μπαταρίες» για την (πολλοστή) επανεκκίνηση που θα ακολουθήσει τον Σεπτέμβρη.
Το άρθρο δημοσιεύθηκε στην έντυπη LiFO
σχόλια