ΑΚΡΙΒΟΥΣ ΧΑΙΡΕΤΙΣΜΟΥΣ ΕΛΑΒΕ η πνευματική κοινότητα της πόλης με το έμπα του χρόνου, και χρειάζεται καλή στάθμη για να τους εκτιμήσει. Μια νέα φωνή μολογάει την ιστορία της ψυχής της, κι αφού είναι «νέα», σαν τα σκυλιά κι εμείς –που γαβγίζουν όποιον δεν ξέρουν–, είμαστε έτοιμοι να την πάρουμε στο κοντό. Το Σύσσημον του Νίκου Παναγιωτόπουλου, λαθροδιάσημο και κομμάτι εκτός λογοτεχνικού νόμου εδώ και είκοσι χρόνια, επιτέλους πήρε την τελική μορφή του και πάτησε πόδι.
Όποιος δεν αντέχει τον κόσμο ένα γύρω, με τα χρόνια νιώθει τη γλώσσα του κομμένη και το νου του σε κατάσταση θυέλλης. Η ντόπια ανθρωπότητα, όσο μικρή κι αν είναι, στήνει γιορτές, δοξάζει τον εαυτό της καθώς κοιτάζεται στον καθρέφτη της στιγμής, θεωρεί νόμο το φρόνημά της και ενασμενίζεται για τα κατορθώματά της. Ο απότακτος δεν υπάρχει· ο υπεράριθμος μετράει τα βήματα μέσα στο κελί της ανωνυμίας του, και ένα μόνο δεν ανέχεται: να ζητήσει χάρη.
Λένε από παλιά ότι αν κάποιος τα βάλει με όλους πρέπει να είναι θύμα ή ποιητής. Η πλειοψηφία έχει εύκολο το συλλαλητήριο· έχει δίκιο μόνο και μόνο επειδή επιτυγχάνει απαρτίες, μετράει κεφάλια, κρατάει το νόμισμα έστω και αν δεν έχει ικανά δόντια για να το δαγκώσει. Σαράφηδες και σκάρτα σαραφιάτικα κλείνουν τον ορίζοντα, προσφέρουν μαλακό προσκέφαλο, κουβαλούν μεγάλη αρμάθα με κλειδιά για να φυλάξουν τα κολονάτα τους.
Όποια κι αν είναι η εκλεπτυσμένη μας ηλιθιότητα, καταλαβαίνουμε ότι δεν έχουμε να κάνουμε με ατομικά μυστικά, με απόκρυφες αμαρτίες· το βάθος είναι πάντα η κοινότητα, οι μεταστάσεις της βασανισμένης ψυχής που φέρνει και παίρνει τις γενιές, που ανακλαδίζεται μέσα στην Ιστορία χωρίς φανερό μέτρο και ρυθμό.
Άρα όποιος κόψει νέο νόμισμα θα χάσει τον ύπνο του. Ο Παναγιωτόπουλος μάλλον δεν κοιμήθηκε ποτέ. Κι αν πήρε κανέναν υπνάκο μέσα στο εικοσάχρονο, ασφαλώς θα είχε το ένα μάτι ανοιχτό. Πως αλλιώς να εξηγήσουμε αυτή την αφηγηματική αγρυπνία ενός εγώ που δεν το χωράει ο τόπος, που δαγκώνει τη φλόγα του χρόνου σαν τον λύκο και δίνει την εντύπωση ότι σε κάθε σελίδα τού έρχεται ο ουρανός σφοντύλι; Το μπαϊράκι του βιβλίου κυματίζει αναπεπταμένο πάνω από τη δόλια πραγματικότητα:
Ομολογιέται κι έχω ακούσει
πως όποιος θέλει να πει
στο βασανιστή του την αλήθεια
πρέπει να ’χει τ’ άλογό του σελωμένο.
Να πω στο βασανιστή μου την αλήθεια
Με τέτοιο σελωμένο άλογο που έχω.
Να πάω σφαχτός.
Καλό το στοίχημα. Ούτε λόγος. Ένας κονδυλοφόρος καλής γενιάς που θέλει να είναι και καρδιογνώστης, το πρώτο που πρέπει να παραδεχτεί είναι ότι έχει διαπράξει έγκλημα. Πράγματι, «κάθε ζωή έχει ανάγκη το σκοτάδι».
Αυτό το εκτυφλωτικό σκότος 484 σελίδων, ήτοι η αδίδακτη τέχνη ενός ανθρώπου που έμαθε να αναμοχλεύει τα σωθικά του, μετουσιώνεται μαστορικά σε κοινό μάθημα και διαβάζεται νεράκι από το Α ώς το Ω. Όποια κι αν είναι η εκλεπτυσμένη μας ηλιθιότητα, καταλαβαίνουμε ότι δεν έχουμε να κάνουμε με ατομικά μυστικά, με απόκρυφες αμαρτίες· το βάθος είναι πάντα η κοινότητα, οι μεταστάσεις της βασανισμένης ψυχής που φέρνει και παίρνει τις γενιές, που ανακλαδίζεται μέσα στην Ιστορία χωρίς φανερό μέτρο και ρυθμό.
Στα σκληρά τερτίπια της περιπλάνησης το Σύσσημον αριστεύει. Προφήτης και μάλλον υποφήτης, ο αφηγητής επιδεικνύει μια λελογισμένη σπατάλη δημιουργικής αυτοκαταστροφής. Θυμίζει πλάσμα που θέλει να απαλλαγεί από το δέρμα του – το πιο βαθύ πράγμα στον άνθρωπο. Ο χιτώνας του Νέσσου εν προκειμένω είναι όλα αυτά που θεωρούμε ζωή μας, προκοπή μας και ατομικό καθεστώς. Συναιρώντας το ελάχιστο με το μεγαλειώδες, την κλονισμένη σκέψη με την ακλόνητη, η αφήγηση κατηγορεί τους πραγματικούς ανθρώπους για αγέννητους, τους σεργιανάει στα «παιχνίδια» –έτσι έλεγαν παλιά τα βασανιστήρια– για να αναλάβει την ευθύνη της γενικής φθοράς. Τι σημαίνει η «γενεά της φθαρμένης σκάλας»; Ό,τι κι αν θέλει να δηλώσει, ανακουφιστικά σχεδόν ο καθένας αναγνωρίζει τον εαυτό του.
Μέσα σε αυτό το έπος της παρακμής που δεν ανέχεται χαριστική βολή και σέρνει κλωνάρια ριζιμιά, σοβεί και λάμπει ο μύθος του εγώ, ενός εγώ πάνοπλου και γι’ αυτό συναρπαστικά πτοημένου, που τελεί εν εξορία και θεωρεί τιμή του να το διακηρύσσει. Είτε τρέχει είτε πάει θεοσκούντουφλα, φέρει στο κούτελο τη σφραγίδα του ταμένου, έχει δικό του Θεό. Αν ήθελε να κολακεύσει το σημερινό φρόνημα, ο αφηγητής θα μπορούσε κάλλιστα να βουτήξει στο μηδέν και να παίξει πειστικά –όπως τόσοι και τόσοι– το δράμα του μικρού ήρωα με το μέγα τραύμα.
Αλλά το βιβλίο έχει άλλο εξάντα. Παίζοντας –πιθανώς εν ου παικτοίς, θα έλεγε η γαλαρία– η μέσα φωνή των κεφαλαίων γυρίζει ανάποδα το «προσωπείο της μανίας» της και αναμετράται με το άπειρο. Αυτή η μεταμόρφωση είναι βέβαιο ότι θα στρατολογήσει πολλούς «εχθρούς», καθότι «ο ψίθυρος της ολιγαρχίας της ερήμου» αποτάσσει όλα τα σημερινά δεδομένα. Η φθορά, όπως ξέρουμε από προσωπική πείρα, αρέσκεται στην αποτυχία· όποιος κόβει το κεφάλι του, αυτόματα φρονεί ότι έχει αποκεφαλίσει και τον κόσμο. Αλλά το Σύσσημον δεν αποφασίζει να κατοικήσει στην «εποχή των λυπημένων ανθρώπων». Κάθε μαράζι στήνει έναν κόσμο – πώς να τον θυσιάσει στο τίποτα; Απαιτώντας από τον αφηγητή να μας δώσει αυτό πού δεν έχει, ουσιαστικά δοξάζουμε ένα βιβλίο που, μέσα στην ανέχεια, έκανε το γύρο της ζωής – και μάλιστα με δεμένα μάτια.