Το όνομα του Θόδωρου Γρηγοριάδη το πρωτοάκουσα αρχές της δεκαετίας του '90, όταν κυκλοφόρησε το δεύτερο βιβλίο του, μια σειρά διηγημάτων με τον σκαμπρόζικο τίτλο Ο αρχαίος φαλλός. Έβλεπα αφισέτες του βιβλίου σε πολλά μπαρ και κλαμπάκια της εποχής, που σήμερα θα μπορούσαμε να χαρακτηρίσουμε εποχή απενοχοποίησης και σίγουρα αρχή της ξέφρενης απελευθέρωσης και της επίπλαστης ευμάρειας. Η εμφάνισή του στην πεζογραφία είχε γίνει βέβαια με ένα άλλο μυθιστόρημα, το Κρυμμένοι Άνθρωποι, μια αλληγορία που διαδραματιζόταν στα κατάβαθα της ελληνικής επαρχίας και στις μυστικές ιστορικές διόδους της πολυεθνικής Θράκης − ιδιαίτερα πρωτότυπο για ελληνική λογοτεχνία.
Μέχρι και την πρώτη του μεγάλη επιτυχία Ο Ναύτης μάθαινα γι' αυτόν από κοινούς μας φίλους στη Θεσσαλονίκη, αλλά ουσιαστικά δεν γνωριζόμασταν. Εκείνος, γεννημένος σε ένα χωριό του Νομού Καβάλας και σπουδαγμένος στη Θεσσαλονίκη, ήταν ο ξενιτεμένος στην Αθήνα −καθηγητής μέσης εκπαίδευσης και πετυχημένος συγγραφέας−, καλός φίλος δικών μου αγαπημένων φίλων. Ακολούθησαν ακόμα δύο μυθιστορήματα, με τα οποία κατέκτησε μια περίοπτη θέση στη λογοτεχνική γενιά του '90, κάτι σαν διασημότητα για τα δεδομένα της Θεσσαλονίκης και ακόμα περισσότερο για της περιφέρειας. Και μόνο το γεγονός ότι είχε απορρίψει πρόταση να γυριστεί Ο Ναύτης σε ταινία από γνωστή σκηνοθέτιδα τού έδινε μια διάσταση που ξεπερνούσε τα αναμενόμενα.
Μέσα από την περιγραφή μιας Θεσσαλονίκης μουντής και πολυκαιρισμένης, ερωτικής και ποιητικής, βυζαντινής και βαλκάνιας, αναγνώρισα την ατμόσφαιρα, το μπούκωμα, το ψυχοπλάκωμα της Θεσσαλονίκης των παιδικών μου χρόνων. Το Παρτάλι εμπεριείχε όλη την ελευθερία και τον σουρεαλισμό εκείνης της πρώτης μεταπολιτευτικής και ακραία κακόγουστης (ή μήπως κάνω λάθος;) εποχής.
Μέχρι που το καλοκαίρι του 2001 κυκλοφόρησε το Παρτάλι. Αυτό το βιβλίο έγινε αφορμή για μια σημαντική φιλία, ενώ παράλληλα χαρτογραφούσε έναν κόσμο και μια πόλη από διαφορετική σκοπιά σε σχέση με ό,τι είχε προηγηθεί λογοτεχνικά. Μέσα από την περιγραφή μιας Θεσσαλονίκης μουντής και πολυκαιρισμένης, ερωτικής και ποιητικής, βυζαντινής και βαλκάνιας, αναγνώρισα την ατμόσφαιρα, το μπούκωμα, το ψυχοπλάκωμα της Θεσσαλονίκης των παιδικών μου χρόνων. Το Παρτάλι εμπεριείχε όλη την ελευθερία και τον σουρεαλισμό εκείνης της πρώτης μεταπολιτευτικής και ακραία κακόγουστης (ή μήπως κάνω λάθος;) εποχής. Γιατί για τον Γρηγοριάδη το βιβλίο αυτό ήταν ένας φόρος τιμής στη φουρνιά των φοιτητών που βγήκε αμέσως μετά την επταετή, σκοτεινή περίοδο της χούντας. Μια παρέα παιδιών μεταξύ 18 και 20, που τις αρχές του 1974 συναντιούνται στη Φοιτητική Λέσχη Θεάτρου και Κινηματογράφου και ανακαλύπτουν την τέχνη, τους μεγάλους σκηνοθέτες, την ελεύθερη έκφραση και τη σεξουαλικότητά τους. Κινούνται μεταξύ της γκρίζας Αγίου Δημητρίου και της πάμφωτης πλατείας Βαρδαρίου, συναντούν τους ποιητές της πόλης, κάποιους αλλόκοτους και επικίνδυνους ανθρώπους, πρόσωπα του περιθωρίου και αξιοπρόσεχτες περσόνες που παρελαύνουν από το βιβλίο και αντιμετωπίζονται με τρυφερότητα από τον συγγραφέα, που τα κάνει να μοιάζουν με πολύχρωμα εξωτικά ουρί του επίγειου Παραδείσου και της Κόλασης. Άλλωστε, αυτό φαίνεται να επαναλαμβάνεται και στα άλλα του μυθιστορήματά, σαν ένας απαράλλαχτος θίασος σε εναλλαγή ρόλων, που όμως μπολιάζονται και από πραγματικά γεγονότα της πολιτικής και πολιτιστικής ζωής.
Στο Παρτάλι αναγνωρίζεις αρκετούς γνωστούς Θεσσαλονικείς, καλλιτέχνες και διανοούμενους οι οποίοι ενέπνευσαν τους χαρακτήρες και αποτελούσαν εκείνη την παρέα της φοιτητικής θεατρικής λέσχης. Είναι κι ένας από τους λόγους που το καθιστούν εμβληματικό βιβλίο της Μεταπολίτευσης και όσων ακολούθησαν έκτοτε. Τότε, πάντως, ήταν που πήρα από τον Θόδωρο και την πρώτη συνέντευξη για το «Symbol», την οποία χρειάστηκε να ξαναγράψω κατά τη διάρκεια γουίκ-εντ στα Σύβοτα και να την ξαναστείλω Δευτέρα πρωί με φαξ, γιατί η πρώτη εκδοχή είχε θεωρηθεί ιδιαίτερα τολμηρή!
Εκείνος δεν σταμάτησε να γράφει το ένα μυθιστόρημα μετά το άλλο κι εμείς ξανασυναντηθήκαμε δημοσιογραφικά με τους Χάρτες του το 2007, ένα «μεταμυθιστόρημα» που αποτελείται από 70 ιστορίες. Τότε ήταν που μου ομολόγησε ότι οι περισσότερες ήταν πραγματικές, καθώς κρατούσε κάτι σαν λογοτεχνικό μπαούλο, ένα ημερολόγιο όπου κατέγραφε κάθε ιδιότυπη ιστορία που έφτανε στ' αυτιά του. Όπως μου είπε: «Με αυτό τον τρόπο διασώζω ζωές που θα είχαν πάει χαμένες». Οι Χάρτες αποτέλεσαν την επιτομή του λογοτεχνικού σύμπαντος του Γρηγοριάδη: παγωμένα τοπία του Βορρά, κρυφές και συχνά ένοχες ερωτικές σχέσεις, αλλόκοτοι άνθρωποι, μυστικισμός, φλερτ με το μεταφυσικό στοιχείο, μαγικός ρεαλισμός. Ως συγγραφέας είχε παγιώσει το προσωπικό του στυλ.
Αναζητώντας τη ρίζα της Ανατολής
Οκτώβριο του 2008 κατεβαίνω στην Αθήνα για να εγκατασταθώ οριστικά εκεί, σε μια εποχή καθόλου εύθυμη (ή μήπως κάνω λάθος;), στο ξεκίνημα της κρίσης, που δεν θύμιζε πια ούτε τα ελπιδοφόρα χρόνια της δεκαετίας του '80, ούτε τα ανέμελα χρόνια της δεκαετίας του '90. Εκείνος μετάγγισε την ατμόσφαιρα αυτής της εποχής στη λογοτεχνία, στο Μυστικό της Έλλης. Εγώ προσπαθούσα, για πρώτη φορά στη ζωή μου, να επιβιώσω επαγγελματικά. Μου στάθηκε σαν τον πιο πιστό φίλο και οι εμμονές και των δύο, όπως η μυθολογία του Βορρά και κυρίως οι οριενταλιστικές αναζητήσεις, μας έφεραν ακόμα πιο κοντά.
Κάθε φορά που τα βήματά μας μάς οδηγούν στα φαλαφελάδικα της πλατείας Βάθη, συνεχίζουμε για μια επισκόπηση γύρω από την Αχαρνών και τη Φυλής, που για εκείνον είναι σαν να επιστρέφει στη νιότη του. Η περιπλάνηση στην τραυματισμένη πλευρά του κέντρου της Αθήνας γίνεται η καταβύθισή του σε μια εποχή που όλα έμοιαζαν αθώα, αισιόδοξα, χαρούμενα, ερωτικά. Γιατί ακριβώς αυτή η περιοχή τού επαναφέρει μνήμες και βιώματα απ' όταν βρέθηκε πρώτη φορά στην Αθήνα για να υπηρετήσει στο Ναυτικό, τα πρώτα χρόνια της παντοκρατορίας του ΠΑΣΟΚ. Πρόκειται για μια περίοδο που εν μέρει κατέγραψε στον Ναύτη και που πράγματι εξελισσόταν στην οδό Φυλής ή, μάλλον, έναν δρόμο πιο κάτω, σε μια υπόγεια γκαρσονιέρα κάτω από ένα μπουρδέλο. Όταν πρόσφατα έψαξε να ξαναβρεί το σπίτι, έμαθε ότι μόλις είχε πεθάνει η ιδιοκτήτριά του. Ένα απόγευμα τον φωτογράφισα μπροστά από την είσοδο του παροπλισμένου μεγάρου και η φωτογραφία συνόδευσε μια συνέντευξή μου μαζί του με την ευκαιρία της επανέκδοσης του Ναύτη το 2011.
Οι βόλτες μας συμπεριλαμβάνουν και την πλατεία Βικτωρίας. Τα έθνικ μπακάλικα, τα αραβικά καφενεία και οι μυρωδιές από το σίσα μαγνητίζουν και τους δυο μας ανελέητα, ενώ για τον Θόδωρο είναι κομμάτι της πολιτιστικής του ταυτότητας. Καθώς προέρχεται από προσφυγικό χωριό του Παγγαίου και μεγάλωσε με τον παππού του να του μιλάει για τις χαμένες ομορφιές του Πόντου που αναγκάστηκε μικρό παιδί να εγκαταλείψει, η Ανατολή παραμένει η συναισθηματική του πατρίδα.
Οι μνήμες του από τις διηγήσεις των προσφύγων του χωριού του, η μεθόριος όπου διορίστηκε 25 χρονών και (επι)βίωσε τα πρώτα χρόνια της επαγγελματικής του σταδιοδρομίας, τα οθωμανικά κατάλοιπα διάσπαρτα σε όλο τον ελληνικό Βορρά, η Ιστορία, όλα μαζί ανάμεικτα υπήρξαν ανέκαθεν το πρωτογενές υλικό, ο καμβάς επάνω στο οποίο σκιαγραφούσε τις ιστορίες και τους χαρακτήρες του, αφού εκεί πάντα «επιστρέφει» όποτε ξεκινάει μια καινούργια δημιουργική περιπέτεια. Και η αλήθεια είναι ότι ελάχιστα είναι τα μυθιστορήματά του που δεν εξελίσσονται στα μέρη του.
Ζωή Μεθόρια
Κι αν ο Ναύτης αποτέλεσε την πρώτη του λογοτεχνική «κάθοδο» στην πρωτεύουσα, οι επιστροφές του στην ύπαιθρο και ειδικότερα στα μέρη όπου μεγάλωσε αλλά και στη Θράκη είναι ακόμα συχνότερες. Εκεί εξελίσσεται και το τελευταίο του μυθιστόρημα, Ζωή Μεθόρια. Σαν να είναι αδύνατον να ξεφύγει από τις ρίζες του, από το γεωγραφικό φόντο στο οποίο γεννήθηκε, μεγάλωσε, εργάστηκε και εν τέλει αποτέλεσε το πεδίο δράσης των περισσότερων ηρώων του λογοτεχνικού του corpus. Όπως και οι ήρωες-παρακαταθήκη της γενιάς του που σκιαγράφησε εξαιρετικά στο Παρτάλι και των οποίων το νήμα ξαναπιάνει από εκεί όπου το άφησε η παρέα με την αποφοίτησή της τέλη του '70, ακολουθώντας μία από τις ηρωίδες του, ένα απελευθερωμένο και πολιτικοποιημένο κορίτσι που λέγεται Ζωή, στην ελληνική μεθόριο.
Εκεί διαδραματίζεται η ζωή της Ζωής, δίπλα στα ελληνοτουρκικά σύνορα, όπως επίσης στην Καβάλα και αργότερα στην Ξάνθη: ένας μεγάλος αδιέξοδος έρωτας, μια κοινωνία συντηρητική και καχύποπτη, ένα ατύχημα που την καθορίζει, η συντριβή, ένα ανεπούλωτο ψυχικό τραύμα, ένας άντρας που απεγνωσμένα ελπίζει στην αφοσίωσή της, μια ταβέρνα-«γιάφκα» γυναικών με πολιτικές και κοινωνικές ανησυχίες, ένας θάνατος, μια επανένωση. Ένας μικρόκοσμος μέσα από τον οποίο αποτιμάται ολόκληρη εκείνη η πρώτη περίοδος διακυβέρνησης του Ανδρέα, οι μεγάλες προεκλογικές συγκεντρώσεις, οι ρήξεις με το παρελθόν, οι επιδοτήσεις και η κοινωνική ανέλιξη «ημετέρων», ο Λαλιώτης και η Μελίνα, οι κλαδικές, ο λαϊκισμός, οι κινηματογραφικές λέσχες της επαρχίας, οι τελευταίες ντίσκο, όλη η κουλτούρα των '80s όπως βιώθηκε και πέρασε στη συλλογική μνήμη.
Μέσα από την ιστορία της Ζωής αποτιμάται ολόκληρη η πρώτη περίοδος διακυβέρνησης του Ανδρέα, οι μεγάλες προεκλογικές συγκεντρώσεις, οι ρήξεις με το παρελθόν, οι επιδοτήσεις και η κοινωνική ανέλιξη «ημετέρων», ο Λαλιώτης και η Μελίνα, οι κλαδικές, ο λαϊκισμός, οι κινηματογραφικές λέσχες της επαρχίας, οι τελευταίες ντίσκο, όλη η κουλτούρα των '80s όπως βιώθηκε και πέρασε στη συλλογική μνήμη.
Και η Ζωή, ένα κορίτσι που ο Θόδωρος δεν θα μας εκμυστηρευτεί ποτέ αν υπήρξε ή δεν υπήρξε στην πραγματικότητα, αλλά θυμίζει πολλά κορίτσια εκείνης της μακρινής πια εποχής, απελευθερωμένη προσωπικότητα με μάνα ποιήτρια και ασυμβίβαστες ιδέες, διορισμένη καθηγήτρια αγγλικών σε δημόσιο σχολείο μερικά μόλις χιλιόμετρα από τον Έβρο, να προσπαθεί να διευθετήσει μια ζωή χωρίς δεσμεύσεις και περιορισμούς στην πιο περιοριστική και δεσμευτική περιοχή της χώρας. Για μια ακόμα φορά ο Θόδωρος επιστρατεύει τη μεταφυσική και τη δεισιδαιμονία για να μιλήσει για τη νέα αυτή γυναίκα σχεδόν συμβολικά. Κάποια στιγμή τη βάζει να λέει στο ημερολόγιό της:«Ένιωθα ότι έμπαινα σε μια νέα εποχή, όπου στραγγαλίζονταν οι ιδέες και οι σχέσεις, κι εγώ ήμουν ένα σύμπτωμά της». Έτσι, στην απέλπιδα απόπειρά της να καταλάβει τη μοίρα της και τον ρόλο της στη ζωή βυθίζεται σε ένα προσωπικό no man's land, ενώ στιγματίζει όποιον άντρα σχετίζεται μαζί της. Μοιραία και αναπόδραστα, τόσο για εκείνους όσο και για τη Ζωή.
Δεν ξέρω τι λογαριασμούς είχε αφήσει ο Θόδωρος Γρηγοριάδης με το παρελθόν και θέλησε να επιστρέψει για μια ακόμα φορά στην παλιά του φοιτητοπαρέα. Φαντάζομαι ότι μεγαλώνοντας ήθελε να κάνει έναν απολογισμό. Τώρα που η Μεταπολίτευση «δοκιμάζεται» και αμφισβητείται περισσότερο από ποτέ, σαν να θέλησε να ξαναμιλήσει για όλα εκείνα τα ονειροπόλα πλάσματα που πίστεψαν ότι θα άλλαζαν τον κόσμο και που εν τέλει ακολούθησαν τη μοίρα που έμελλε στον καθένα τους. Ο Γρηγοριάδης, ένας βαθύς γνώστης της σύγχρονης διεθνούς λογοτεχνίας, δεν έχει πάψει να πιστεύει στα όνειρα, ενώ γι' αυτόν η ζωή αξίζει μόνο όταν συνορεύει με τη μεθόριο της καρδιάς του.
σχόλια