Γεννήθηκα στο Παλαιοχώρι, στο Παγγαίο Καβάλας, ένα χωριό τότε δυόμισι χιλιάδων κατοίκων. Ο πατέρας μου, προσφυγικής καταγωγής, διατηρούσε ένα παντοπωλείο αλλά και καπνοχώραφα, ενώ έπαιζε κιθάρα σε γάμους και γιορτές, με αποτέλεσμα να μεγαλώσω με πολλή μουσική και τραγούδι. Αν και ήταν ένα ευτυχισμένο περιβάλλον, πέρασα δύσκολα σχολικά χρόνια, καθώς έβγαλα το εξατάξιο γυμνάσιο μέσα στη χούντα. Αυτό σήμαινε ότι τρώγαμε ξύλο από τους καθηγητές μας με κάθε αφορμή, μας απαγόρευαν να κυκλοφορούμε τα βράδια κι ότι έπρεπε να παίρνουμε ειδική άδεια για να πάμε στον κινηματογράφο του χωριού. Έφαγα τριήμερη αποβολή γιατί είδα ένα ακατάλληλο γουέστερν.
Άρχισα να διαβάζω στα δώδεκα τους κλασικούς από τη βιβλιοθήκη του γραμματέα του χωριού που ήταν γείτονάς μας, αλλά και από τα βιβλία ενός θείου μου που σπούδαζε Οικονομικά και ο οποίος έφερνε από τη Θεσσαλονίκη και πολλούς ξένους δίσκους της εποχής. Μέσα σε ένα αγροτικό περιβάλλον εγώ διάβαζα, άκουγα
μουσικές κι έβλεπα πάρα πολύ κινηματογράφο, ενώ κρατούσα ημερολόγια στα οποία έγραφα και τις πρώτες μου κριτικές για ταινίες και βιβλία. Τα καλοκαίρια πήγαινα με τους γονείς μου κι έβλεπα παραστάσεις στο Αρχαίο Θέατρο των Φιλίππων, που απέχει μόλις 15 χιλιόμετρα από το χωριό μου. Όλα αυτά με έκαναν να ονειρεύομαι μια ζωή που θα ήταν αφιερωμένη στη λογοτεχνία και στις τέχνες. Οι πρώτοι που το διέκριναν αυτό ήταν οι φιλόλογοί μου. Έλεγαν ότι οι εκθέσεις μου ήταν «ανυπάκουες και γεμάτες φαντασία».
Βρέθηκα το 1974 στο πρώτο έτος της Αγγλικής Φιλολογίας στη Θεσσαλονίκη, ακριβώς με την πτώση της χούντας. Ήταν τέσσερα ανεπανάληπτα χρόνια. Εκτός του ότι ανακάλυψα τους μεγάλους Αγγλοσάξονες ποιητές και συγγραφείς, που με έβαλαν σε καινούργια μονοπάτια της λογοτεχνίας, συμμετείχα στον περίφημο Φοιτητικό Όμιλο Θεάτρου και Κινηματογράφου, φυτώριο πάρα πολλών μετέπειτα σκηνοθετών και ηθοποιών. Πολιτική δραστηριότητα δεν είχα, όπως οι περισσότεροι, επέλεξα τους δρόμους του πολιτισμού. Ήταν μια γενιά με μεγάλη ζωντάνια και μεγάλα όνειρα, γιατί ανακαλύπταμε τι σήμαινε δημοκρατία. Για πρώτη φορά μπορούσαμε να μιλήσουμε ελεύθερα, να κάνουμε ό,τι θέλουμε, να εκφραστούμε άφοβα, ξεφεύγοντας και από τα ερωτικά ταμπού του παρελθόντος. Μια εκρηκτική πολιτική και ερωτική αφύπνιση, που κράτησε τουλάχιστον μια δεκαετία.
Ήρθα πρώτη φορά στην Αθήνα για να καταταγώ στο Πολεμικό Ναυτικό. Με έριξαν στα καράβια και στο κατάστρωμα. Λειτουργούσαν ακόμα το φακέλωμα και το μέσο. Για να μπορώ να διανυκτερεύω έξω τα βράδια, νοίκιασα ένα υπόγειο στα νεοκλασικά της οδού Φυλής. Αυτά είχαν στον πρώτο όροφο μπουρδέλα και τους υπόλοιπους ορόφους τους νοίκιαζαν ναύτες και φαντάροι από την επαρχία. Έπρεπε, μάλιστα, για να πάρεις κλειδί, να «περάσεις» πρώτα από την κάμαρα κάποιου κύριου Γιάννη. Αυτό το φρόντισε ένας λοκατζής, με τον οποίο μοιράστηκα αρχικά την κάμαρα. Εκείνο το διάστημα άρχισαν να επιστρέφουν φίλοι από το εξωτερικό και κάναμε φοβερά γλέντια. Ξενυχτούσαμε χορεύοντας μέχρι πρωίας στην Πλάκα. Υπήρχε μια απίστευτη ερωτική διάθεση και διαθεσιμότητα. Ως ναύτης υπηρέτησα συνολικά 28 μήνες, αλλά λόγω ξένων γλωσσών με μετέθεσαν στο Γραφείο Κυβερνήτη. Με το πλοίο «Ιέραξ» όργωσα τη Μεσόγειο -Τύνιδα, Τρίπολη, Νάπολη, Μασσαλία- και βρέθηκα στους εορτασμούς των δεκάχρονων του Καντάφι της Λιβύης με αντιπροσωπεία Ελλήνων βουλευτών. Από την Οστάνδη του Ατλαντικού διέσχισα τα κανάλια του Βελγίου, καταλήγοντας στην Μπριζ.
Διορίστηκα καθηγητής Αγγλικών στο Τριεθνές του Έβρου, όπου έμεινα τρία χρόνια. Εκεί ήταν σαν να ζούσα μια δεύτερη θητεία. Έβλεπα μόνο φαντάρους και αξιωματικούς. Στο σχολείο επέφερα μια μικρή επανάσταση. Ήμουν ο πρώτος καθηγητής που εμφανίστηκε με τζιν και αθλητικά παπούτσια. Άλλωστε, ήμουν μόνο 26 χρόνων και νεάνιζα πολύ. Μέχρι τότε ακόμα οι καθηγητές ντυνόντουσαν πιο συντηρητικά. Μην έχοντας τίποτε άλλο να κάνω, άρχισα να διαβάζω πολύ και να γράφω ατέλειωτες σελίδες ημερολογίου ως μια άσκηση λογοτεχνικής γραφής. Αργότερα πήρα μετάθεση για Ξάνθη, μια πανέμορφη πόλη, όπου δίδασκα στα μειονοτικά γυμνάσια του Εχίνου.
Δημοσίευσα τις πρώτες λογοτεχνικές μου απόπειρες σε περιοδικά της Καβάλας, ενώ ένα αδημοσίευτο μυθιστόρημά μου έγινε τηλεταινία στην ΕΤ1. Αμέσως μου ανέθεσαν και το σενάριο μιας σειράς. Από εκεί και πέρα άνοιξε ο δρόμος για να κατέβω στην Αθήνα, κάτι που στενοχώρησε την οικογένειά μου. Εγκαταστάθηκα εδώ τον Σεπτέμβρη του 1989. Άρχισα να διδάσκω σε λύκεια του Κορυδαλλού, της Αγίας Βαρβάρας και, τέλος, της Νέας Σμύρνης. Ήταν ακόμα μια Αθήνα της βιντεοταινίας και της βιοτεχνίας. Μια Αθήνα πάρα πολύ αμήχανη. Άρχισα να συναναστρέφομαι καλλιτέχνες τόσο της εμπορικής όσο και της ποιοτικής πιάτσας. Παράλληλα, άρχισα να ψάχνομαι. Για μένα δεν υπήρχαν καλά και κακά μέρη, κυκλοφορούσα παντού χωρίς κανέναν φόβο. Σύντομα εξέδωσα το πρώτο μου βιβλίο, Κρυμμένοι Άνθρωποι, το οποίο αποτυπώνει όλη εκείνη τη μεταφυσική ατμόσφαιρα που έζησα στα Πομακοχώρια, ενώ στον Αρχαίο Φαλλό, μια συλλογή διηγημάτων που ακολούθησε, εμφανίζεται μια από τις πρώτες ιστορίες παρενδυσίας. Η εμφάνιση του AIDS άλλαξε τα δεδομένα πολύ, επιφέροντας καχυποψία στις σχέσεις μεταξύ των ανθρώπων, ιδιαίτερα ανάμεσα σε ομάδες με διαφορετική συμπεριφορά.
Όλα μου τα βιβλία μου, μέχρι το 2001, έχουν βορειοελλαδίτικο πλαίσιο και χαρακτηρίζονται από έναν έντονο και πολύπλευρο ερωτισμό. Ο Ναύτης είναι όλη μου η εφηβεία. Το πρώτο μου αθηναϊκό βιβλίο είναι η Αλούζα, χίλιοι και ένας εραστές, που διαδραματίζεται στον Κεραμεικό και στην Ανατολική Μεσόγειο. Κατέδειξα μια Αθήνα πολυπολιτισμική και πολυφωνική. Τώρα, οι ίδιες περιοχές που περιγράφω στο νέο μου μυθιστόρημα είναι μίζερες και εξαθλιωμένες. Αγαπώ το κέντρο της Αθήνας γύρω από το Μοναστηράκι, την πλατεία Αγίας Ειρήνης, την Ομόνοια, το Κολωνάκι. Αυτό το κομμάτι εξακολουθεί να μου αρέσει. Το τελευταίο κύμα μεταναστών, που δεν έχει καμία σχέση με το πρώτο των πολιτικών προσφύγων και όσων ήρθαν οραματιζόμενοι μια καλύτερη ζωή, έχει όντως καταστήσει κάποιες πλευρές της πόλης επικίνδυνες. Αλλά πιο επικίνδυνοι είναι οι Έλληνες εθνικιστές. Άνθρωποι αμόρφωτοι, φανατισμένοι, που εξαιτίας των προβλημάτων ολισθαίνουν προς τον ολοκληρωτισμό, χωρίς να αναρωτηθούν τι πραγματικά έφταιξε. Λένε ότι έφταιξαν οι προηγούμενοι, αλλά οι προηγούμενοι ήταν μια δημοκρατία που απέτυχε οικονομικά. Ωστόσο, ακόμη μπορούμε να εκφραζόμαστε ελεύθερα και να διαφοροποιούμαστε. Οι ναζιστές τι κοινωνία οραματίζονται;
σχόλια