Ο ποιητής Γιάννης Βαρβέρης έφυγε ξαφνικά από τη ζωή στα 56 του τον περασμένο Μάιο. Ο θάνατος τον βρήκε στο πίσω κάθισμα ενός ταξί. Η μέγιστη ειρωνεία γι' αυτόν που την ύμνησε αρκούντως με την ποίησή του και δεν παρέλειψε και με τον θάνατό του να της υποβάλλει τα δέοντα –σ' ένα από αυτά τα ποιήματα που γράφει η ζωή και συνυπογράφουμε εμείς παρά τη θέλησή μας. Έγραφε το 1986 στο ποίημα «Με το ταξί καλπάζοντας» απευθυνόμενος στον –οιονεί θάνατο– οδηγό:
Χύσου λοιπόν στην ασφαλή μας άσφαλτο
κει που κοπάζουν τα ουρλιαχτά, στην κατηφόρα.
Η τελευταία του μεταθανάτια συλλογή που κυκλοφόρησε πρόσφατα από τις εκδόσεις Κέδρος έχει τον τίτλο «Βαθέος γήρατος». Πέρα από τη στενά λογοτεχνική αξία έχει ήδη φορτιστεί από τη δική της μυθολογία. Ο ποιητής απευθύνει τον ύστατο αποχαιρετισμό στην υπέργηρη μητέρα του, χωρίς να γνωρίζει αν η δημοσίευση θα τη βρει ακόμα εν ζωή ή όχι. Η μητέρα φεύγει λίγο μετά την ολοκλήρωση των ποιημάτων. Ο Γιάννης Βαρβέρης πρόφτασε να τα δει τυπωμένα αλλά όχι και στις προθήκες των βιβλιοπωλείων. Έχει πια κι ο ίδιος φύγει.
Ποιητής της γενιάς του '70, τα θέματα που τον απασχολούν και σε όλες του τις προηγούμενες συλλογές (έντεκα συνολικά) εδώ κορυφώνονται: η μόνιμη παρουσία του θανάτου, η άτεγκτη φθορά του χρόνου, οι διαβαθμίσεις του γήρατος, η μητρική φιγούρα, η οικογενειακή γενεαλογία, το αστικό τοπίο, ο αυτοσαρκασμός και με μια Καβαφική ειρωνεία να αντηχεί πάντα στο βάθος.
Αλλά εδώ είναι εντελώς απογυμνωμένα, έχουν ξεφορτωθεί κάθε τι το περιττό και έχει μείνει μόνο η ποιητική ουσία.
Δεν διαλανθάνει φυσικά και ο άνισος παραλογισμός του θανάτου. Κάπου υποψιάζεται και μια μη λελογισμένη προοπτική:
ή ακόμα μήπως, ποιος το ξέρει
πρέπει εσύ να ετοιμάζεσαι
για μια, χωρίς εμένα
αβάσταχτη επιβίωση.
Το γήρας παρουσιάζεται αδυσώπητο –δε φημίζεται δα και για τη φιλευσπλαχνία του– και θυμίζει κινούμενη άμμο:
Ούτε απλοί σου γνώριμοι
δε ζούνε πια.
έμεινες μόνο με όσους
σε αναγνωρίζουν βλέποντάς με.
Μα κι ο Βαρβέρης δεν τα γράφει αυτά από τα κάτω σκαλοπάτια της νεότητας. Έστω κι αν πάντα στην ποίησή του είχε την ωριμότητα που δε γνωρίζει ηλικίες, έχει ήδη εισέλθει κι αυτός στα πρώτα στάδια της φθοράς. Και είναι διπλή η φθορά γι' αυτόν, καθώς ζει παράλληλα κι εκείνη της μητέρας του.
Αλλά όπως λέει στο μότο της συλλογής –απόσπασμα από την προτελευταία του «Ο άνθρωπος μόνος» –:
Είμαστε γέροι πια κι οι δυό
κι εγώ αφού γράφω ποιήματα
πιο γέρος.
Μα και κάτι άλλο έχει συντελεστεί –θυμάμαι εγώ, από παλιότερο ποίημά του («Οι συνέπειες ενός παλαιού ποιήματος») :
Κι έχω γίνει εδώ μέσα
ο τρυφερότερος
όλων σας.
Η συλλογή χωρίζεται σε τρία μέρη: Αθήνα -Λουτράκι- και πάλι Αθήνα. Διόλου τυχαίος ο ενδιάμεσος προορισμός. Ανέκαθεν οι λουτροπόλεις φημιζόντουσαν για αναπαλαιώσεις αισθημάτων και μια χαλαρή νωχέλεια ανάμεσα στις εποχές που ενδείκνυται για flashback και ποιητικές μεταφορές. Αλλά όχι για όλους. Μόνο για όσους χαίρουν αυτής της προσομοίωσης, οι άλλοι βλέπουν απλώς ένα παρηκμασμένο θέρετρο:
Βεβαίως και δεν πάμε
Στο ίδιο μέρος.
Η συγκίνηση δεν εκβιάζεται, είναι απτή, ολοκάθαρη, βγαίνει αβίαστα και καταλαμβάνει εξ απήνης τον ανυποψίαστο, χωρίς φιοριτούρες.
Τα σύντομα και άμεσα ποιήματα, σαν συνέχεια θέματος σε καμβά, μου θυμίζουν κάτι γιαπωνέζικα έργα τέχνης που εκτείνονται οριζόντια σε πολύπτυχα. Κάθε ένα κι άλλο περιστατικό της καθημερινότητας του ποιητή με την μητέρα του.
Μιλούν στο τηλέφωνο και η συσκευή είναι ένας κόσμος που τους χωρίζει/ το παρόν του ενός συνομιλεί με το παρελθόν του άλλου/ κατασκοπεύουν ο ένας τον άλλον/ στο υπνοδωμάτιο της η μητέρα με τα αντικείμενα στο κομοδίνο σαν κτερίσματα /στη βεράντα ενός ξενοδοχείου να χαζεύουν τα πλοία/ η μητέρα μπερδεύει το όνομά του με αυτό του πατέρα και του γιου του/ η μητέρα ψηφίζει/ η μητέρα συλλέγει με μανία μικροπράγματα/ κι οι δυο έρχονται αντιμέτωποι με παλιές φωτογραφίες/ ο γιος νιώθει τύψεις που έτσι κι αλλιώς η συχνότητα της επαφής ποτέ δε νικά.
Κάτι από γιαπωνέζικη αφαίρεση και θλιμμένη ευαισθησία δεν μου έρχεται τυχαία στο νου. Όποτε βλέπω να αντιμετωπίζεται με λιτή συγκίνηση το θέμα γηρατειά θυμάμαι το γνήσια ποιητικό, κινηματογραφικό αριστούργημα του Όζου Tokyo Story. Η σκηνή με τη γιαγιά και το εγγόνι που παίζει και αναρωτιέται όταν αυτό μεγαλώσει που θα βρίσκεται η ίδια είναι η επιτομή. Ο κόσμος αλλάζει ερήμην μας, γινόμαστε όλο και πιο αδύναμοι και δεν ξέρουμε αν θα μας βρει εδώ κάθε νέα αλλαγή.
Πέρασες από τη δραχμή σχεδόν αυτόματα
στο νέο για όλους μας ευρώ
θέλεις να μάθεις τώρα τι εστί
κομπιούτερ, κινητό.
Αναπολούνται εποχές που μπλέκονται παράταιρα η μία με την άλλη. Όσο μεγαλώνεις κι αφήνεις πίσω δεκαετίες, τόσο πιο εύκολο γίνεται αυτό το μπλέξιμο:
Μετά από εξήντα χρόνια
ένα παιδί
θυμάται τη μαμά του.
Ο Πατέρας είναι από χρόνια πεθαμένος, ωσεί παρών ωστόσο. Ο γιος με το δυσβάστακτο φορτίο να τον υποκαθιστά διαρκώς στη μνήμη της μητέρας.
Ο Βαρβέρης αποχαιρετά –κι εμείς μαζί– έναν κόσμο που φεύγει μαζί της: την καλαισθησία, τη λεξιπλαστική ομορφιά, τα σουσούμια και τις εμμονές, μα πάνω απ' όλα τις μνήμες ανθρώπων που γεννήθηκαν κοντά σε έναν πόλεμο και ήταν νέοι σε έναν δεύτερο πιο μεγάλο πόλεμο και τώρα φεύγουν αθόρυβα.
Ενώ σε πιέζω να μου πεις
πως ακριβώς ο Βενιζέλος
κι ύστερα ο Μεταξάς
ο Εμφύλιος κι ο Παπάγος.
Η ξεκάθαρη παραδοχή του ποιητή για το τι ακριβώς οφείλει στη μητρική γλώσσα:
Μου χάρισες μια ζωή
και γλώσσα μία.
Χωρίς τις λέξεις της δεν θα έφτιαχνε το σύμπαν του και αυτές θα ήταν κάποιες άλλες δίχως τη μητέρα.
Αλλά και μια άλλη παράμετρος βγαίνει στην επιφάνεια στο τέλος σαν εξομολόγηση:
Σε σκέπτομαι
και μου έρχεται για σένα
ιδέα ποιητική.
Όμως τη θυσιάζω
για να σε παίρνω στο τηλέφωνο.
Η γνωστή διγαμία μεταξύ ζωής και Τέχνης. Όλοι όσοι γράφουν κλέβουν ασύστολα τους γύρω τους, είναι γνωστό. Είναι στην αχόρταγη εγγράμματη φύση τους να χρησιμοποιούν τους δικούς τους σαν πρόπλασμα. Αυτός που θρηνεί αλλά δεν το μετουσιώνει σε λέξεις ή δεν το εικονογραφεί με τον οποιοδήποτε τρόπο είναι πιο τυχερός ή μήπως όχι; Τι το κάνεις το αίσθημα; Το αναβαπτίζεις, το αποδυναμώνεις, το λειαίνεις ή το εκτονώνεις; Το να γράφεις για το γήρας και τη φθορά των δικών σου και όχι απλώς να τα ζεις αλαφραίνει διόλου τον τρόμο;
-Έλα, όχι, μη φοβάσαι, ποίημα ήταν,
μη φοβάσαι.
Μα εδώ δε μιλάμε για μια οποιαδήποτε μητέρα, μα αλίμονο είναι η οποιαδήποτε μητέρα. Σε έναν σάμπως διάλογο με τον Καβάφη καλοτυχίζει τη μητέρα του Χαρίκλεια «που στον θρήνο της προσήλθε ένας Καβάφης». Ποια η διαφορά να είσαι η μητέρα ποιητή; Ανούσιο μοιάζει το ερώτημα μπροστά στο επέκεινα.
Δεν παραλείπει σαν διαθήκη ποιητική να σημειώσει την ανώφελη χρησιμότητα κάθε ποιήματος. Να μην ξεχνιόμαστε λοιπόν. Άχρηστα τα ποιήματα και άχρηστοι κι οι ποιητές. Εκτός κι αν το συναίσθημα καμιά φορά έχει και το χειροπιαστό του αντίκτυπο:
Εκτός αν κάποιος που διαβάζει τώρα
τρέξει μετανιωμένος και την ξαναφέρει
Σπίτι.
Το «Βαθέος γήρατος» δεν είναι απλά ένα κύκνειο άσμα. Πολλοί και δυσβάστακτοι οι αποχαιρετισμοί που το βαραίνουν: του ποιητή προς τη μητέρα του, της μητέρα του προς τον ποιητή, -και οι δύο ξέρουν πως δε θα έχουν για πολύ ακόμα ο ένας τον άλλον-, αποχαιρετισμός σε μια εποχή που φεύγει, ο ποιητής αποχαιρετά τους οικείους, αποχαιρετά και μας.
Τεράστιο βάρος για ένα βιβλίο 95 σελίδων και μάλιστα ενώ πασχίζει να ξεφορτωθεί κάθε τι περιττό. Όταν λέμε ότι η ποίηση συμπυκνώνει, φανταζόμαστε άραγε και κάτι τέτοιο; Ένα πούπουλο να φέρει βάρος μεγατόνων;
Ο Βαρβέρης στις πρώτες σελίδες αμφιταλαντεύεται για τον τίτλο. «Βαθέος γήρατος» ή «Ύπνου βαθέος»; Τελικά καταλήγει: «Βαθέος γήρατος». Ναι, χίλιες φορές το «ον», από το άδηλο «μη ον» μας λέει. Απεύχεται την ανυπαρξία –ή μήπως τη λήθη;– έστω και με αυτό το εύθραστο «Βαθέος γήρατος». Προτιμότερο πάντως από το τελεσίδικο «Βαθέος ύπνου».
Ο δικός μου τίτλος πάλι μου επεβλήθη χωρίς δεύτερη σκέψη. Τι κι αν « Ο θάνατος το στρώνει» εδώ, όπως τιτλοφορούσε παλιά συλλογή του. Ο Ρίλκε έλεγε πως ο θάνατος είναι βαθιά ριζωμένος στη φύση της αγάπης. Ίσως αυτή και όχι τελικά η γραφή να είναι ο πιο φιλόδοξος αντίπαλος, που ξεπερνά και τη φθορά και τη λήθη και τα γηρατειά και το θάνατο.
Γιατί το «Βαθέος γήρατος» δεν είναι τίποτα άλλο από ακριβώς αυτό: απότοκο αγάπης:
Μου είπε επί λέξει:
-Άμα πεθάνω
πως θα ζήσω
χωρίς εσένα;
σχόλια