ΓΙΑ ΕΚΕΙΝΟΣ ΠΟΥ ΔΕΝ ΕΧΟΥΝ ΠΑΕΙ, ένα rave party είναι κάτι χαοτικό, με μονότονη εκκωφαντική μουσική, ιδρωμένους ανθρώπους και ναρκωτικά. Για όσους έχουν πάει, πρόκειται για μια μυστικιστική, συλλογική εμπειρία καθοδηγούμενη από τον ρυθμό, με ιδρωμένους ανθρώπους και ναρκωτικά. Το τι θα φορέσεις στο πρώτο σου rave party είναι εξαιρετικά αδιάφορο και πιθανότατα λάθος. Είναι σαν την πρώτη σου φορά σε έναν ναό. Είσαι επισκέπτης, δεν ξέρεις/δεν έχεις παρακολουθήσει τη λειτουργία, αγνοείς το τελετουργικό. Είναι από τις περιπτώσεις που τα ρούχα δεν αποτελούν εισιτήριο, δεν θα σε πάνε πουθενά.
«Χειροκροτούν τον DJ, όχι τη μουσική, τον μουσικό ή τον δημιουργό, μόνο το μέσο. Αυτή είναι η γέννηση της rave κουλτούρας. Η αγιοποίηση του beat. H εποχή του χορού. Η στιγμή που ακόμα και ο λευκός άνδρας ξεκινά να χορεύει».
Υπάρχουν ελάχιστα πράγματα που εξηγούν με τόση ακρίβεια το rave όσο τα λόγια του Toni Wilson στην ταινία 24 hour party people. Η ευστοχία της περιγραφής τους οφείλεται σε μια μικρή λέξη: τη στιγμή. Η σημασία των πολιτιστικών αλλαγών κρύβεται στις μικροστιγμές, στο μεγάλο «πριν» και στο ακόμα πιο μεγάλο «μετά».
Στη rave κουλτούρα υπάρχουν πολλές τέτοιες. Υπάρχει σίγουρα εκείνη η μεγάλη που οι πιτσιρικάδες συλλογικά άρχισαν να ξυπνούν το πρωί για να ζήσουν το βράδυ, φτιάχνοντας, χωρίς να το ξέρουν φυσικά, τη μόνη υποκουλτούρα που υπάρχει ζωντανή ακόμα και σήμερα από το 1988. Είναι από τις τελευταίες που γεννήθηκαν πριν από την έλευση του ίντερνετ.
Αν, λοιπόν, τα ρούχα δεν είναι τίποτε άλλο παρά μια έκθεση αντικειμένων που λένε την ιστορία του είδους μας μια συγκεκριμένη χρονική στιγμή, τι ιστορία μπορεί να πει ένα ιδρωμένο tie dye t-shirt με ένα smiley πάνω; Μια σαλοπέτα; Τα ρούχα εργασίας σε φλούο χρώματα; Τα γυαλιά ηλίου-μάσκες; Γρήγορη απάντηση: πολλά και τίποτα.
Και ίσως η μόνη που το εκτίμησε και το ενσωμάτωσε στο σύστημά της όταν ήρθε, και άλλαξε μαζί του. Γιατί η rave κουλτούρα είναι εκείνη που αναδεικνύει τη σχέση με τη μηχανή. Μόνο που εδώ τα μηχανήματα χρησιμοποιούνται αποκλειστικά για την παραγωγή μουσικής μέσα σε έναν τεράστιο χώρο – και η μουσική μάλλον είναι ακόμα εδώ γιατί είναι ρευστή και χωράει τα πάντα.
Αν, λοιπόν, τα ρούχα δεν είναι τίποτε άλλο παρά μια έκθεση αντικειμένων που λένε την ιστορία του είδους μας μια συγκεκριμένη χρονική στιγμή, τι ιστορία μπορεί να πει ένα ιδρωμένο tie dye t-shirt με ένα smiley πάνω; Μια σαλοπέτα; Τα ρούχα εργασίας σε φλούο χρώματα; Τα γυαλιά ηλίου-μάσκες; Γρήγορη απάντηση: πολλά και τίποτα.
Η μόδα μπορεί να είναι πολλά πράγματα, αλλά σίγουρα είναι και μια αντίδραση στη βαρεμάρα. Αλλάζει γιατί είναι αδύνατο να μένουμε ίδιοι, να φοράμε τα ίδια ρούχα, και η αλήθεια είναι πως τις περισσότερες φορές δεν έχουμε αντίληψη του τι μας πάει, απλώς φοράμε κάτι γιατί θέλουμε να πούμε ή να κάνουμε κάτι. Αυτό που κολακεύει τη σιλουέτα πολλές φορές δεν συμπορεύεται με τη μόδα. Είναι αστείο, αλλά έτσι γράφουμε την ιστορία μας, με την πρόθεση να κολακεύσουμε τον εαυτό μας, αλλά στην πραγματικότητα αφήνοντας ένα ντοκουμέντο για το πώς ζούσαμε κάποτε, τι θεωρούσαμε σημαντικό.
Έτσι, λοιπόν, πριν από το καλοκαίρι του 1988 ο κόσμος που έβγαινε στα κλαμπ «ντυνόταν καλά», βασικά γιατί ήθελε να κάνει φιγούρα, γιατί έτσι θα «σκόραρε»: έδειχνε το χρήμα του και έλεγε ποιος είναι. Το κλαμπ τη δεκαετία του ’80 ήταν σε μεγάλο ποσοστό το σημείο όπου μπορούσες να κάνεις τη φαντασίωση πραγματικότητα ως η σειρήνα του σεξ, ο macho άντρας, το γκοθ παιδί, η νεορομαντική οπτασία. Τα κλαμπ έγιναν πρεστιζάτα, η μεγαλομανία ήταν καλοδεχούμενη, το λαμέ επίσης, το πολύ make-up, γενικά οτιδήποτε πλούσιο, γκλαμουράτο. Το κλαμπ ήταν μέσο επιτήδευσης τη δεκαετία του ’80.
Όμως κάπου στο τέλος εκείνης της δεκαετίας φτάνει κάτι από την Αμερική στην Ίμπιζα και μετά, σαν πανδημία, δημιουργεί «εστίες μόλυνσης»: Λονδίνο, Μάντσεστερ, Σέφιλντ, Βερολίνο, Νάπολη, Μιλάνο, Παρίσι. Είναι τα acid house parties. Στην Αγγλία, που εκείνη την εποχή τρώει τη σφαλιάρα της κρίσης, είναι η εύκολη λύση για τους δυνάμει entrepreneurs της νύχτας. Είναι φτηνά και δεν πουλάνε μούρη. Οι χώροι διεξαγωγής τους δεν είναι «κανονικά» σημεία αλλά αποθήκες, γυμναστήρια, εγκαταλελειμμένα εργοστάσια. Όσον αφορά τα τελευταία, είναι σχεδόν συγκινητικό το πώς οι απόγονοι εκείνων που βασανίζονταν δουλεύοντας στις πρώτες μηχανές στο ίδιο σημείο ιδροκοπούν χορεύοντας, αποζητώντας τον θόρυβο μιας μηχανής.
Οργανώνονται τα πρώτα rave parties και όποιος μαθαίνει γι’ αυτά, πηγαίνει. Η είδηση διαδίδεται μέσω flyers που θυμίζουν αναγγελία μεσαιωνικού πανηγυριού, είναι χειροποίητα και ναΐφ, πήζουν στην πληροφορία: πόσοι DJs, τι θα συμβεί, τι θα νιώσεις, οδηγίες για το πώς να φτάσεις. Και σε ένα από τα πρώτα πάρτι του Shoom στο Λονδίνο εμφανίζεται το πρώτο λατρευτικό σύμβολο: το smiley.
O προπομπός της γλώσσας των emoticon, το smiley των πάρτι του Shoom, σηματοδοτεί κάτι πολύ απλό και ξεχασμένο στη βρετανική μουντίλα του τέλους της δεκαετίας του ’80, τη χαρά, την παιδικότητα, το ανάλαφρο. Εκεί κρύβεται όλη η αθωότητα εκείνου του δεύτερου καλοκαιριού της αγάπης το 1988, της αρχής του πάρτι. Όταν μυείσαι, τι κάνεις; Θέλεις να δείξεις το σημείο λατρείας. Το smiley έγινε ίσως το πρώτο αντικείμενο μόδας της γενιάς rave – μπήκε σε μπλουζάκια, καπέλα, τυπώθηκε στα ρούχα.
Πάνω απ’ όλα, το smiley ένωνε. Γιατί η μυστικιστική εμπειρία των rave ήταν ανοιχτή σε όλους, όλοι ήταν καλοδεχούμενοι: καλλιτέχνες, οπαδοί ομάδων, μουσικοί, σχεδιαστές, εργάτες, παιδιά με πλούσιο μπαμπά. Οι «ναοί» μεγάλωναν μαζί με το κοινό τους και καθώς έμπαιναν διαφορετικές φυλές το ντύσιμο απλοποιήθηκε. Τα φαρδιά cargo παντελόνια, τα αθλητικά ρούχα, τα adidas παπούτσια, τα καπέλα bucket, οι τζιν σαλοπέτες πρόσφεραν άνεση, απλότητα και, βασικά, τσέπες για τα απαραίτητα. Η επιτήδευση μένει στα ’80s, περιμένει το επόμενο τρένο. Όλα γίνονται φαρδιά, αποδομούνται σε σχέση με την ποζερί της προηγούμενης δεκαετίας. Η νέα αισθητική είναι «ιδρωμένος μετά από ένα rave».
To 1990 το περιοδικό «The Face» βγάζει τεύχος με τίτλο «Τhe third Summer of love». Στο εξώφυλλο βρίσκεται ένα σχετικά άγνωστο μοντέλο, εκεί γύρω στα 16. Η φωτογραφία είναι ασπρόμαυρη, το κορίτσι γελά στην κάμερα, φορά στο κεφάλι φτερά Ινδιάνου. Σταυρώνει τα χέρια του μπροστά στο γυμνό του στήθος. Το πρόσωπό του έχει κάτι ελπιδοφόρο, που δεν είναι γλυκερό. Τo κορίτσι είναι η Kate Moss, η φωτογράφος η Corinne Day.
H φωτογραφία αυτή είναι κομβική, σηματοδοτεί τη σημαντική στιγμή που το αμερικανικό grunge χάθηκε μέσα στα acid house parties – και μίλησε στη γενιά της. Στη φωτογράφιση εκείνη δεν μιλούν τα ρούχα, μάλλον απρόσμενα μιλούν όσα δεν αξιοποιούσαμε σε editorial μόδας. Birkenstock σανδάλια (που δεν είχαν χρησιμοποιηθεί ποτέ πριν), αθλητικό σορτς με τις χαρακτηριστικές τρεις ρίγες, τζιν, ένα λευκό ριμπ πουλόβερ, η γύμνια της Kate. Τα παιδιά που προσπαθούν να μπουν στη μόδα εκείνη την εποχή βρίσκουν τοίχο. Το σύστημα της μόδας δεν πάει στα rave. Κανένας δεν τους δίνει ρούχα, δεν έχουν πρόσβαση, ζουν από τα επιδόματα. Η Melanie Ward, η Katie Grant, δύο από τα κορίτσια που έφτιαξαν τις εικόνες στο «The Face» και στο «Dazed and Confused» αντίστοιχα, παίρνουν ρούχα απ’ όπου μπορούν: από την ντουλάπα τους, από παζάρια, από αγορές με μεταχειρισμένα. Όσα θυμίζουν ’70s, την εποχή που ήταν εκείνες παιδιά, την πιο ανέμελη εποχή, τα προτιμούν, τους αρέσουν περισσότερο.
Και επειδή κανένας δεν κάνει ρούχα για rave party, το κενό αυτό πρέπει κάπως να καλυφθεί. H Fiona Cartlidge έχει μια επιφοίτηση σε ένα πάρτι του Shoom και ανοίγει μια μικρή μπουτίκ, το Shine of the Times. Πουλά αυτοκόλλητα με smiley, εισιτήρια για τα rave, κάνει δικά της πάρτι, φέρνει νέους σχεδιαστές. Εκεί ο Andrew Groves, το αγόρι και βοηθός του Alexander McQueen, θα φτιάξει την εναλλακτική περσόνα Jimmy Jumble και θα πουλά τα ρούχα του. Είναι κιτς, έχουν λάτεξ και βινύλιο, έχουν πλάκα και θυμίζουν Moschino και χορεύτριες go-go των ’60s – αν, φυσικά, πήγαιναν ποτέ σε rave party. Τα t-shirts σχολιάζουν τα πάντα. Γράφουν κυνικά, σαχλά σχόλια, είναι μικροσκοπικά ή τεράστια, έχουν καρτούν από παιδικές σειρές. Η Stüssy, που μέχρι τότε έκανε ρούχα για skateboard, βγάζει t-shirts με έντονα χρώματα, ψυχεδελικά τυπώματα. Γίνονται ανάρπαστα. Ο Rifat Ozbek δείχνει μια ολόλευκη συλλογή που μέσα της φαίνεται για πρώτη φορά η καινούργια σιλουέτα. Τα ρούχα των πάρτι για πρώτη φορά εξευγενίζονται.
Καθώς τα rave parties ξεκινούν να «διαφθείρουν» τη νεολαία και να αποτελούν απειλή για όσους δεν καταλάβαιναν τη μύηση και την ένωση, τα smiley φεύγουν. Προστίθενται στοιχεία αλητείας, punk. Υπάρχει μια μυστικιστική σχέση με τους εξωγήινους, η επαφή μαζί τους. Στη Νέα Υόρκη ανοίγει το Liquid Store και στο ταμείο του δουλεύει το πιο κουλ κορίτσι, η Chloë Chevigny – εκεί βρίσκεις τα ρούχα Astrogirl που έχουν σήμα τους ένα εξωγήινο κορίτσι.
Και επειδή τα rave παίζουν με όλα, καθώς κανονικοποιούνται, μεγεθύνονται με όποιους τρόπους μπορείς να φανταστείς. Στο πάρτι όπου όλα μπορεί να συμβούν τα αθλητικά σου αποκτούν δυο, τρεις, τέσσερις, πέντε σόλες, όσες χρειάζονται για να γίνουν κόθορνοι. Τα παντελόνια γίνονται ακόμα πιο φαρδιά, σε σημείο που αρχίζουν να πέφτουν ανησυχητικά. Μπορείς να βάλεις γούνινα καπέλα, φτερά, πιπίλες, πολύχρωμα παιδικά κολιέ, σαδομαζοχιστικές στολές, μόνο το μαγιό σου, πολυέστερ πουκάμισα από το ’70 που βρήκες στα παλιατζίδικα. Η εμμονή με το μέλλον, την τεχνολογία, το ίντερνετ, η φαντασίωση του κόσμου μετά τα ’00s γινεται rave. Φοράνε όλοι γυαλιά Oakley – θυμίζουν μάσκα, είναι φτιαγμένα για surfers, snowboarders, αλλά σε κάνουν να μοιάζεις σαν να έχεις έρθει από το μέλλον. Ό,τι είναι μόδα μπαίνει στο μίξερ για να το πας στο rave party και αντίστροφα. Όσα δίνεις, τόσα παίρνεις.
Γιατί τα πάρτι ανήκουν σε όλους. Ανήκουν στον Irving Welsh και στους ήρωες του Trainspotting, ανήκουν στους Γερμανούς μετά την πτώση του Τείχους – τα techno parties ένωσαν με ιδρώτα μια πόλη. Ανήκουν στους Ναπολιτάνους και στην Αθήνα, ανήκουν στα Spice Girls και στα παιδικά δωμάτια, ανήκουν σε κάποιους που σήμερα είναι 45 και σε όλους όσοι είναι 25. Χωράνε όλοι, το μόνο που χρειάζεται είναι η μύηση. Και δεν πας ποτέ καλά ντυμένος σε ένα rave party.
Το άρθρο δημοσιεύθηκε στην έντυπη LiFO.