«Ποια είναι η φετινή ιεραρχία των tote bags στο Λονδίνο;» ρώτησε ένας χρήστης του Reddit τον περασμένο Σεπτέμβρη. Η ερώτησή είναι τόσο ζουμερή και καλοδιατυπωμένη, που αξίζει να παραθέσουμε και τη συνέχεια.
«Μετά από μια δεκαετία στην κορυφή, η τσάντα του Daunt Books φαίνεται να μην είναι πλέον η “it bag” του μεσοαστού που θέλει να δείξει σκεπτόμενος. Με τι έχει αντικατασταθεί όμως; Η New Yorker τσάντα μου έχει ακόμα κύρος; Αν βγω έξω κρατώντας μια Glastonbury, θα με περιφρονήσουν; Υπάρχει κάποια tote bag σχετική με φιλανθρωπία ή ανθρώπινα δικαιώματα που αγοράζουμε τώρα;» καταλήγει.
Τα σχόλια δεν απογοητεύουν, αλλά αυτό οφείλεται εν μέρει στο διπλό ερώτημα που τίθεται εξαρχής. Στην πραγματικότητα, ο χρήστης falseflat δεν ρωτά ποια μάρκα να προτιμήσει αλλά πώς να δείξει ότι ανήκει στην τάδε ή τη δείνα κοινωνική υποομάδα, πώς να είναι «cool».
Μια τσάντα Trader Joe’s πιάνει περισσότερους πόντους στο Τόκιο ή στην Αθήνα, όπως αντίστοιχα μια ελληνική tote bag στο Notting Hill. Όσο πιο σπάνια και πιο ιδιαίτερη, τόσο πιο ενδιαφέρουσα και μυστηριώδης η αύρα που τυλίγει το άτομο που την κρατά.
Γιατί, αν κανείς προτιμά τον φούρνο Jolene στο ανατολικό Λονδίνο, αν έγινε πρόσφατα συνδρομητής στην πλατφόρμα ταινιών Mubi ή αν βρήκε εισιτήριο για το Eras Τοur της Taylor Swift, αυτό είναι κάτι που θεωρείται cool και αξίζει να κοινοποιηθεί με τρόπο που να έχει διάρκεια, τυπωμένο πάνω σε μερικά εκατοστά πάνινου υφάσματος που κρέμεται στον ώμο του. «(Η tote bag) Είναι βασικό στοιχείο της μεσοαστικής σου προσωπικότητας», σχολιάζει κάποιος.
Στην πραγματικότητα, το τι συμβαίνει στο Λονδίνο είναι ενδεικτικό, οι tote bags έχουν αναδειχθεί σε σύμβολα κοινωνικού status στις μεγάλες πρωτεύουσες εδώ και χρόνια. Φετινά άρθρα στη «Washington Post» και στο BBC προσπαθούν να εξηγήσουν γιατί οι πάνινες τσάντες της αμερικανικής αλυσίδας σούπερ μάρκετ Trader Joe’s έγιναν ξαφνικά τόσο δημοφιλείς, που ενώ κοστίζουν τρία δολάρια, έφτασαν να μεταπωλούνται στο eBay για σχεδόν τρεις χιλιάδες. Μάλιστα, η πράγματι καλόγουστη τσάντα από ανθεκτικό καμβά είναι τόσο δημοφιλής στους Ιάπωνες τουρίστες, που μια ξεναγός στο Λος Άντζελες εξομολογήθηκε στο BBC ότι το πρόγραμμα των γκρουπ της περιλαμβάνει πάντα μια στάση στα Trader Joe’s.
Άλλωστε, μια τσάντα Trader Joe’s πιάνει περισσότερους πόντους στο Τόκιο ή στην Αθήνα, όπως αντίστοιχα μια ελληνική tote bag στο Notting Hill. Όσο πιο σπάνια και πιο ιδιαίτερη, τόσο πιο ενδιαφέρουσα και μυστηριώδης η αύρα που τυλίγει το άτομο που την κρατά.
Γιατί, στην πραγματικότητα, η tote bag λειτουργεί σαν στοιχείο κατασκευής της σύγχρονης αστικής ταυτότητας, κάτι σαν advanced ερωτήσεις δημοτικού αλλά για ενήλικες. Το «ποιο είναι το αγαπημένο σου φαγητό;» γίνεται «σε ποιον φούρνο ψωνίζεις, σε ποιο φεστιβάλ ήσουν πρόσφατα, είσαι ή όχι φεμινιστής, από ποιο βιβλιοπωλείο προμηθεύεσαι τα επόμενα αναγνώσματά σου». Ερωτήσεις ενός υποθετικού ακροατηρίου στις οποίες το άτομο που φορά την tote bag απαντά περήφανα και δυνατά.
Και βέβαια, η tote bag είναι ένα κομμάτι καθαρής μόδας στο οποίο έχουν όλοι πρόσβαση· κατά κάποιον τρόπο, λοιπόν, αυτό το ανυποψίαστο τετράγωνο πανί με χερούλια επιτελεί το φοβερό έργο του εκδημοκρατισμού των τάσεων – συν την αδιαμφισβήτητη χρηστικότητα! Στο αυτί του επίδοξου cool ατόμου, αυτή η φράση ακούγεται σαν μουσική: δεν χρειάζεται να ξοδέψεις μια περιουσία για να δείξεις ότι ξέρεις τι σου γίνεται από μόδα, κουλτούρα ή γαστρονομία, απλώς αγόρασε μια tote με ανάλογο μήνυμα.
To ότι το ντύσιμο στέλνει μηνύματα, άλλωστε, είναι ένα concept που εκτείνεται σε βάθος αιώνων. Σκεφτείτε ότι στον Μεσαίωνα υπήρχε νόμος που απαγόρευε σε όσους δεν ανήκαν στην τάξη των αριστοκρατών να φορούν συγκεκριμένα υφάσματα και χρώματα. Κάτι σαν τις σημερινές τσάντες Birkin δηλαδή, τηρουμένων των αναλογιών.
Στο δοκίμιό του «Το μπλε είναι φέτος στη μόδα» ο Ρολάν Μπαρτ γράφει ότι υπό μία έννοια «το ένδυμα είναι το σημαίνον ενός και μόνο σημαινόμενου, που είναι ο τρόπος ή ο βαθμός συμμετοχής εκείνου που φορά το ρούχο στην κοινωνία στην οποία ζει». Αν τεντώσουμε το επιχείρημα για να ταιριάζει στο θέμα μας, είναι σαφές ότι, περιφέροντας την τσάντα New Yorker στο μετρό, δείχνεις σε όλους ότι ανήκεις σε εκείνους που «διαβάζουν». Το αν πράγματι το κάνεις, είναι άλλο θέμα.
Με μια γρήγορη ματιά, τα ελληνικά δεδομένα δεν διαφέρουν και πολύ από τα διεθνή. Άλλωστε όσοι στέλνουν σήματα Μορς με τις tote bags τους δεν παύουν να αποτελούν παρά μια μικρή μειοψηφία.
Η πιο αθώα κατηγορία είναι οι τσάντες από κάποιο συνοικιακό παντοπωλείο και οι τουριστικές τσάντες που γράφουν «I Am-sterdam». Μαζί και οι τσάντες με το παιχνιδιάρικο logo κάποιου ελληνικού brand που μπορεί να λέει κάτι για την Αθήνα ή οι tote bags που συχνά δίνουν τα second hand μαγαζιά προς αποφυγή του πλαστικού. Ναι, μπορεί να διασχίσεις την Ιπποκράτους με τσάντα που διαφημίζει κάποιο αμερικανικό βενζινάδικο και ταξίδεψε μέχρι την Ελλάδα μέσα σε χιλιοχτυπημένες κούτες με ’80s πουκάμισα, αλλά αυτό δεν σημαίνει τίποτα, ούτε για σένα ούτε για τους άλλους.
Ανεβαίνοντας σκαλί στην επιτήδευση, βρίσκουμε τις τσάντες με κοινωνικά μηνύματα που ο δημιουργός της tote συνηθίζει να γράφει με κεφαλαία. «Recycle or die» έγραφε η τσάντα της διπλανής μου στο μετρό. «Smash the patriarchy», «Save the planet», «Go Green», «Vote», «I love taxing billionaires». Επειδή είναι σχεδόν αδύνατο να κρατήσεις τυχαία μια τέτοια τσάντα, οι πεποιθήσεις σου είναι προφανείς για όποιον την προσέξει – αυτές που διακηρύσσεις ότι έχεις, τουλάχιστον.
Μια ενδιάμεση κατηγορία είναι οι tote bags από μουσεία. Κάθε πωλητήριο μουσείου που σέβεται τον εαυτό του διαθέτει τουλάχιστον μία πάνινη τσάντα με το όνομά του, ενώ κατά καιρούς λανσάρει και τσάντες με τύπωμα από τις περιοδικές εκθέσεις του. Εκεί, το πράγμα γίνεται πιο συγκεκριμένο. Δεν έχεις επισκεφθεί απλώς την Εθνική Πινακοθήκη ή το ΕΜΣΤ, το Leopold στη Βιέννη ή το Louisianna στην Κοπεγχάγη αλλά την έκθεση που «έτρεχε» εκεί το καλοκαίρι του 2022. Πολλοί θα το δουν, λίγοι θα καταλάβουν.
Στην κορυφή της πυραμίδας βρίσκονται τα βιβλιοπωλεία, τα φεστιβάλ και οι φούρνοι. Αν επισκεφθείς το Παρίσι, επιβάλλεται να φύγεις με tote bag από το Shakespeare & Company, ακόμα κι αν βαρέθηκες να περιμένεις στην ουρά για να μπεις (οι πονηροί γνωρίζουν ότι οι tote bags του ιστορικού βιβλιοπωλείου πωλούνται και στο διπλανό καφέ). Το ίδιο συμβαίνει και με το Daunt Books του Λονδίνου, το Strand στη Νέα Υόρκη, που ξεκίνησε σχεδόν τη μόδα με τις βιβλιοφιλικές tote bags, και βέβαια με τα μεγάλα περιοδικά λογοτεχνίας όπως το «Paris review of books». «Αγαπώ το διάβασμα», λέτε στους αμέριμνους συνεπιβάτες σας, προσπερνώντας τους με μια τσάντα από την Πολιτεία, τις Πλειάδες ή το Μπερλίν.
«Αγαπώ το σινεμά, τον χορό και τα φανζίν», δηλώνετε όταν ανεβαίνετε τη Βουλής με τσάντα από το Διεθνές Φεστιβάλ Χορού Καλαμάτας, το Athens Art Book Fair, το Φεστιβάλ Κινηματογράφου Θεσσαλονίκης ή την Μπιενάλε. Αντίστοιχα, γνωστοποιείτε ότι προτιμάτε παγωτό από το Μαραμπού, ψωμί από το Kora Bakery και φυτά από την Kopria στα Εξάρχεια.
Για να είμαστε δίκαιοι, πάντως, τα παραπάνω δεν συνοδεύονται απαραίτητα από διάθεση επίδειξης· είναι ένας τρόπος να στηρίξουμε μια επιχείρηση ή μια υπηρεσία της οποίας τα προϊόντα απολαμβάνουμε συστηματικά και που πιστεύουμε ότι αξίζει. Σαν τα T-shirts με τους σταθμούς της περιοδείας μιας μπάντας στα ’90s, οι tote bags είναι μια μικρή σημαία που καρφώνουμε στο ρευστό, γεμάτο πληροφορία αστικό παρόν. Δείχνουν ποιοι θέλουμε να είμαστε, ένα μονοπάτι που αν το πάρεις αντίστροφα, οδηγεί στο ποιοι είμαστε πραγματικά.
Το άρθρο δημοσιεύθηκε στην έντυπη LiFO.
Το νέο τεύχος της LiFO δωρεάν στην πόρτα σας με ένα κλικ.