Είναι 2001 και στην Ελλάδα ο κόσμος παίρνει δειλά-δειλά τα πρώτα διακοποδάνεια, o «Big Brother» βγαίνει στην τηλεόραση, ο Σημίτης είναι πρωθυπουργός και περιμένουμε τους Ολυμπιακούς Αγώνες.
Το εισόδημα γενικά είναι ίδιο με αυτό του 2014, με τη διαφορά πως υπάρχει μια ανάταση, μια υφέρπουσα, δήθεν μαγκιά, κάτι που φέρνει αναστάτωση.
Αλλαγή πλάνου: στην Αμερική του 2001 η Τζένιφερ Λόπεζ είναι ακριβώς ίδια όπως σήμερα, πράγμα που μου επιβεβαιώνει πως είναι πείραμα των εξωγήινων. Τραγουδά τις πρώτες της επιτυχίες και μαζί της είναι ένας κοντός, τρομερά επιτυχημένος εκείνη την εποχή ράπερ, ο Ja Rule.
O Ja Rule ραπάρει με γρέζι μάγκα από βιβλίο του Τσιφόρου, βγάζει hits και λεφτά με τη σέσουλα, που τα σκορπάει σε μια ενδυματολογική αδυναμία, το καρό ύφασμα Burberry.
To φορά σε καπελάκι, σε μπαντάνα, σε παπούτσια, σε πουκάμισο, σε παπουτσάκια, σε βινύλ σακάκι με φόδρα καρό. Ο Ja Rule το 2001 εκπροσωπεί για τον οίκο Burberry ό,τι το διακοποδάνειο για τον μέσο Έλληνα: την τελευταία αφελή κατηφόρα πριν πιάσει οριστικά πάτο.
Ήταν μια παραίτηση που βρήκε την Αγγλία μουδιασμένη, στα τελευταία της βήματα πριν από το Brexit, με τις προβλέψεις να υποδεικνύουν ως τομέα με τη μεγαλύτερη χασούρα τα υφάσματα, τα είδη υπόδησης και ένδυσης.
Εκείνη την περίοδο, το χαρακτηριστικό καρό Burberry αποτελούσε μία από τις μεγαλύτερες λαϊκές εμμονές, μαζί με το μονόγραμμα του Louis Vuitton. Μπορούσες να το βρεις παντού, από τον πάγκο της γειτονιάς μέχρι ένα μεγάλο πολυκατάστημα.
Υπήρχαν αναρίθμητοι κωδικοί, σε πλήρη ασυνεννοησία και απόλυτη ασυνέπεια. Το μέγεθος της υπερβολής και η υπερπροσφορά λόγω αντιγραφής το έκανε έμβλημα των chavs, των ας πούμε «κάφρων» νεαρών χαμηλής κοινωνικής τάξης της Μ. Βρετανίας.
Είμαστε ακόμα στο 2001 και ένας ευγενικός νεαρός με ήρεμο χαμόγελο δουλεύει δίπλα στον Tom Ford για τον οίκο Gucci. Είναι Βρετανός, το όνομά του είναι Christopher Bailey και εκείνο τον χρόνο θα αναλάβει να σώσει τον οίκο Burberry από την αφελή κατηφόρα που είχε πάρει.
Πριν από λίγες μέρες −και δεκαεπτά χρόνια μετά− ο Bailey παρουσίασε την τελευταία του συλλογή για τον οίκο, αφήνοντας πίσω του το όνομα Burberry ως το μεγαλύτερο βρετανικό brand σε προϊόντα πολυτελείας, με 460 καταστήματα παγκοσμίως και πάνω 10.000 εργαζόμενους.
Ο παμπάλαιος οίκος έχει έτος ίδρυσης το 1856. Ο Thomas Burberry είναι υπεύθυνος για τα ελαφριά και αδιάβροχα πανωφόρια από το ύφασμα «gabardine» που φορούσαν οι Βρετανοί στρατιώτες τον Α' Παγκόσμιο Πολεμο, τα οποία χρόνια αργότερα ονομάστηκαν «trench coats» ή, όπως έλεγαν οι μαμάδες μας, «γκαμπαρντίνες».
Το δράμα που βίωνε όμως ο Οίκος Burberry το 2001 έμοιαζε πολύ με την περιπέτεια που περνούσε η Μεγάλη Βρετανία τότε, η οποία έμοιαζε να χάνει την ταυτότητά της, καθώς καθετί αγγλικό γινόταν όλο και περισσότερο γραφικό ή απλώς άνευρο.
Ποια ήταν, τελικά, η βρετανική μόδα; Και πόσο έτοιμος ήταν ο Christopher Bailey να ξεπεράσει τα όρια για να την επαναπροσδιορίσει;
Εκείνος έκανε το πιο απλό, αλλά συγχρόνως και πιο δύσκολο. Κοίταξε με τρυφερότητα, ευγένεια και πάθος την πορεία του οίκου μέσα στα χρόνια αλλά και τη δική του στη Μεγάλη Βρετανία και τις προέβαλε μαζί στην πασαρέλα.
Το trench coat επανασχεδιασμένο άπειρες φορές, το καρό μοτίβο που κάθε φορά φέρει την υπογραφή της συλλογής, η μουσική, τα σιφόν φορέματα που ξεπροβάλλουν μέσα από χοντρά κάρντιγκαν, η εργατική τάξη και τα κορίτσια της αριστοκρατίας, η παράδοση και η χαρακτηριστική αγγλική βραδύτητα μαζί με την κατάρριψη των μύθων.
Τα πόντσο με το μονόγραμμα του ιδιοκτήτη τους στη συλλογή του 2014. Τα παλτό ζωγραφισμένα στο χέρι. H Paloma Faith να τραγουδά live «Only love can hurt like this».
Μετά ήρθαν οι λαμπεροί Βρετανοί, που τους διάλεγε όλους προσεκτικά ο ίδιος ο Bailey, για να πρωταγωνιστήσουν στις καμπάνιες του. Η Έμα Γουότσον ακόμα έφηβη σε ένα ασπρόμαυρο πορτρέτο. Ο Harry Styles, η Kέιτ Moς στο εξώφυλλο της «Vogue», η Cara Delevingne παντού, η Nαόμι Κάμπελ. H Σιένα Μίλερ, ο James Bay και ο Tom Odell.
Τέλος, η τεχνολογία, η καινοτομία, το ρίσκο. Ο Burberry ήταν ο πρώτος οίκος που έκανε live stream την πασαρέλα του, που επένδυσε σε διαφήμιση σε όλες τις καινούργιες πλατφόρμες, ενοποίησε τις συλλογές, χωρίς να τις διαχωρίζει σε ανδρικές και γυναικείες, και παρουσίασε το πρώτο μοντέλο αγοράς κατευθείαν από την πασαρέλα.
Ενώ συνέβαιναν όλα αυτά, ανακοινώθηκε κάτι αξιοσημείωτο και πρωτόγνωρο: o Christopher Bailey γίνεται CEO του οίκου, συνεχίζοντας να εκτελεί τα καθήκοντά του ως καλλιτεχνικού διευθυντή. Είναι η πρώτη φορά στη βιομηχανία της μόδας που καλλιτεχνικός διευθυντής καλείται να διαβάσει και ισολογισμούς. Θα πετύχει;
Η μεγάλη κοιλιά που έκαναν οι αγορές της Ασίας στα προϊόντα πολυτελείας και τα τρομοκρατικά χτυπήματα στο Παρίσι το 2015 αποδυνάμωσαν τον τουρισμό και συνεπώς την αγοραστική δύναμη ξένων αλλά και ντόπιων, μαζί με την ικανότητα του Bailey να παρακολουθεί τα πάντα.
Μετά από λίγο καιρό ανακοινώνεται το όνομα του καινούργιου CEO και περίπου έναν χρόνο μετά o Bailey θα δηλώσει την παραίτησή του.
Ήταν μια παραίτηση που βρήκε την Αγγλία μουδιασμένη, στα τελευταία της βήματα πριν από το Brexit, με τις προβλέψεις να υποδεικνύουν ως τομέα με τη μεγαλύτερη χασούρα τα υφάσματα, τα είδη υπόδησης και ένδυσης.
Τι θέλει όμως να πει αυτή η γενιά που γεννήθηκε στην Ευρώπη και καλείται να ζήσει έξω από αυτήν; Ποια θα είναι η ταυτότητα αυτών των Άγγλων, ποια θα είναι η ανεκτικότητά τους, η αισθητική τους;
Αυτά φαίνεται να έχει κατά νου ο Bailey στην τελευταία του συλλογή, βάζοντας τη σημαία του LGBT κινήματος στο καρό του Burberry, αγόρια και κορίτσια ντυμένα με βασικά, εκτυφλωτικά χρώματα να κοιτάζουν με αυθάδεια τον εαυτό τους νέο, δεκαεπτά χρόνια πριν. Αν εκείνος είναι μουδιασμένος από το πέρασμα του χρόνου, αυτό δεν πρέπει να περάσει στο ντύσιμο των σημερινών Άγγλων.
Κι ενώ πολλοί ακόμα δεν μπορούν να χωνέψουν πώς πέρασε τόσος καιρός, η τελευταία συλλογή του Christopher Bailey για τον οίκο Burberry είχε τίτλο «TIME» και έκλεισε με Jimmy Somerville. Η Αγγλία μετρά τις δυνάμεις της.