Μπορεί να το λέμε brunch, αλλά οι περισσότεροι οπαδοί του το τρώνε γύρω στις 3 το μεσημέρι, κάτι που ακυρώνει τον ξενικό όρο, ο οποίος το θέλει να ξεκινά στις 12 και να συνεχίζεται χαλαρά ως το μεσημέρι, και κόβεται sur mesure στα μέτρα του κυριακάτικου τραπεζιού, έτσι όπως το έμαθε ο Έλληνας από τη μαμά του κι έτσι όπως το νοστάλγησε τα χρόνια της ενηλικίωσης μακριά το σπίτι. Από τον όρο, το αθηναϊκό brunch μπορεί να μην κράτησε το εθιμοτυπικό, κράτησε όμως το μενού, ένα μενού-«κόπια» σε κάθε μαγαζί που το υιοθέτησε. Τα βαρετά έως χασμουρητού πανομοιότυπα παντού pancakes, carrot cakes με frosting, αυγά Benedict και scrambled, τα μπέργκερ, οι βάφλες και τα french toasts αποτυπώνουν την τάση του ελληνικού εστιατορίου να μιμείται, ακριβώς και με καρμπόν, τα μαγειρέματα του διπλανού, του παραδιπλανού και της απάνω γειτονίτσας.
Κολυμπώντας ανάμεσα σε βουνά από pancakes με κόκκινα σιρόπια στις γειτονιές της πόλης, προσπαθούσα να βρω το κάτι άλλο, το διαφορετικό, μια no american πρόταση, μια πρωτοτυπία με έμπνευση από την ελληνική παράδοση, που έχει να προσφέρει αρωγή τεράστια στο παγκόσμιο brunch τοπίο, αν αναλογιστείς τις πίτες, τις τηγανίτες, τις τηγανόκλουρες, τις αμυγδαλο-καρυδόπιτες, τα σταφιδόψωμα, τους τραχανάδες, τις μπατζίνες, τις σούπες, τα κόλλυβα, τα αλλαντικά, τα τυριά και τους καγιανάδες της.
Αν δεν εμπνευστεί ο μέγας σεφ από τη χώρα του, από πού θα εμπνευστεί, από τη Χονολουλού, που δεν την έχει δοκιμάσει; Και ποια λογική, άραγε, ταιριάζει την πρώτη ύλη με τα οικοδομικά τετράγωνα, ταυτίζοντας τον σολομό με την Κηφισιά και την προβατίνα με τη Βάρη;
Ομολογουμένως, την αποκάλυψη δεν την περίμενα να έρθει από την Κηφισιά, πολύ περισσότερο από την κουζίνα ενός μεγάλου σεφ, του Δημήτρη Δημητριάδη, που παλιώνει ωραία την άποψή του για την ελληνική δημιουργικότητα.
Το σερί των εκπλήξεων, όμως, σαν πέρασα το κατώφλι του Artisanal μια «πεινασμένη» Κυριακή μεσημέρι, με ακολούθησε από την αρχή ως το τέλος του λογαριασμού – τα πιάτα κυμαίνονται από 4, 5, 7, 8 και 9 ευρώ μέχρι, σπανιότατα, τα 16 περίπου, για μια πιο λουσάτη και δημιουργική σπεσιαλιτέ.
Το πλάγιο φως του φθινοπωρινού ήλιου που πέφτει στη μαγική σάλα των άκαπνων με το τεράστιο μπαρ, το τζάκι και τα μοναδικά γαλλικά έπιπλα έχει μια γαλήνη που θυμίζει σπιτικά Χριστούγεννα, τα πορτρέτα του Θωμά Τουρναβίτη και του Νικόλα Ζήσιμου, οι «Μυστηριώδεις Νέοι» του Νίκου Βαβάτση, της εποχικής έκθεσης, δένουν με τον χώρο λες και γεννήθηκαν μαζί του, τα κουτιά του Θ. Μπρουσκομάτη δίνουν μια νότα από μεταφυσικό Μεξικό, ένα εξωτικό χρώμα σαν αύρα από δώρα που περιμένουν να ανοιχτούν κάτω από το γιορτινό δέντρο, κάτω στο αίθριο η βαβούρα των καπνιζόντων, σαν πάρτι με φως ημέρας. Έξω στον κήπο, σκεπασμένη με μια κουβερτούλα, ακούω τα κηφισιώτικα πουλιά, τη ζεν ησυχία που θυμίζει αγγλικό παβίλιον, σχεδόν περιμένω κάποιο τρίο πίσω από τα κλαδιά των δέντρων που οσονούπω θα εκτελέσει κάτι από Βιβάλντι ή ίσως Μπαχ.
Αν ποτέ φοβήθηκες το Artisanal ως ακριβό ή κυριλάτο ή στημένο μαγαζί, να το δεις τις Κυριακές, φιλικό, χαλαρό, αλλά και απολύτως κοσμοπόλιταν και ευρωπαϊκό. Στυλ που δεν θα το πληρώσεις στον τελικό λογαριασμό.
Ο Δημήτρης, λοιπόν, εμπνεύστηκε από τη θεσσαλική πατρίδα του, θυμήθηκε την κρεατόπιτα και τον τραχανά της μαμάς του, έβαλε και το ιστορικό πεϊνιρλί της Δροσιάς στο μενού, με ένα αυγό στην κορφή του. Φρυγανισμένο, χωριάτικο ψωμάκι με καγιανά, «όπως στο χωριό» προζυμένιο ψωμί με φέτα και ντοματούλα, βάλσαμο τραχανοσουπίτσα με καπνιστό χοιρινό και γραβιέρα, ομελέτα με κατσικίσιο τυρί, ρεβιθοσαλάτα με κύμινο, φέτα από τη Βυτίνα και μια μπρουσκέτα με κόκορα, το κλασικό γιουβετσάκι της Κυριακής με γραβιέρα Νάξου, γεμιστά κολοκυθάκια με αυγολέμονο αγκινάρας, καρέ μαύρου χοίρου με πουρέ από ριγανάτες πατατούλες, κολοκυθάκια και μουστάρδα. Εγώ θα σταθώ στο απίστευτο μπέργκερ, ζουμερό, αρωματικό, εξαίσιο, με γαριδούλες και καλαμάρι μέσα σε μπριοσένιο ψωμάκι που φτιάχνεται στην κουζίνα, και στην κρεατόπιτα με πρόβειο κρέας και τραχανά – όλα να σου θυμίζουν μια γεύση από παλιά Ελλάδα, απείραχτη και απαράλλαχτη, και όμως τόσο σύγχρονα φτιαγμένα και παρουσιασμένα, μέσα από μια άλλη τεχνική, μια άλλη-χάρμα οφθαλμών-αισθητική. Κάποιος σχολίασε πως «δεν ήρθε στην Κηφισιά να φάει προβατίνα» και του απάντησα πως κάτι τέτοια μας φάγανε ως χώρα, να ψάχνουμε τώρα την ταυτότητά μας και να την αναζητάμε σε έναν χάρτη από συνταγές που τις έφαγε η λήθη και η μαρμάγκα. Αν δεν εμπνευστεί ο μέγας σεφ από τη χώρα του, από πού θα εμπνευστεί, από τη Χονολουλού, που δεν την έχει δοκιμάσει; Και ποια λογική, άραγε, ταιριάζει την πρώτη ύλη με τα οικοδομικά τετράγωνα, ταυτίζοντας τον σολομό με την Κηφισιά και την προβατίνα με τη Βάρη;
Να που συγχύστηκα και ξέχασα να μνημονεύσω τα εξαιρετικά γλυκά, η φινέτσα αυτοπροσώπως σε ζάχαρη, σαν αραχνοΰφαντη δαντέλα. Τάρτα σοκολάτας με σαντιγί σοκολάτας και παγωτό φιστίκι και μια κορδέλα από τραγανό κανταΐφι γεμιστή με κρέμα φιστικιού, βύσσινο και λευκή σοκολάτα στο πιο «πεθαίνω» εναλλακτικό κιουνεφέ. Να τους κάνετε τη χάρη!
Artisanal, Ζηρίνη 2, Κηφισιά, 210 8086111