Mη γκρινιάζεις!
Ξέρετε αυτό το σλόγκαν, το να είσαι θετικός για να σου συμβούν θετικά πράγματα; Στη Φλωρεντία επιβεβαιώθηκε πανηγυρικά. Φτάσαμε σε ένα καφέ που δίπλα υπήρχε ως τρατορία και παραδίπλα ως εστιατόριο, όλα με το ίδιο όνομα. Ήταν νωρίς (όλοι τρώνε στις 7) και πεινούσαμε, αλλά δεν φύγαμε γιατί ήμασταν πτώματα. Πήραμε δύο γλυκά που ήταν απίστευτα ωραία. Δίπλα μας άρχισαν να γεμίζουν τα τραπέζια- στο διπλανό κάθισε μία ηλικιωμένη κυρία με μία κυρία μαζί με έναν άντρα με άσπρα μαλλιά και γενειάδα. Κάποια στιγμή πέρασε από μπροστά μας ένας σεφ με μία κατσαρόλα που μέσα είχε μίγμα παγωτού. Αρχίσαμε να σχολιάζουμε το πόσο συγκινητικό είναι ότι φτιάχνουν το παγωτό της ημέρας, το στυλ του μαγαζιού, την σούπερ κομψή κυρία, αναλύσαμε τα γλυκά που φάγαμε (τζηζκέικ με πικρούτσικη μαρμελάδα πορτοκάλι, ταρτούλα με βατόμουρα), όλα θετικά. Ως που κάποια στιγμή ο κύριος με τη γενειάδα μας ρώτησε από πού είμαστε. Αρχίσαμε μία δειλή ψιλοκουβέντα, και ξεκίνησαν οι αποκαλύψεις:
Ο κύριος δίπλα ήταν ο Fabio Picchi, σεφ και ιδιοκτήτης του μαγαζιού, ένας από τους πιο σημαντικούς σεφ της Φλωρεντίας και της Τοσκάνης. Εμφανίζεται μία φορά την εβδομάδα στην τηλεόραση, γράφει βιβλία μαγειρικής, βγάζει ως και σειρά με ποδιές, μιλάει για το φαγητό της Τοσκάνης όπου τον καλούν. Η κομψή ηλικιωμένη κυρία ήταν –μάλλον- η πεθερά του. Αποκαλύφθηκε ότι έχει ζήσει στην Ελλάδα, έξω από το Βόλο, και καταλάβαινε τι λέγαμε! Σε λίγο έφτασε στο τραπέζι μας το παγωτό που είδα να περνάει από μπροστά μας, το οποίο προοριζόταν για το εστιατόριο. Δεν ξέρω τι να σας πω γι’ αυτό το παγωτό. Ήταν ροδάκινο, ροζ, με μικρούτσικα κομματάκια από το φρούτο, με τόσο λεπτή γεύση και τόσο αρωματικό που σου ερχόταν δάκρυα στα μάτια. Ήταν το πιο ωραίο παγωτό του κόσμου και του το είπα. Είπε ότι κι αυτός αυτό πιστεύει- ότι το φτιάχνει ο γιος του (ήταν ο σεφ που πέρασε με την κατσαρόλα) από ροδάκινα της περιοχής, που είναι πολύ μικρά σε μέγεθος και με λευκή σάρκα.
ΤΟ παγωτό
Από κει και πέρα, εγώ και η αδερφή μου ήμασταν «οι Ελληνίδες» και τα ποτά και τα γλυκά που έφτασαν πήραν φωτιά. Όσο λέγαμε ότι δεν θέλουμε άλλο, τόσο ερχόταν τα κεράσματα. Πήγαμε και στην τρατορία, όπου φάγαμε το καλύτερο πατέ όλων των εποχών, σε μία φετούλα φρυγανισμένου ανάλατου ψωμιού, χαρακτηριστικού της Τοσκάνης, τόσο ωραίο που τα έχασα και ξέχασα να ρωτήσω από τι είναι. Φάγαμε μία φλαν με πατάτα και κολοκύθι με πέστο στο πλάι, τόσο ανάλαφρη και αεράτη, με τόσο ανάλαφρο πέστο, που έμοιαζε να μην είχε καν λάδι.
Η φλαν
Φάγαμε βοδινά μάγουλα τόσο μαλακά που κοβόταν με το πηρούνι. Φάγαμε και καρπάτσιο ροζ και τρυφερό, μαζί με ρόκα και παρμεζάνα. Και στο τέλος, όταν είπαμε ότι δεν αντέχουμε ούτε ένα dolci, μας έφερε με το ζόρι ο γοητευτικός σερβιτόρος Marco μία σοκολατόπιτα ίσα με ένα εκατοστό ψηλή, γιατί είπε πως δε γίνεται να μην τη δοκιμάσουμε.
Η σοκολατένια απόλαυση
Και μετά από αυτό, πίσω στο καφέ, πήγα να ζητήσω κοκτέιλ αλλά δεν πρόλαβα να το πω –μου έφεραν ένα του γούστου τους, λέγοντας “surprise!” που ήταν τέλειο, και λίγο ακόμα από το θείο παγωτό.
Συμπέρασμα: και όταν είσαστε στην Ιταλία, μην κουτσομπολεύετε αρνητικά τους διπλανούς σας.
Aν πάτε ή αν είσαστε εκεί, η τρατορία λέγεται Cibreo. Γίνεται της τρελής από αναμονή, οπότε πηγαίνετε νωρίς, δηλαδή 7 ακριβώς. Δεν δέχονται κρατήσεις και υπάρχει περίπτωση να καθίσετε μαζί με αγνώστους (είναι ελάχιστα τα τραπέζια, ανεξάντλητη η ζήτηση). Το μενού είναι μόνο στα ιταλικά αλλά οι σερβιτόροι κάθονται μαζί σου και σου το εξηγούν αναλυτικά στα αγλλικά. Δεν έχει ούτε πίτσα, ούτε πάστα. To κυριότερο, όλα τα πρώτα πιάτα κάνουν 7 ευρώ και όλα τα κυρίως 14. Το μπουκάλι Κιάντι που πήραμε έκανε 15 ευρώ και ήταν ένα όνειρο.
σχόλια