Όσοι πήγαν το συζητούν, σχολιάζουν τα πιάτα-τα οποία βρίσκεις top γκουρμέ-και σου τρέχουν τα σάλια, ένας αν-ορεκτικός τίτλος του Σκαρίμπα (αναρωτιέσαι τί ζητά ένας περιπλανώμενος κουλτουριάρης αλήτης στην ταμπέλα ενός εστιατορίου), punk bistro διαβάζεις στους τίτλους των οδηγών της πόλης, ένα πικρόχολο κράξιμο στο διαδίκτυο από κάποιους επιφανείς σεφ που δεν πήγαν ποτέ στο μαγαζί, δεν θέλεις περισσότερα για να μπεις στην ίντριγκα, να παρκάρεις στα Πετράλωνα, να βιώσεις από κοντά το ανορθόδοξο. Μπαίνεις μέσα και δεν κάνεις το ουάου!! του εντυπωσιασμού.
Κάτι ήσυχο σε ξυλί χρώμα, ξύλινοι πάγκοι-τραπέζια, τσαχπίνικα χριστουγεννιάτικα φωτάκια, κάτι γλόμποι με άποψη –remakes από παλιά. Αυτό που σε αγκαλιάζει αμέσως, σε κάνει δικό του χωρίς πολλά λόγια. Θα μπορούσε να είναι πανάκριβο, ακριβό, μικρομεσαίο ή φτηνό δεν το υποψιάζεσαι, καθότι έχει στυλ το οποίο συνήθως χρεώνεται στο μενού.
Αμερικάνικη πανκ του ’80, τότε μου φαινόταν ξενέρωτη και άνευρη, τώρα τη ρουφάω νότα-νότα, νοσταλγικά, σαν παλιά φωτογραφία που σου κολλάει ένα χαμόγελο χαλκομανία στο στόμα, garage, μια ξαφνική καινούρια pop, κάπως σαν να έχεις το ένα σου πόδι στο «Αν» στα Εξάρχεια και το άλλο σε ένα κυριλέ ρεστό της δημιουργικής ανατροπής. Με μια γουλιά κρασί θες να φύγουν οι πάγκοι να χοροπηδήσεις κάθε ρεφρέν σαν κατσίκι, με όλα σου τα γκάζια. Αλλά το ευγενές αγόρι θέλει την παραγγελία σου, οπότε συγκεντρώνεσαι στο μόλις 9 πιάτα του μενού.
Περιγραφή α λα ισπανική μόδα, «Παπαρδέλα», «Κόκορας», «Μοσχάρι», «Ψάρι». Με χαλάει λίγο η μίμηση, στο τέλος το παίρνω πίσω, τα παιδιά εδώ μιλούν με λίγα λόγια, για την ακρίβεια μάλλον σιχαίνονται τις λέξεις, σίγουρα δυσκολεύονται στο συντακτικό. Τα παίρνεις όλα, στη μέση. Από την σικάτη παρέα δίπλα-η Chanel τσάντα που με ακουμπά είναι absolutely αληθινή- έρχονται κάτι λιποθυμιστικά αρώματα τρούφας και κρασάτης σάλτσας με τροφαντές παπαρδέλες.
Ηλικίες γύρω στα 30, κανονικά αγόρια χωρίς συγκεκριμένο στίγμα, και από τα άλλα, τα εναλλακτικά, με τα σκουφιά ή τα μακριά μούσια ή και τα δυό μαζί σε συνδυασμό, όλοι διαφορετικοί και διάφοροι και αδιάφοροι να ανήκουν-κάπου-συγκεκριμένα. Το φαγητό, Θείο-χωρίς το τραγί. Από αυτές τις πολύ υψηλές κουζίνες, που άμα κουνήσουν την ουρά τους θα μπουν στο παιχνίδι των βραβείων, των πρωτοσέλιδων, των μεταγραφών στο Λονδίνο αλλά και των 100 ευρώ το κεφάλι. Νοστιμιά, αισθητική, τεχνική και ψυχή μαζί και η απλότητα ενός ιδανικού ριζότο με σανό (τριφύλι είναι)-καπνιστή πάπρικα και γραβιέρα. Και η έκπληξη, ενός καλαμαριού που το δαγκώνεις και απλώνεται μέσα σου όλο το κυμινάτο άρωμα ενός λιβανέζικου κεμπάπ. Και η ζεστασιά, μιας βελουτέ από γλυκοπατάτα με wasabi, μια ιδέα ταπιόκα και φυστίκι Αιγίνης. Και το ρουστίκ, στις παπαρδέλες με ψαχνό από αρνίσιο κότσι, νοστιμιά από ατζούγια και κρεμολάτα. Και η παράδοση, στον τραχανά με μοσχαρίσια τραγανά γλυκάδια, Μαυροδάφνη και φινόκιο. Και η αποδόμηση, σε έναν κόκορα απλό, με ωμό λαχανάκι Βρυξελλών κάτω από ένα μαγικό pesto ρόκας.
Είναι 12, όλοι κάπου γύρω στα ’30. Της χαρακτηριστικής, εναλλακτικής ράτσας των Πετραλώνων. Και έρχονται κι άλλοι κάθε μέρα, αφού σε ένα μαγαζί τα χέρια ποτέ δεν φτάνουν. Συνέταιροι, ο ένας έφερε τον άλλον, μερικοί στοιχειωδώς γνωρίζονται μεταξύ τους. Η ιδέα ενός συνεταιρισμού, όπως λέμε «Αγροτικός Συνεταιρισμός», μειώνει τα έξοδα για κείνον που δεν έχει, αλλά θέλει να κάνει κάτι δικό του. Μια φορά την εβδομάδα μαζεύονται για να βριστούν, να εκτονώσουν την πολυφωνία. Αφεντικά και υπάλληλοι μαζί. Μιλάω με τον Δημήτρη (Κανταράκη) τον έναν από τους τέσσερις μάγειρες. Όλοι με λαμπρή προϋπηρεσία, Αθήρι, Cellier, Βαρούλκο, 1800, Ορίζοντες, Aleria. Οι άλλοι δεν έχουν ιδέα από φαγητό. «Παίζουν τύμπανα κάποιοι» αορίστως με ενημερώνει ο Δημήτρης. Αν δεις τον Δημήτρη δεν θα φανταστείς ποτέ ότι «αυτό» το αγόρι μαγειρεύει «αυτό» το φαγητό. Από τη φυλή των έξτρα κουλ εξωγήινων, και με ένα βλέμμα που εστιάζει σε ένα προσωπικό όραμα, όνειρο, ταινία, μερικά χιλιάδες έτη φωτός από ό,τι συμβαίνει στη δεινή πραγματικότητα. Σου χαρίζεται μόνο με ένα μικρό, γλυκύτατο χαμογελάκι. Στα μάτια του, η Τρόικα δεν πέρασε ποτέ από δω, κανείς μας δεν χρωστάει, τίποτα δεν κατέρευσε, τίποτα δεν ήταν και όρθιο πριν την κατάρευση. Σαν Χριστός που πατά με σιγουριά πάνω στα κύματα.
Εννιά μόνο πιάτα για μια ανατροπή. Τόσα εκατομμύρια σε επενδύσεις για ακριβά γκραντέ εστιατόρια που επενδύουν σε vaccuum, σφαιροποιήσεις και άζωτα, τόσο μελάνι για αστέρια, βραβεία και σεφ-σταρ, τόσος μύθος για κάτι τόσο καθημερινό. Όλ’αυτά, 20 ευρώ μαζί με το κρασί.
σχόλια