Στο Χαϊδάρι για καλό φαγητό και περατζάδα

ΣΑΒΒΑΤΟ Στο Χαϊδάρι για καλό φαγητό και περατζάδα Facebook Twitter
0

Το Χαϊδάρι, για μένα, ήταν πάντα ο τελευταίος δήμος πριν από τις διακοπές. Με το που μπαίναμε στη λεωφόρο Καβάλας, ήξερα ότι μόλις περνούσαμε από το Χαϊδάρι, οδεύαμε προς την ανεμελιά και την ελευθερία. Πολλά άλλα πράγματα δεν ήξερα για την περιοχή. Ίσως μόνο ότι βρίσκεται κοντά στο όρος Αιγάλεω, που τρελαίνομαι να το αναφέρω σε συζητήσεις, και μια ανάσα από την Ελευσίνα. Αναζητώντας περισσότερες πληροφορίες γι’ αυτό έμαθα κι άλλα, όπως ότι υπήρχε από την αρχαιότητα ως δήμος Έρμος. Αργότερα ανήκε στον δήμο Αθηνών, μετά αποσπάστηκε από τον δήμο για να ενταχθεί μαζί με το Αιγάλεω και την Αγία Βαρβάρα στην κοινότητα Αιγάλεω, ενώ γύρω στο 1937 αυτονομήθηκε ως κοινότητα Χαϊδαρίου.

Θα μπορούσα, βέβαια, να τα είχα προσπεράσει όλα αυτά και να αρκεστώ στο γεγονός ότι το Χαϊδάρι ήταν παλιά ένα μεγάλο βοσκοτόπι αλλά και μία από τις πιο εύφορες περιοχές της Αττικής. Περιμετρικά της περιοχής που είναι γνωστή ως Παλατάκι, παλιά κατοικία του Όθωνα, βρισκόταν ένα μεγάλο αγρόκτημα, το οποίο τα χρόνια της Τουρκοκρατίας περιήλθε στα χέρια του Χαϊδάρ Πασά, εξού και το όνομά του. Τη δεκαετία του 1960 ο Αλέξανδρος και η Ιουλία Διομήδη δώρισαν στο υπουργείο Γεωργίας μια μεγάλη έκταση για τη δημιουργία βοτανικού κήπου. Το 1975 ο κήπος ολοκληρώθηκε, άνοιξε για το κοινό και μέχρι σήμερα φιλοξενεί διάφορα σπάνια είδη φυτών, φυτά απ’ όλο τον κόσμο, έχει ιστορικό τμήμα με φυτά που αναφέρονται σε ιστορικά κείμενα, φυτοθήκη με αποξηραμένα άνθη, παρτέρια που ανθίζουν όλο τον χρόνο και δέντρα απ’ όλο τον κόσμο. Οι παλιότεροι θυμούνται το Χαϊδάρι περισσότερο ως εξοχική περιοχή και λιγότερο ως μέρος του άστεως.

Μπορεί το Χαϊδάρι να μην έχει την κίνηση και τον κόσμο του Αιγάλεω ή του Περιστερίου, αλλά τώρα πια είναι μια ζωντανή περιοχή με πολλά μαγαζιά και δρόμους που σφύζουν από ζωή κάθε απόγευμα

Φυσικά, τα πράγματα άλλαξαν τη δεκαετία του ’80. Έτσι, μπορεί το Χαϊδάρι να μην έχει την κίνηση και τον κόσμο του Αιγάλεω ή του Περιστερίου, αλλά τώρα πια είναι μια ζωντανή περιοχή με πολλά μαγαζιά και δρόμους που σφύζουν από ζωή κάθε απόγευμα. Και όπως κάθε περιοχή των δυτικών προαστίων, έτσι και το Χαϊδάρι έχει αυθεντικότητα, στέκια που οι θαμώνες δύσκολα αλλάζουν, μαγαζιά που έχουν γράψει τη δική τους ιστορία, ακόμη κι αν έχουν αλλάξει χέρια. 

Στο ζαχαροπλαστείο Lux

Στο Χαϊδάρι για καλό φαγητό και περατζάδα Facebook Twitter
Το Lux δεν βγάζει πια τραπεζάκια στον δρόμο, αλλά έχει διατηρήσει την αίγλη του και έχει καταφέρει όχι μόνο να παραμείνει ζωντανό αλλά και να εξελίσσεται κάθε χρόνο. Φωτ.: Γιώργος Αδάμος/LIFO

Τα παλιότερα χρόνια στο Χαϊδάρι η οδός Αγωνιστών Στρατοπέδου ήταν ο πιο κεντρικός δρόμος. Εκεί βρισκόταν από το 1962 το καφεζαχαροπλαστείο Lux με τα λίγα τραπεζάκια του και τους πιστούς θαμώνες που περνούσαν καθημερινά για να απολαύσουν τον καφέ τους. Το 1987 το μαγαζί αγοράστηκε από τους αδελφούς Πετρόπουλους και από το 2014 το δουλεύει ο ένας εξ αυτών, ο Γιάννης, μαζί με τη σύζυγό του Μπία. Το Lux δεν βγάζει πια τραπεζάκια στον δρόμο, αλλά έχει διατηρήσει την αίγλη του και έχει καταφέρει όχι μόνο να παραμείνει ζωντανό αλλά και να εξελίσσεται κάθε χρόνο. Στο Χαϊδάρι υπάρχουν ακόμα έντονα οι δεσμοί της γειτονιάς, ξέρουν προσωπικά τον ζαχαροπλάστη ή τον φούρναρή τους. Ακόμη και αν δεν θέλουν να αγοράσουν κάτι, θα ανοίξουν την πόρτα και θα πουν μια καλημέρα. Με αυτήν τη φιλοσοφία συνεχίζει την πορεία του το Lux. Έτσι, έχει καταφέρει να απασχολεί καθημερινά δέκα άτομα στο εργαστήριο και δέκα στην πώληση. Μεγάλα τα νούμερα, αν σκεφτείς το λιλιπούτειο μέγεθός του.

Στο Lux δεν θέλουν τα γλυκά να είναι δεύτερης μέρας. Ξεκινούν το πρωί την παραγωγή τους και, αν υπάρχει ζήτηση, ξαναβγάζουν γλυκά και το μεσημέρι. Έτσι, τα πάντα είναι φρέσκα. Και αυτό ο κόσμος το αναγνωρίζει. Αν περάσεις από το μαγαζί κάποια γιορτινή μέρα θα δεις να υπάρχει ουρά έξω από την πόρτα του και οι πωλητές να βγαίνουν στο πεζοδρόμιο για να τους εξυπηρετήσουν όλους γρήγορα και να μην έχει κανείς παράπονο. Τι αγαπούν να απολαμβάνουν οι επισκέπτες του; Αρχικά, το εντυπωσιακά μεγάλο, οικογενειακό προφιτερόλ σε τρεις γεύσεις, κλασικό, Bueno και γάλακτος. Αυτό το γλυκό έχει την καλύτερη φήμη και δικαιολογημένα, αφού είναι απόλυτα ισορροπημένο στη γεύση του, με τα σουδάκια του να παραμένουν τραγανά και τη σοκολάτα σε γενναία ποσότητα.

Στο Χαϊδάρι για καλό φαγητό και περατζάδα Facebook Twitter
Το εντυπωσιακά μεγάλο, οικογενειακό προφιτερόλ σε τρεις γεύσεις, κλασικό, Bueno και γάλακτος. Φωτ.: Γιώργος Αδάμος/LIFO

Βέβαια, υπάρχουν όλα τα ρετρό γλυκά. Υπέροχος μπαμπάς, «γλώσσα της πεθεράς», μεγάλα κοκ και εκλέρ, σιροπιαστά ταψιού, με αγαπημένο μας τον μπακλαβά με αμύγδαλο, πάστες ποντικάκια και σοκολατίνες. Εξαιρετικό και το τσουρέκι του, που φτιάχνεται με παραδοσιακή συνταγή, έχει μαχλέπι και μαστίχα, είναι αφράτο και γίνεται ανάρπαστο κάθε Πάσχα.

Ακόμη και αν είχαν περιοριστεί μόνο σε αυτά τα γλυκά, το Lux και πάλι επιτυχημένο θα ήταν. Βέβαια, υπάρχει η διάθεση της εξέλιξης και από το εργαστήριο βγαίνουν ολοένα νέες γεύσεις. Έτσι, στο παλιακό σουδάκι η καραμέλα αντικαταστάθηκε με γκανάς λευκής σοκολάτας και στην πάβλοβα οι μαρέγκες στη βάση έγιναν μικρές και τα berries πήραν τη θέση της φράουλας. Στα ταρτάκια προστέθηκαν γεύσεις όπως λεμόνι, red passion και banoffee και στην κεντρική βιτρίνα του μαγαζιού ποζάρει ένα κέικ/τούρτα αμερικανικού τύπου με layers σε τρεις γεύσεις, με κρέμα ζαχαροπλαστικής, φρέσκα φρούτα και αμύγδαλα, σε γεύση red velvet και σοκολάτα. Υπάρχει, ακόμη, ένα αμαρτωλό choco berry bowl και διάφορες γλυκές φωλιές με φρέσκα φρούτα.

Στο Χαϊδάρι για καλό φαγητό και περατζάδα Facebook Twitter
Φωτ.: Γιώργος Αδάμος/LIFO

Όλα τα υλικά που χρησιμοποιούνται στο εργαστήριο είναι φρέσκα και ελληνικά. Ο Γιάννης Πετρόπουλος, ζαχαροπλάστης και ο ίδιος, θέλει τα πάντα να είναι τόσο αγνά όσο ήταν πάντα. Με την ίδια προσοχή και αγάπη φτιάχνει και το παγωτό του, που έχει το δικό του φανατικό κοινό. Οι μικρότεροι προτιμούν τη γρανίτα από φρέσκα φρούτα και πολύ καλά κάνουν. Ωραία τα γλυκά του Lux και ωραίοι οι άνθρωποί του. Άνθρωποι της γειτονιάς, από την παλιά και αγαπημένη στόφα.  

Στην τρατορία Casa Bianca

Στο Χαϊδάρι για καλό φαγητό και περατζάδα Facebook Twitter
Ο εσωτερικός χώρος, που υπογράφουν οι Design Mind Interiors, είναι ευχάριστος και ανάλαφρος. Φωτ.: Γιώργος Αδάμος/LIFO

Ένα από τα μαγαζιά που ξεχωρίζουν στο Χαϊδάρι είναι η τρατορία Casa Bianca, που αν και υπάρχει στην περιοχή εδώ και πέντε χρόνια, εμείς τη γνωρίσαμε καλύτερα όταν την ανέλαβαν τα αδέρφια Τζώρτζη, ο Δημήτρης ως υπεύθυνος και ο Νίκος ως σεφ. Το consulting το έχει κάνει ο Παναγιώτης Γιακαλής, που τον ξέρουμε από το Margi, το Krabo και το Idol, στα οποία ήταν πάντα μαζί του και ο Νίκος ως σεφ ή sous-chef.

Το μαγαζί βρίσκεται πάνω στα μεγάλα πεζοδρόμια της Στρατάρχου Καραϊσκάκη, όπου καθημερινά έχει μεγάλη κίνηση και περατζάδα. Ο πρώτος λόγος για να το προσέξεις είναι τα φροντισμένα παρτέρια του, που τα επιμελούνται ο Δημήτρης και ο Τάσος, κηπουροί στον Βοτανικό Κήπο. Ο εσωτερικός του χώρος, που υπογράφουν οι Design Mind Interiors, είναι το ίδιο ευχάριστος και ανάλαφρος. Θα μπορούσε εύκολα το Casa Bianca να βρίσκεται στη λίμνη Κόμο. Ιδιαιτέρως το πίσω μέρος του μαγαζιού, με την ανοιχτή οροφή, δεν διαφέρει σε τίποτε από τα μπαλκόνια των σπιτιών που είναι χτισμένα αμφιθεατρικά γύρω από τη λίμνη. Στη μέση του μαγαζιού η ανοιχτή κουζίνα εντείνει την αίσθηση της απλότητας και της οικειότητας.

Στο Χαϊδάρι για καλό φαγητό και περατζάδα Facebook Twitter
Φωτ.: Γιώργος Αδάμος/LIFO

Το μενού έχει δουλευτεί με σκοπό να ενώσει γευστικά την Ιταλία με την Ελλάδα. Τα περισσότερα ιταλικά προϊόντα εισάγονται κατευθείαν από τη γείτονα χώρα, ενώ για τα υπόλοιπα η επιλογή γίνεται με αυστηρά κριτήρια. «Το μεγαλύτερο ποσοστό των πελατών μας είναι κάτοικοι Χαϊδαρίου και αυτό μας χαροποιεί πολύ. Το Χαϊδάρι δεν έχει πολλά ανάλογα μαγαζιά και είναι challenge για εμάς να μάθουμε στους επισκέπτες μας να αναγνωρίζουν την καλή πρώτη ύλη, να την απαιτούν και να θέλουν να την απολαμβάνουν σε ένα όμορφο περιβάλλον», μας λέει ο Δημήτρης που έχει πιστέψει πολύ το μαγαζί και προσπαθεί καθημερινά για το καλύτερο.

Στο μενού τα πιάτα είναι εξαιρετικά ενδιαφέροντα και οι επιλογές πολλές. Από τα πρώτα, το ενδιαφέρον μας κέρδισαν η σαλάτα με πλιγούρι, αχλάδι, cranberry, ρόδι, λιναρόσπορο, dressing εσπεριδοειδών και κάσιους, το μοσχαρίσιο λουκάνικο με τσιγαριαστά χόρτα, ντομάτα και σκόρδο, τα καλοτηγανισμένα αραντσίνι με μοτσαρέλα και σάλτσα αματριτσιάνα, καθώς και το μοσχαρίσιο καρπάτσιο με μανιτάρια σοτέ, αγκινάρα τουρσί και παρμεζάνα.

Στο Χαϊδάρι για καλό φαγητό και περατζάδα Facebook Twitter
Φωτ.: Γιώργος Αδάμος/LIFO

Από τα χειροποίητα ζυμαρικά, προτείνουμε το rigatoni polpette με νοστιμότατα κεφτεδάκια σε σάλτσα φρέσκιας ντομάτας, το σιγομαγειρεμένο ραγού με τις παπαρδέλες και τα fusilli με τον σολομό και το μπρόκολο για κάτι πιο ελαφρύ. Εξαιρετικό το ριζότο με τα μανιτάρια εποχής και το λάδι τρούφας αλλά και τα μοσχαρίσια μάγουλα με τον απαλό πουρέ πατάτας, το τραγανό κρεμμύδι και τη σάλτσα μαύρου πιπεριού. Για τους αμετανόητους λάτρεις της πίτσας υπάρχουν εννέα διαφορετικές επιλογές, με αγαπημένες μας τη μαργαρίτα με mozzarella di bufala και την πικάντε με σάλτσα San Marzano, μοτσαρέλα, spianata piccante, γκοργκοντζόλα και φρέσκο βασιλικό.

Στο Casa Bianca υπάρχουν πενήντα ετικέτες κρασιών, εγχώριες και ιταλικές, καθώς και τρία κοκτέιλ, Νegroni, Αmericano και Αperol Spritz. Κάθε Παρασκευή μια live μπάντα με τζαζ μουσική κάνει την όμορφη ατμόσφαιρα ακόμα καλύτερη, ενώ από τον Μάιο θα είναι ανοιχτή και η ταράτσα του, που θα είναι τόσο πράσινη και κομψή όσο και το υπόλοιπο μαγαζί.

Στο Grand Café

Στο Χαϊδάρι για καλό φαγητό και περατζάδα Facebook Twitter
Όταν λέμε «κιόσκι», βέβαια, δεν εννοούμε κάποιο μικρό περίπτερο αλλά μια μεγάλη, εντυπωσιακή κατασκευή με πράσινο κήπο που εναρμονίζεται τέλεια με το περιβάλλον και σου υπενθυμίζει πώς ήταν κάποτε όλο το Δάσος Χαϊδαρίου. Φωτ.: Γιώργος Αδάμος/LIFO

Πηγαίνοντας λίγο πιο ψηλά στο Χαϊδάρι, μπροστά από τους πρόποδες του Ποικίλου Όρους, συναντάμε την περιοχή που λέγεται Δάσος. Το δάσος, φυσικά, το ανακαλύπτεις όσο πλησιάζεις το βουνό και είναι αλήθεια πως ακόμα διατηρεί τη φυσική του ομορφιά και προσφέρεται για μεγάλες βόλτες, τρέξιμο ή ποδήλατο. Παραμένοντας στην αστική ζώνη, σε ένα όμορφο τρίστρατο με ανοιχτωσιά βρίσκεται εδώ και πάνω από τριάντα χρόνια ένα ξύλινο κιόσκι. Τα τελευταία είκοσι το έχουν αναλάβει τρεις φίλοι που αγαπούν την καλή μουσική, τις μπίρες, τα κοκτέιλ και το γρήγορο, αλλά καθ’ όλα προσεγμένο φαγητό. Όταν λέμε «κιόσκι», βέβαια, δεν εννοούμε κάποιο μικρό περίπτερο αλλά μια μεγάλη, εντυπωσιακή κατασκευή με πράσινο κήπο που εναρμονίζεται τέλεια με το περιβάλλον και σου υπενθυμίζει πώς ήταν κάποτε όλο το Δάσος Χαϊδαρίου.

Το Grand Café είναι το μαγαζί που δεν έχει ώρα. Μπορείς να πας εκεί από το πρωί, να απολαύσεις με ηρεμία τον καφέ σου και να δουλέψεις όση ώρα θέλεις με το λάπτοπ σου, χωρίς να σε ενοχλήσει κανείς. Εξάλλου, τις καθημερινές και μέχρι να κλείσουν τα σχολεία για το καλοκαίρι το μαγαζί έχει κόσμο, αλλά όχι σε ενοχλητικό βαθμό. Το ίδιο καλά θα περάσεις και το μεσημέρι, αν το επιλέξεις για το lunch break σου ή αν το επισκεφτείς μετά τη δουλειά. Οι επιλογές στο φαγητό δεν είναι λίγες. Για ένα ελαφρύ γεύμα υπάρχουν τέσσερις σαλάτες, ταμπουλέ, ενισχυμένη Ceasar, πράσινη με αβοκάντο και τζίντζερ, καθώς και μια χορταστική σαλάτα ζυμαρικών με κοτόπουλο ή τόνο.

Στο Χαϊδάρι για καλό φαγητό και περατζάδα Facebook Twitter
Φωτ.: Γιώργος Αδάμος/LIFO

Για πιο πεινασμένους, προτείνεται το club sandwich σε τρεις εκδοχές, η μία εκ των οποίων είναι vegan. Φυσικά, οι περισσότεροι προτιμούν τα μπαμπάτσικα μπέργκερ. Το Texas BBQ με μπιφτέκι από 100% Black Angus, μπέικον, τσένταρ και μπάρμπεκιου σος καλύπτει τους πιο απαιτητικούς της γεύσης και εκείνους που χορταίνουν δύσκολα. Υπάρχει ακόμα μπέργκερ με παναρισμένο κοτόπουλο, veggie burger με μπιφτέκι από μανιτάρια και ρεβίθια αλλά και χοτ-ντογκ που σερβίρεται με τηγανητές πατάτες λουσμένες με λιωμένο τσένταρ. Τα καλά νέα είναι ότι στο νέο μενού θα υπάρχει καθημερινά brunch με ενδιαφέρουσες επιλογές, όπως avocado scrambled eggs toast, village ομελέτα με χωριάτικο λουκάνικο, pancakes με butter cookies και banoffee καθώς και vegan pancakes με ταχίνι κακάο και φουντούκια.

Παρ’ όλα αυτά, οι δικές μας αγαπημένες ώρες για το μαγαζί είναι αυτές μετά τη δύση του ήλιου, τότε που τα φωτάκια κάνουν πιο όμορφη την ατμόσφαιρα του κήπου και κάθε παρέα πιάνει τη δική της γωνιά για να απολαύσει ποτά ή μπίρες. Η μουσική, πάντα προσεγμένη, lounge, alternative ή λατινοαμερικάνικη, ανάλογα με τα vibes των θαμώνων, και ο κατάλογος με τα δεκαπέντε κοκτέιλ δεν αφήνουν κανέναν παραπονεμένο. Στο Grand Café βρίσκουμε ακόμα μπίρες από ελληνικές ζυθοποιίες, όπως η Volkan από τη Σαντορίνη, η Mary Rose από την Εύβοια και η φρέσκια μπίρα Χίου.

Στο Χαϊδάρι για καλό φαγητό και περατζάδα Facebook Twitter
Φωτ.: Γιώργος Αδάμος/LIFO

Το πιο σημαντικό, βέβαια, στο μαγαζί είναι η θετικότητά του και το ευχάριστο κλίμα που διατηρούν με τον καλύτερο τρόπο οι ιδιοκτήτες. Μπορεί μετά την πανδημία να έχουν λιγοστέψει οι βραδιές με δυνατή μουσική, αλλά όλα δείχνουν πως σύντομα θα επιστρέψουν δυναμικά. Στα πλεονεκτήματα του μαγαζιού να προσθέσουμε τα γλυκά της Ρένας Οροκλού από το Choc O’ Rock, που φτάνουν καθημερινά στο ψυγείο του. Extra tip: Αναζήτησε τα τραπεζάκια στο πλαϊνό μέρος του μαγαζιού, που είναι πιο ήσυχα, τα χρώματα πιο ζεστά και η διακόσμηση πιο μαροκινή και boho. 

Στο Χέρι με Χέρι

Στο Χαϊδάρι για καλό φαγητό και περατζάδα Facebook Twitter
Όταν λέμε «κιόσκι», βέβαια, δεν εννοούμε κάποιο μικρό περίπτερο αλλά μια μεγάλη, εντυπωσιακή κατασκευή με πράσινο κήπο που εναρμονίζεται τέλεια με το περιβάλλον και σου υπενθυμίζει πώς ήταν κάποτε όλο το Δάσος Χαϊδαρίου. Φωτ.: Γιώργος Αδάμος/LIFO

Ο Αντώνης Δημητρούλας και ο Μιχάλης Γιαννακούλας εμπνεύστηκαν το μαγαζί κατά τη διάρκεια της καραντίνας, όταν τριγυρνώντας στους δρόμους του Χαϊδαρίου συνειδητοποίησαν ότι η περιοχή όπου είχαν μεγαλώσει δεν έχει πια το σουβλάκι που θα τους άρεσε να απολαμβάνουν. Ο Αντώνης έχει έντονες τις μνήμες από το παλιό σουβλάκι της περιοχής. Για παράδειγμα, θυμάται τον κύριο Αργύρη με το καντινάκι του, που άραζε στο Αίθριο και έψηνε στα κάρβουνα τα χοιρινά σουβλάκια, αλλά και το μαγαζί «Ο Πέτρος και η Ωραία Σαντορίνη» στην οδό Πλαστήρα, που έφτιαχνε φανταστικό ντονέρ. Με αυτούς τους δύο στο μυαλό τους και με όποια λίγα χρήματα βρίσκονταν στην τσέπη τους αποφάσισαν να ανοίξουν ένα μικροσκοπικό σουβλατζίδικο που θα αναβίωνε τις παλιές γεύσεις.

Στο παρελθόν και οι δυο είχαν καταπιαστεί με διάφορες δουλειές, αλλά μόνο ο Αντώνης είχε εμπειρία στην εστίαση, αφού στο παρελθόν και για μερικά χρόνια είχε τη γνωστή ταβέρνα «Τράτα» στον Λουτρόπυργο. Μπήκαν, λοιπόν, στον χορό με μόνο πλεονέκτημα τη διάθεσή τους να κάνουν κάτι που θα διαφέρει και θα ξεχωρίσει χάρη στη γεύση του. Το spot που βρήκαν είναι «τζοκεράκι». Πάνω στην Καραϊσκάκη, στον κεντρικό δρόμο, σε σημείο όπου σε βλέπουν όλοι και υπάρχει δυνατότητα να βγάλεις δυο τραπέζια όταν το επιθυμήσεις. Ο κατάλογός τους, όπως πρέπει, με δυο πράγματα. Σουβλάκι χοιρινό, κοτόπουλο και κεμπάπ, σε καλαμάκι, πίτα ή μερίδα. Τίποτε άλλο. Υπάρχει η δυνατότητα να παραγγείλεις έξτρα μερίδα τζατζίκι και πατάτες και αυτά είναι όλα.

Στο Χαϊδάρι για καλό φαγητό και περατζάδα Facebook Twitter
Φωτ.: Γιώργος Αδάμος/LIFO

Τα παιδιά προτείνουν την πίτα απλή, χωρίς πατάτες, αλλά δεν καταφέρνουν πάντα να πείθουν τους πελάτες τους. Η αλήθεια είναι πως το ίδιο πρόβλημα αντιμετωπίζουν όλα τα ανάλογα μαγαζιά. Παρ’ όλα αυτά, μπορώ να πω με σιγουριά, έχοντας δοκιμάσει το σουβλάκι των παιδιών, πως δεν υπάρχει καμιά ανάγκη να μπουν πατάτες στην πίτα. Η γεύση είναι υπέροχη, η πίτα σωστή, η κόκκινη, γλυκιά πάπρικα, αβανταδόρικη και το αποτέλεσμα άρτιο. Τα παιδιά προμηθεύονται το κρέας τους από συγκεκριμένους παραγωγούς που δουλεύουν με μικρές φάρμες και δίνουν βάση στην ποιότητά του. Τα σουβλάκια τους μαθεύτηκαν στόμα με στόμα από τις πρώτες εβδομάδες λειτουργίας του μαγαζιού. Έτσι, μην παραξενευτείς αν βρεις κόσμο να περιμένει έξω από την πόρτα και παρέες να έχουν αράξει στα πεζούλια με πίτες στο χέρι. Στο μέλλον θα κάνουν ακόμη περισσότερα, αλλά προς το παρόν είναι σε καλό δρόμο κι αυτό μετράει. 

Στην ταβέρνα «Το Κεραμίδι»

Στο Χαϊδάρι για καλό φαγητό και περατζάδα Facebook Twitter
Τα παλιά βαρέλια του χώρου δεν είναι πια γεμάτα με ρετσίνα, αλλά ο Γιώργος φροντίζει να υπάρχει πάντα στο μαγαζί καλό κρασί. Φωτ.: Γιώργος Αδάμος/LIFO

Από την άλλη πλευρά της λεωφόρου Καβάλας, δεξιά πάνω στον λόφο που επίσης ονομάζεται Δάσος Χαϊδαρίου, η γειτονιά είναι διαφορετική. Καινούργιες πολυκατοικίες και πολυτελείς μονοκατοικίες πρωταγωνιστούν στους δρόμους με τα μεγάλα πεύκα και το απαλό αεράκι που φυσάει σχεδόν πάντα. Μπορεί να φαίνονται όλα καινούργια, αλλά στην πραγματικότητα δεν είναι. Η γειτονιά έχει μεγάλη ιστορία και ανάμεσα στους νεοφερμένους κατοίκους υπάρχουν πολλοί που γνωρίζονται από παλιά, έχουν πάει στο ίδιο σχολείο και έχουν παίξει στις ίδιες πλατείες.

Τη δεκαετία του ’50, συγκεκριμένα το 1958, άνοιξε στην περιοχή μια μικρή ταβέρνα ο Ντίνος Κούβελας. Τότε τριγύρω υπήρχαν στάνες, βοσκοτόπια, χαμηλά σπίτια, αλεπούδες και κουνάβια. Μπροστά από την ταβέρνα, που στεγαζόταν σε ένα σπίτι, έγινε η πλατεία Λαού, σήμερα Δημήτρη Σκαμπά. Την αγαπούσαν την ταβέρνα του Κούβελα, τη θεωρούσαν κομμάτι της γειτονιάς τους και το ίδιο συνέχισαν να κάνουν όταν την ανέλαβε το 1967 ο Θανάσης Κούβελας. Μεγάλο όνομα στην περιοχή και τεράστια προσωπικότητα ο Θανάσης, συγκέντρωσε στην ταβέρνα του διάσημους τραγουδιστές και ηθοποιούς της εποχής, δημοσιογράφους αλλά και παρέες απλών ανθρώπων που εκτιμούσαν το κρέας στα κάρβουνα και τη βαρελίσια ρετσίνα.

Στο Χαϊδάρι για καλό φαγητό και περατζάδα Facebook Twitter
Φωτ.: Γιώργος Αδάμος/LIFO

Τα χρόνια πέρασαν, η ταβέρνα έμεινε για μία ακόμα γενιά στα χέρια της οικογένειας και πριν από έξι χρόνια έφτασε στον σημερινό της ιδιοκτήτη, τον Γιώργο Σέμπο, ο οποίος την ήξερε από μικρό παιδί και πάντα ονειρευόταν να μπορούσε να την δουλέψει. Ο Γιώργος έκανε μια μικρή ανακαίνιση στο μαγαζί, κράτησε το ιστορικό ψυγείο του ως διακοσμητικό του χώρου, φρέσκαρε το μενού και ονόμασε την παλιά ταβέρνα «Κεραμίδι», γιατί πάνω σε κεραμίδι σερβίρονται τα μπιφτέκια, για τα οποία μιλάνε όλοι.

Ανέκαθεν είχε καλή φήμη το μπιφτέκι της ταβέρνας και ο Γιώργος έκανε τα πάντα όχι μόνο για να διατηρήσει τη φήμη αυτή αλλά και για να την ενισχύσει. Έτσι, τώρα μπορείς να βρεις κλασικό, μοσχαρίσιο μπιφτέκι αλλά και μπιφτέκι από Black Angus, πρόβατο, αγριογούρουνο, βουβάλι, γεμιστό με τυρί αλλά και με σος ροκφόρ. Εκτός από τα μπιφτέκια, υπάρχουν τα πάντα της ώρας και τα κρέατα είναι διαλεγμένα ένα-ένα από τις καλύτερες ελληνικές φάρμες. Εξαιρετικά είναι και τα ορεκτικά, όπως το καυτερό μπουγιουρντί μέσα στο πήλινο, το σαγανάκι και το τυροπιτάρι στα κάρβουνα, η τυροκαυτερή και η παστουρμαδόπιτα.

Στο Χαϊδάρι για καλό φαγητό και περατζάδα Facebook Twitter
Φωτ.: Γιώργος Αδάμος/LIFO

Τα παλιά βαρέλια του χώρου δεν είναι πια γεμάτα με ρετσίνα, αλλά ο Γιώργος φροντίζει να υπάρχει πάντα στο μαγαζί καλό κρασί. Εξάλλου, είναι και ο ίδιος μερακλής και τίποτα δεν φεύγει από την κουζίνα χωρίς τη γευστική δοκιμή του. Δεν είναι όμως μια απλή ταβέρνα το Κεραμίδι κι ας γεμίζει το καλοκαίρι όλη την πλατεία με τα τραπεζάκια της, κι ας τρέχουν παιδάκια ανάμεσα από τις καρέκλες της. Το Κεραμίδι είναι ένα μαγαζί ροκ. Μη σου φανεί καθόλου περίεργο αν περάσεις κάποιο βράδυ και ακούσεις ροκιές στη διαπασών ή κάποιο μικρό ρεμπέτικο γλέντι.

Ο Γιώργος αφήνει τις βραδιές να εξελίσσονται με τον δικό τους τρόπο. Ανοιχτόκαρδος, γεμάτος ιστορίες και πλακατζής, θέλει να δημιουργεί τις κατάλληλες συνθήκες για να περνάνε αξέχαστα οι καλεσμένοι του. Έτσι, καμιά βραδιά δεν είναι ίδια και τίποτα δεν είναι προγραμματισμένο. Εξάλλου, το Κεραμίδι έχει πολλούς φίλους που το νιώθουν περισσότερο σπίτι και λιγότερο μαγαζί. Την ίδια αίσθηση αποκομίσαμε κι εμείς με την επίσκεψή μας. Χρειάστηκε να περάσουν μόνο λίγα λεπτά για να αρχίσουμε να μοιραζόμαστε σκέψεις και ιστορίες με τον Γιώργο, πάντα γύρω από ένα γεμάτο τραπέζι και πάντα με τα μπιφτέκια να παίζουν στο κέντρο σέντρα. 

Στο μεζεδοπωλείο «Ξεκάθαρα»

Στο Χαϊδάρι για καλό φαγητό και περατζάδα Facebook Twitter
Στο μαγαζί δεν υπάρχει τίποτα επιτηδευμένο και ξεκάθαρα κανείς δεν έχει αναλάβει την διακόσμησή του. Είναι απλό, λαϊκό, αληθινό και άμεσο. Φωτ.: Γιώργος Αδάμος/LIFO

Βρίσκεται σε ένα μικρό στενό και αν δεν το ξέρεις, δεν υπάρχει περίπτωση να πέσεις πάνω του. Το μαγαζί ήρθε στα χέρια της Αντιγόνης Μπόζα πριν από τρία χρόνια και ονομάστηκε «Ξεκάθαρα» γιατί απλή και ξεκάθαρη είναι και η Αντιγόνη. Πριν λεγόταν Δίπορτο και πιο πριν κάτι άλλο. Με λίγα λόγια, το σημείο όπου βρίσκεται είναι ταβερνιάρικο και έτσι το θυμούνται οι Χαϊδαριώτες. Το Ξεκάθαρα έχει μια μεγάλη σάλα με στρωμένα, τακτικά, πολλά τραπεζάκια, ψάθινες καρέκλες, καρό τραπεζομάντιλα και ξύλινα, απλά διακοσμητικά. Η κουζίνα είναι στην είσοδο του μαγαζιού και πιο πριν υπάρχει ένα μεγάλο μπαλκόνι που μόλις ανοίγει ο καιρός ελευθερώνεται από παντού και φιλοξενεί τους περισσότερους καλεσμένους. Στο μαγαζί δεν υπάρχει τίποτα επιτηδευμένο και ξεκάθαρα κανείς δεν έχει αναλάβει την διακόσμησή του. Είναι απλό, λαϊκό, αληθινό και άμεσο.

Η επιτυχία του οφείλεται στα χεράκια της Αντιγόνης που δούλευε για πολλά χρόνια στην εστίαση πριν αποφασίσει να ανοίξει αυτό το μαγαζί. Επιμένει να μας λέει ότι δεν έχει σπουδάσει μαγειρική, λες και αυτό ενδιαφέρει κανέναν. Το μαγείρεμα είναι περισσότερο από οτιδήποτε άλλο ένστικτο. Για να ασχοληθείς με αυτό οφείλεις να το πιστεύεις και να το αγαπάς. Να θέλεις να παιδευτείς μαζί του, να «μπλέξεις άσχημα», να του αφοσιωθείς. Η Αντιγόνη σε αυτή την κατηγορία μαγείρων ανήκει. Μπαίνει στην κουζίνα για να φτιάξει φαγητό που θα ανακουφίσει, θα χορτάσει και θα ικανοποιήσει τους καλεσμένους της. Άλλες φορές ακολουθεί πιστά το μενού και άλλες φορές μαγειρεύει με «ελεύθερο θέμα», ανάλογα με τα υλικά που βρίσκει στην αγορά και τη διάθεσή της. Έτσι, εκείνοι που συχνάζουν στο μαγαζί πρώτα ρωτάνε τι καλό μαγειρεύει και μετά προχωράνε στην παραγγελία.

Στο Χαϊδάρι για καλό φαγητό και περατζάδα Facebook Twitter
Φωτ.: Γιώργος Αδάμος/LIFO

Τι καλό θα βρεις στην Αντιγόνη; Αρχικά, τα διάσημα κεφτεδάκια της με μπόλικο μαϊντανό και δυόσμο στο σωστό μέγεθος της γενναίας μπουκιάς και με το σωστό τηγάνισμα, που τα διατηρεί από μέσα ζουμερά και απ’ έξω τραγανά. Το ίδιο αγαπημένο είναι και το αργοψημένο για εφτά ώρες κότσι που σερβίρεται με πατάτες τηγανητές. Υπάρχουν ακόμα κολοκυθοκεφτέδες, παστουρμαδόπιτα, τυροκαυτερή, πιπεριές κέρατο γεμιστές με τυρί, χοιρινή τηγανιά, μπακαλιάρος σκορδαλιά και πολλοί άλλοι μεζέδες. Όλα χειροποίητα και όλα φτιαγμένα με τον τρόπο που θα τα μαγείρευε κάποιος στο σπίτι του.

Το Σαββατοκύριακο η Αντιγόνη βάζει φωτιά και ψήνει στα κάρβουνα σουβλάκια και κεμπάπ. Άλλες φορές φωνάζει ρεμπέτικη ορχήστρα και γίνεται χαμός. Τα παιδιά της, ο Γιώργος και η Σοφία, έχουν φέρει στο μαγαζί πολλούς νέους και τα μικρά αυτοσχέδια παρτάκια γύρω από τσιπουρομεζέδες δεν αργούν να ξεκινήσουν. Για την περίοδο της Σαρακοστής η Αντιγόνη φτιάχνει γίγαντες με καρότο και κολοκύθι ψιλοκομμένο, θράψαλο ή καλαμάρι, μυδοπίλαφο και φάβα.

Εκτός από τις οικογένειες και τις μεγάλες παρέες, το Ξεκάθαρα αγαπούν και οι μοναχικοί τύποι. Πιάνουν τη θέση τους στο όμορφο μπαλκόνι, παραγγέλνουν το τσιπουράκι και τον μεζέ τους, λένε δυο-τρεις κουβέντες με την Αντιγόνη, περνάει η ώρα τους. Τα ταβερνάκια με την παραδοσιακή κουζίνα και τα πεντακάθαρα πατώματα είναι από μόνα τους ένας ολόκληρος κόσμος. Παίρνουν στοιχεία από τον τόπο τους, τον άνθρωπο που τα δουλεύει και τους θαμώνες τους, γι’ αυτό και ποτέ δεν μοιάζει το ένα με το άλλο. Είναι μικρές πατρίδες και σπίτια που νιώθεις σαν το δικό σου. Ένα Ξεκάθαρα θα έπρεπε να υπάρχει σε κάθε γειτονιά. 

Στο Frankie Gastro Bar

Στο Χαϊδάρι για καλό φαγητό και περατζάδα Facebook Twitter
Στο μαγαζί υπάρχουν γενναίες δόσεις από ξύλο, δέρμα και πέτρα, όλα στις σωστές αναλογίες για να είναι το αποτέλεσμα αρμονικό και να δημιουργεί μια ευχάριστη αίσθηση φιλοξενίας.

Έχει καταφέρει να αποκτήσει φανατικούς θαμώνες και σίγουρα δημιουργήθηκε για να κάνει τη μεγάλη διαφορά στο Χαϊδάρι. Στην αρχή το Frankie Gastro Bar σε κερδίζει με την εμφάνισή του, η οποία, παρότι έχει μοντέρνα προσέγγιση, καταφέρνει να αφομοιώνεται ιδανικά στο περιβάλλον του Δάσους Χαϊδαρίου. Αυτό οφείλεται κατά κύριο λόγο στα φυσικά υλικά που έχουν χρησιμοποιηθεί. Στο μαγαζί υπάρχουν γενναίες δόσεις από ξύλο, δέρμα και πέτρα, όλα στις σωστές αναλογίες για να είναι το αποτέλεσμα αρμονικό και να δημιουργεί μια ευχάριστη αίσθηση φιλοξενίας. Οι εξωτερικοί του χώροι ενισχύονται από τη φυσική ομορφιά των πεύκων και οι εσωτερικοί του γίνονται ακόμη πιο ζωντανοί με την ύπαρξη πράσινων φυτών. Όμως, τελικά, εκείνο που υπερισχύει στο μαγαζί και ξεπερνά τις εντυπώσεις της προσεγμένης αρχιτεκτονικής είναι η σημασία που έχει δοθεί στη γεύση.

Από το Frankie έχουν περάσει αξιόλογοι σεφ, αφήνοντας το δικό τους στίγμα. Το φαγητό πάντα έχει πρωταγωνιστικό ρόλο και για όλα τα γεύματα υπάρχουν ενδιαφέρουσες επιλογές. Εξάλλου, το Frankie είναι ένα μαγαζί που προσελκύει κόσμο όλες τις ώρες της μέρας. Το βράδυ του, όμως, έχει ξεχωριστή δυναμική και η ατμόσφαιρά του γίνεται πιο εστιατορική. Τα Σαββατοκύριακα τα πράγματα είναι λίγο διαφορετικά. Οι καλεσμένοι είναι πιο χαλαροί, η μουσική πιο ανεβασμένη και το κέφι πιο εύκολο. Έτσι, μετά την ώρα του δείπνου το Frankie θυμίζει περισσότερο μπαρ και τα ποτά φεύγουν πιο γρήγορα από την μπάρα.

Στο Χαϊδάρι για καλό φαγητό και περατζάδα Facebook Twitter
Το μενού των κοκτέιλ από τον Δημήτρη Παπαϊωάννου είναι προσεγμένο, με τρία από αυτά να είναι signature.

Σχετικά με το φαγητό, το ολοκαίνουριο μενού του σεφ Άγγελου Γκιόκα, που το δουλεύει ο Νίκος Διένης, έχει μεγάλο γαστρονομικό ενδιαφέρον. Οι γεύσεις του έχουν ελληνικότητα με ανοιχτό ορίζοντα. Οι επιλογές είναι πολλές και εύστοχες, έτσι ώστε να ικανοποιούνται όλοι. Ξεχωρίσαμε τη Frankie σαλάτα με κοτόπουλο, μανιτάρια, χώμα μπέικον, παξιμάδια, παρμεζάνα και χειροποίητη βινεγκρέτ, τις σφαίρες κινόα με άγρια χόρτα εποχής και sour cream, το κριθαρότο με τουρτουγκίτα ραγού κονφί, ντοματίνια, χώμα μπέικον και φέτα και το βιολογικό κοκοράκι με μακαρούνες, κουρκουμά, κρέμα πεκορίνο και ξινομυζήθρα. Φυσικά, υπάρχουν πολλές ακόμη επιλογές, όπως τέσσερις διαφορετικές πίτσες αλλά και ποικιλίες τυριών και αλλαντικών για τσιμπολόγημα μαζί με το κρασί ή το ποτό.

Το ίδιο προσεγμένο είναι και το μενού των κοκτέιλ από τον Δημήτρη Παπαϊωάννου, με τρία από αυτά να είναι signature. Head bartender του μαγαζιού είναι ο Γιώργος Χρονόπουλος και ομολογουμένως τόσο τα κλασικά κοκτέιλ όσο και τα ελαφρώς πειραγμένα είναι εξαιρετικά.

Τέλος, θα ήταν παράλειψη να μην αναφέρουμε το φανταστικό πρωινό του μαγαζιού. Ό,τι μπορείς να φανταστείς και να επιθυμήσεις έχει προβλεφθεί από τον Άγγελο Γκιόκα και συμμετέχει σε ένα λαχταριστό και πεντανόστιμο μενού. Από μούσλι ή κορν φλέικς με γάλα ή γιαούρτι μέχρι αυγά με πέντε διαφορετικούς τρόπους, αλμυρά και γλυκά pancakes, χορταστικά σάντουιτς, μπέργκερ, χοτ-ντογκ και διάφορα γλυκίσματα για να μην έχει η απόλαυση τέλος. 



 

Γεύση
0

ΣΧΕΤΙΚΑ ΑΡΘΡΑ

ΔΕΙΤΕ ΑΚΟΜΑ

Η ζωή και τα ήθη ενός λεσβιακού χωριού μέσα από το φαγητό

Βιβλίο / Η ζωή και τα ήθη ενός λεσβιακού χωριού μέσα από το φαγητό

Στον Μανταμάδο οι γυναίκες του Φυσιολατρικού–Ανθρωπιστικού Συλλόγου «Ηλιαχτίδα» δημιούργησαν ένα βιβλίο που συνδυάζει τη νοσταλγία της παράδοσης με τις γευστικές μνήμες της τοπικής κουζίνας.
ΓΙΑΝΝΗΣ ΠΑΝΤΑΖΟΠΟΥΛΟΣ
Osteria Mamma 

Γεύση / Ένα νέο ιταλικό σερβίρει πιάτα που περιέχουν άγνωστες στην Αθήνα λέξεις

Θέλοντας να τιμήσει μια επιθυμία της μητέρας της, έπειτα από πολλά ταξίδια και γεύματα σε διαφορετικές ιταλικές πόλεις, η Ελένη Σαράντη ετοιμάζει στο Osteria Mamma πιάτα με μπόλικη comfort νοστιμιά.
ΖΩΗ ΠΑΡΑΣΙΔΗ
Τα γλυκά των φετινών Χριστουγέννων 

Γεύση / Όλα τα νέα χριστουγεννιάτικα γλυκά σε μία λίστα

Τετράγωνοι κουραμπιέδες, κρητική αλλά και γαλλική βασιλόπιτα, πολλά προζυμένια πανετόνε: Σε αυτή τη λίστα δεν θα βρείτε τα κλασικά γλυκά της Αθήνας -τα ξέρετε ήδη- αλλά όλες τις φρέσκες ιδέες των τριτοκυματικών φούρνων και των πιο δημιουργικών ζαχαροπλαστών.
ΖΩΗ ΠΑΡΑΣΙΔΗ
Μέσα στη νέα, πολυσυλλεκτική Αίγλη Ζαππείου

Γεύση / Μέσα στη νέα, πολυσυλλεκτική Αίγλη Ζαππείου

Ένα τοπόσημο της πόλης αλλάζει ριζικά, επενδύει σε μια dream team και σε ό,τι κλασικό, από το φαγητό και το ποτό μέχρι την αρχιτεκτονική του, ακόμα και τη μουσική του μερικές φορές, και περιμένει τη νέα γενιά Αθηναίων, ακόμα κι εκείνους που δεν το είχαν στο ραντάρ τους μέχρι τώρα.
ΖΩΗ ΠΑΡΑΣΙΔΗ
Η ξέφρενη πορεία του Nolan και η επόμενη μέρα του

Γεύση / Η ξέφρενη πορεία του Nolan και η επόμενη μέρα του

Μπορεί ένα εστιατόριο να είναι μια ιστορία πάθους, ταλέντου, απανωτών δυσκολιών και επιμονής; Φυσικά και μπορεί. Ο restaurateur Κώστας Πισιώτης αφηγείται την πορεία του μικρού εστιατορίου του Συντάγματος, λίγο πριν αυτό ξεκινήσει το νέο του κεφάλαιο. 
ΖΩΗ ΠΑΡΑΣΙΔΗ