Η αλήθεια είναι ότι αν ο «Τιτανικός» δεν βυθιζόταν, δε θα μαθαίναμε τίποτα για την ύπαρξή του.
Όμως βυθίστηκε: στις 14 Απριλίου του 1912 και τοπική ώρα 23:40 χτύπησε πάνω σε ένα παγόβουνο και 2 ώρες περίπου μετά, είχε βυθιστεί στη θάλασσα, αφού πρώτα είχε κοπεί στα δύο.
Το μεγάλο κλιμακοστάσιο της πρώτης θέσης
Ο Τιτανικός λεγόταν και «το Ritz της θάλασσας» διαφημίζοντας τις πολυτελείς συνθήκες, δικαιολογώντας τα πανάκριβα εισιτήρια. Υπήρχαν 3 θέσεις, με την πρώτη θέση να έχει γύρω στους 300 επιβάτες και την τρίτη 700. Το εισιτήριο της πρώτης θέσης σε σημερινά λεφτά είχε 100.000 ευρώ.
Το κλιμακοστάσιο της 3ης θέσης
Βλέποντας τις φωτογραφίες από τις καμπίνες, το καθιστικό και τις τραπεζαρίες καταλαβαίνει κανείς ότι η εταιρία είχε βάλει τα δυνατά της για να εντυπωσιάσει ανθρώπους συνηθισμένους στην πολυτέλεια. Το υπερωκεάνιο ήταν κατασκευασμένο με τρόπο τέτοιο ώστε να δηλώνει εντελώς ασφαλές (τόσο, ώστε δεν υπήρχαν αρκετές ναυαγοσωστικές λέμβοι) με νέες τεχνολογίες. Φάνηκε ότι το ταξίδι ήταν μάλλον κακότυχο: πέρα από τις κατασκευαστικές καινοτομίες όμως, είχε και πρωτότυπες λύσεις σχετικά με το φαγητό, εγκαινιάζοντας μία νέα εποχή στις γευστικές απολαύσεις των ταξιδιών.
Το καπνιστήριο της 3ης θέσης
Στις αρχές του αιώνα η σίτιση στα μακρινά ταξίδια ήταν ένα μεγάλο πρόβλημα. Το σκορβούτο και η αναγκαιότητα της βιταμίνης C ήταν γνωστά, όμως το καλύτερο που υπήρχε τότε ήταν τα λεμόνια. Οι ταξιδιώτες των χαμηλών θέσεων έπρεπε να φροντίσουν μόνοι τους το φαγητό τους κι ο καθένας μαζί με τις αποσκευές του έφερνε και φαγητό αρκετό να τον συντηρήσει για ένα μήνα – κυρίως υδατάνθρακες, ψωμί, πατάτες, τα οποία χωρίς ψυγεία αλλοιωνόταν σε σημείο που κινδύνευε η ζωή των επιβατών.
Στις καμπίνες της 3ης θέσης
Ο Τιτανικός άλλαξε τα δεδομένα: στην τιμή του εισιτηρίου υπήρχε και αρκετό φαγητό για όλους τους επιβάτες, στο οποίο περιλαμβανόταν και τα απαραίτητα φρέσκα λαχανικά, λιγότερα για τους επιβάτες της 3ης θέσης, αλλά το θέμα της επιβίωσης είχε λυθεί. Το πλοίο διέθετε μεγάλα ψυγεία πάγου, ξεχωριστά για κάθε είδος φαγητού κι έτσι και τα «φτηνά» εισιτήρια είχαν την πολυτέλεια των τριών γευμάτων την ημέρα, με ποιότητα ίσως και καλύτερη από αυτή που ήταν συνηθισμένη στην στεριά: αρκετοί από τους επιβάτες ήταν από τη Νορβηγία και την Ιρλανδία όπου τα φρούτα ήταν σπάνια.
Δεν υπάρχουν έγγραφα με το μενού της τρίτης θέσης, όμως ξέρουμε το πρόγραμμα μίας τυπικής ημέρας. Τα υλικά δεν ήταν πολυτελή αλλά οι θερμίδες αρκετές. Τα γεύματα σερβίρονταν στην τραπεζαρία (η πρώτη θέση είχε την επιλογή να δειπνήσει στις καμπίνες) και ήταν ως εξής:
Η τραπεζαρία της 3ης θέσης
Πρωινό
Κουάκερ
Γάλα
Καπνιστή ρέγγα
Μοσχαρίσια μπριζόλα και κρεμμύδια
Πατάτες
Ψωμί
Βούτυρο
Μαρμελάδα
Καφές, τσάι
Μεσημεριανό
Βrawn (κεφαλή χοιρινού βραστή)
Τυρί και πίκλες
Ψωμί και βούτυρο
Μαρμελάδα
Σταφιδόψωμο
Τσάι
Βραδινό
Σούπα με ρύζι
Κορν μπηφ με λάχανο
Πατάτες βραστές
Παξιμάδια
Ψωμί
Φρέσκα φρούτα
Ειδικά η σούπα με ρύζι ήταν το πιο συνηθισμένο φαγητό της 3ης θέσης. Πρόκειται για ένα απλό πιάτο αλλά μάλλον νόστιμο. Οι συνταγές του πλοίου δεν έχουν καταγραφεί αλλά μία πιθανή συνταγή είναι η εξής:
Υλικά: ζωμός κότας, ρύζι, γάλα, κρεμμύδι, σέλινο, αλάτι, πιπέρι
Σωτάρετε το κρεμμύδι και το σέλινο. Προσθέστε το ζωμό κότας και στη συνέχεια το ρύζι. Σιγοβράστε για 2 ώρες. Σουρώστε τη σούπα, προσθέστε αλάτι, πιπέρι και το γάλα.
(αύριο το μενού της δεύτερης και η εξτραβαγκάντζα της πρώτης θέσης...)
σχόλια