— Πού χρωστάμε το ότι παρασκευάστηκαν τόσο γρήγορα τα εμβόλια κατά του κορωνοϊού;
Η ανάγκη για την ανακάλυψη νέων, βελτιωμένων και μη χρονοβόρων τεχνολογιών παρασκευής εμβολίων έχει παρουσιαστεί εδώ και δεκαετίες με την ανάδυση πανδημικών απειλών όπως ο ιός Zika, ο Ebola, o HIV, ο ιός της γρίπης H5N1, H1N1pdm09 και H1N8 και οι κορωνοϊοί, π.χ. ο MERS. Έτσι, οι γνωστές μας πλατφόρμες με mRNA και ιικό φορέα είχαν μελετηθεί ήδη σε κλινικές δοκιμές για παθογόνα όπως o μεγαλοκυτταροϊός, ο ιός της λύσσας και της γρίπης, ο Ebola και άλλοι, εδώ και αρκετά χρόνια. Μετά τη δημοσιοποίηση του γονιδιώματος του SARS-CoV-2 στις 11/1/2020, οι νέες πλατφόρμες, τα καλούπια δηλαδή, ήταν έτοιμα και έμενε η επιλογή του κατάλληλου αντιγόνου. Τη θαυμαστή συνέχεια τη γνωρίζουμε. Με παγκόσμια συνεργασία, γενναία κρατική χρηματοδότηση, αφθονία υποψηφίων για τις κλινικές δοκιμές, αφού η πανδημία ήταν σε εξέλιξη, και επίσπευση των γραφειοκρατικών διαδικασιών, χωρίς έκπτωση στον έλεγχο αποτελεσματικότητας και ασφάλειας, είχαμε μέσα σε λίγους μήνες όχι ένα αλλά περισσότερα εμβόλια για την αντιμετώπιση της νέας απειλής. Τελευταία, για μελλοντικά εμβόλια συζητείται η δυνατότητα ταχύτερης παραγωγής και διάθεσης, μέσα σε εκατό ημέρες.
Για να προσεγγίσουμε αποτελεσματικά τους διστακτικούς και όχι τους αρνητές, χρειάζεται στοχευμένη έρευνα, συνεχή ενημέρωση και εκπαίδευση του κοινού για τα οφέλη των εμβολίων και τη σημασία της δημόσιας υγείας, με κατανοητό τρόπο.
— Αναμένουμε προσεχώς έγκριση από τις ανεξάρτητες ρυθμιστικές αρχές των Covid εμβολίων για ηλικίες κάτω των πέντε ετών; Θα απαιτούνται για την εγγραφή στο σχολείο;
Η δοσολογία του εμβολίου που χορηγείται στους εφήβους είναι 30 mg, ίδια με αυτήν των ενηλίκων, ενώ στα παιδιά από 5 έως 11 ετών είναι 10 mg, μειωμένη δηλαδή κατά το 1/3. Η δόση που μελετήθηκε στις ηλικίες 2-4 ετών είναι ακόμα μικρότερη, 3 mg, και, όπως φάνηκε, ήταν λιγότερο αποτελεσματική ως σχήμα δύο δόσεων. Γι’ αυτό εξετάζεται αν η αποτελεσματικότητα αυξάνει ικανοποιητικά μετά και τη χορήγηση μιας τρίτης δόσης, γεγονός που θα καθορίσει και την προσεχή έγκριση από τους αντίστοιχους οργανισμούς φαρμάκων. Στη συνέχεια, οι επιτροπές εμβολιασμού κάθε χώρας θα αποφασίσουν, αξιολογώντας την ασφάλεια και το όφελος παράλληλα με τα τρέχοντα επιδημιολογικά δεδομένα. Ο εμβολιασμός στα παιδιά είναι προαιρετικός.
— Πόσο μεγάλη είναι η ανάγκη ενός επικαιροποιημένου εμβολίου, ώστε ο οργανισμός να μη δέχεται διαρκώς το ίδιο «ερέθισμα» από το ίδιο αντιγόνο;
Η πρόκληση αυτοανοσίας αποτελεί διαχρονικό θέμα συζήτησης και έρευνας για όλα τα εμβόλια. Αυτοάνοσες εκδηλώσεις, όπως η θρομβοπενική πορφύρα, το σύνδρομο Guillain-Barré ή η σπειραματονεφρίτιδα, έχουν καταγραφεί εξαιρετικά σπάνια, χωρίς αυτό να αποτελεί τεκμηρίωση, μετά από εμβόλιο γρίπης, MMR, ηπατίτιδας και, τελευταία, μετά από εμβολιασμό για κατά της Covid-19. Θα πρέπει να σημειωθεί ότι, εκτός από το ερέθισμα, δηλαδή το εμβόλιο, για να εμφανιστούν τέτοιες καταστάσεις συνήθως συνυπάρχουν διάφοροι γενετικοί και περιβαλλοντικοί παράγοντες. Από την άλλη, γνωρίζουμε ότι ο ίδιος ο κορωνοϊός προκαλεί συχνές, ποικίλες και σοβαρές αυτοάνοσες εκδηλώσεις από διάφορα συστήματα. Από τα δεδομένα που έχουμε φαίνεται ότι η τρίτη δόση είναι ασφαλής, διευρύνει την ανοσία και είναι αποτελεσματική και σε παραλλαγές με σημαντική ανοσοδιαφυγή, όπως η Όμικρον, ενώ η τέταρτη δόση αυξάνει την ανοσολογική απάντηση κυρίως στα άτομα που είχαν χαμηλότερη απόκριση στην τρίτη δόση. Το τελευταίο υποδεικνύει ότι υποψήφιες για επαναληπτικές δόσεις οφείλουν να είναι περισσότερο ευάλωτες, λόγω ηλικίας ή υποκείμενου νοσήματος, ομάδες του πληθυσμού. Το πότε και με τι εμβόλιο, επικαιροποιημένο ή όχι, εξαρτάται από την εξελισσόμενη γνώση για τη διάρκεια προστασίας απέναντι στη σοβαρή νόσο, καθώς και από την επιδημιολογία και τα χαρακτηριστικά του ιού.
— Πού μπορεί να οδηγήσει η mRNA τεχνολογία σε ό,τι αφορά τα θεραπευτικά εμβόλια για χρόνια νοσήματα, τα οποία αλλάζουν την εξελικτική πορεία μιας νόσου;
Με την κωδικοποίηση του κατάλληλου μηνύματος, δηλαδή την επιλογή του κατάλληλου αντιγόνου, η τεχνολογία mRNA ανοίγει ένα τεράστιο πεδίο στην πρόληψη και στη θεραπεία. Έτσι, θα μπορούσε να εφαρμοστεί σε γενετικές ασθένειες, αναπληρώνοντας στον οργανισμό πρωτεΐνες που δεν εκφράζονται ή δεν είναι λειτουργικές, στην ογκολογία, για εξατομικευμένη, ακόμα και τοπική θεραπεία, ώστε να αποφύγουμε την τοξικότητα, σε καρδιαγγειακά νοσήματα για την προαγωγή της αγγειογένεσης, στην παρασκευή ειδικών θεραπευτικών αντισωμάτων, καθώς και νέων αντιβιοτικών «ακριβείας» με τη μορφή συνθετικής λυσίνης. Στον τομέα της πρόληψης, ήδη βρίσκονται σε κλινική ή προκλινική φάση δοκιμών εμβόλια για τον μεγαλοκυτταροϊό και τον ιό Zika, απλό ή συνδυασμένο, για τον SARS-CoV-2 εμβόλιο γρίπης, για τον ιό Epstein- Barr, τον HIV, τον ιό της λύσσας αλλά και τη φυματίωση και την ελονοσία κ.ά.
— Ποιοι παράγοντες «θρέφουν» το αντιεμβολιαστικό κίνημα στην Ελλάδα;
Η διστακτικότητα απέναντι στον εμβολιασμό είναι ένα σύνθετο φαινόμενο που δυστυχώς αυξάνεται και δεν αφορά μόνο το εμβόλιο του κορωνοϊού αλλά και τα εμβόλια ρουτίνας. Η παραπληροφόρηση, που ας σημειωθεί ότι γίνεται πάντα με σκοπιμότητα, «μεταδίδεται» ταχύτατα μέσω του διαδικτύου και των άλλων μέσων ενημέρωσης και η έλλειψη παιδείας, που εμποδίζει τους πολίτες να την εντοπίσουν, είναι προφανείς αιτίες που αυξάνουν τον δισταγμό. Επιπλέον, το γεγονός ότι αρκετές φορές παίρνουμε την απόφαση να εμβολιαστούμε με βάση το συναίσθημα και όχι ορθολογικά κριτήρια μάς οδηγεί στο να υποτιμούμε τον κίνδυνο που διατρέχουμε από τη νόσο και να φοβόμαστε περισσότερο τυχόν ανεπιθύμητες ενέργειες του εμβολίου, παρόλο που αυτές είναι σπάνιες και συνήθως ήπιες. Επηρεαζόμαστε συχνά από αυτό που κάνουν οι φίλοι μας, από την κουλτούρα και τις πεποιθήσεις μας, εντοπίζουμε αιτιώδη συσχέτιση σε ένα τυχαίο σύμβαμα, επιλέγουμε να βλέπουμε ό,τι πιστεύουμε αντί να πιστεύουμε αυτό που βλέπουμε, προτιμούμε ένα αφήγημα από τα επιστημονικά δεδομένα και δίνουμε μεγαλύτερη σημασία σε μια αρνητική πληροφορία. Αυτό που αναδεικνύεται ολοένα και συχνότερα στις ομάδες αυτές του πληθυσμού τα τελευταία χρόνια είναι η έλλειψη εμπιστοσύνης προς το κράτος και τους θεσμούς, με αποτέλεσμα ο μη εμβολιασμός να αποτελεί ευκαιρία για την έκφραση της αντισυστημικότητας και κάθε μορφής δυσαρέσκειας. Για να προσεγγίσουμε αποτελεσματικά τους διστακτικούς και όχι τους αρνητές, διότι οι τελευταίοι δεν θα αλλάξουν γνώμη, χρειάζεται στοχευμένη έρευνα, συνεχή ενημέρωση και εκπαίδευση του κοινού για τα οφέλη των εμβολίων και τη σημασία της δημόσιας υγείας, με κατανοητό τρόπο, σεβασμό και διαφάνεια, χωρίς υπερβολές και αφορισμούς, εργαλεία τροποποίησης της συμπεριφοράς, ενδυνάμωση και εκπαίδευση των επαγγελματιών υγείας, συμμετοχή στην εμβολιαστική εκστρατεία επιστημονικών, κοινωνικών και θρησκευτικών φορέων και ατόμων επιρροής, εκπαίδευση από το σχολείο για την ορθή αξιολόγηση πληροφοριών που έρχονται από το διαδίκτυο και οργάνωση της πρωτοβάθμιας φροντίδας υγείας.