Η Γαλλίδα παιδίατρος Catherine Gueguen ανησυχεί για την ψυχική υγεία των παιδιών και έχει ένα μήνυμα για τους γονείς: Η εποχή μας χρειάζεται μια εκπαιδευτική επανάσταση και οφείλουμε να αλλάξουμε τον τρόπο με τον οποίο αντιμετωπίζουμε τα παιδιά μας.
Οι πρόσφατες επιστημονικές εξελίξεις δείχνουν ότι οι τιμωρίες, οι φωνές και οι απειλές επηρεάζουν αρνητικά τον εγκέφαλο των ανηλίκων, προκαλώντας μόνιμες αλλαγές που μακροπρόθεσμα μπορεί να δημιουργήσουν προβλήματα όπως η κατάθλιψη και το άγχος.
Οι απόψεις γύρω από την διαπαιδαγώγηση των παιδιών είναι άπειρες και ο καθένας έχει τη δική του. Όμως όσο κι αν λατρεύουμε τα παιδιά, μερικές φορές είναι δύσκολο να συγκρατηθούμε και να μην τους φωνάξουμε, ο αυτοέλεγχος δεν είναι εύκολο πράγμα. Ενώ μάλιστα οι γκουρού της λεγόμενης «θετικής διαπαιδαγώγησης» έχουν εκατομμύρια ακόλουθους στα μέσα κοινωνικής δικτύωσης, πολλοί δεν γνωρίζουν ότι ο τομέας αυτός γνωρίζει και μεγάλη επιστημονική άνθιση.
Η παιδίατρος με περισσότερα από 28 χρόνια εμπειρίας Catherine Gueguen παραθέτει δεδομένα από έρευνα της UNICEF σύμφωνα με τα οποία τέσσερα στα πέντε παιδιά υπόκεινται σε διαπαιδαγώγηση η οποία είναι είτε λεκτικά είτε σωματικά βίαιη. Ένα εντυπωσιακό 80% εξ αυτών δέχεται κάποιου είδους σωματική τιμωρία.
Η Gueguen αναφέρεται και στα αποτελέσματα μιας πρόσφατης έρευνας που διεξήχθη στη Γαλλία τον Οκτώβριο του 2022, στην οποία το 79% από ένα δείγμα 1.314 οικογενειών παραδέχτηκαν ότι χρησιμοποιούν ψυχολογική βία κατά τη διαπαιδαγώγηση των παιδιών τους. Η ίδια αναφέρει: «Υπάρχει η εντύπωση ότι η βία προς τα παιδιά δεν είναι τόσο συχνό φαινόμενο, αλλά είναι. Ως παιδίατρος, έχω ακούσει πολλούς γονείς να παραδέχονται ότι όταν χάνουν την ψυχραιμία τους, τιμωρούν, απειλούν ή ακόμη και χτυπούν τα παιδιά τους».
Η Gueguen ήταν 44 ετών το 1994, όταν εκδόθηκε ένα βιβλίο που έφερε την επανάσταση σε ό,τι γνωρίζαμε ως τότε για το ανθρώπινο μυαλό, «Το λάθος του Ντεκάρτ» του Πορτογάλου νευρολόγου Antonio Damasio, βραβευμένου το 2005 με το Βραβείο Τεχνικής και Επιστημονικής Έρευνας του Πρίγκιπα της Αστούριας. Στο βιβλίο του, o Damasio βάζει τα συναισθήματα σε πρώτο πλάνο. «Συνηθίζαμε να τα θεωρούμε ασήμαντα. Κι όμως, τα συναισθήματα είναι εξαιρετικά ουσιώδη αφού είναι αυτά που μας κάνουν ανθρώπους».
Η ουσία του βιβλίου του Damasio είναι ότι ο Ντεκάρτ είχε άδικο όταν δήλωσε «σκέφτομαι, άρα υπάρχω». Σύμφωνα με τον ίδιο, η σωστή δήλωση θα έπρεπε να είναι «αισθάνομαι, άρα σκέφτομαι». Μέσα σε αυτό περιγράφει τη λειτουργία του προμετωπιαίου φλοιού, μιας περιοχής φαιάς ουσίας πάχους αρκετών χιλιοστών που βρίσκεται πάνω από τις κόγχες των ματιών και η οποία συνδέει διάφορα μέρη του εγκεφάλου με αυτά που καθορίζουν την κινητική και ψυχολογική μας αντίδραση, καταλήγοντας στο συμπέρασμα ότι τα συναισθήματα και οι συγκινήσεις παίζουν βασικό ρόλο στη λογική σκέψη μας.
Συχνά γονείς που μεγάλωσαν σε υπερβολικά αυστηρά περιβάλλοντα ή που έπεσαν οι ίδιοι θύματα κακοποίησης, καταλήγουν να αναπαράγουν τα ίδια μοντέλα.
Με τα σημερινά δεδομένα όμως, η έρευνα γύρω από τα υλικά αλλά και οι πληροφορίες που έχουν στη διάθεσή τους οι επιστημονικές ομάδες έχουν σημειώσει θεαματική πρόοδο. Σε παγκόσμιο επίπεδο κάθε εβδομάδα δημοσιεύονται νέες νευροεπιστημονικές μελέτες που πραγματεύονται κάποια πτυχή της πλαστικότητας του εγκεφάλου μας.
Στα πρώτα της χρόνια η νευροεπιστήμη μελετούσε τις πιο σοβαρές περιπτώσεις, όπως ορφανά παιδιά ή θύματα ακραίας κακοποίησης. «Όμως, η επιστημονική κοινότητα στρέφει σιγά-σιγά το ενδιαφέρον της και στις πιο "συνηθισμένες" οικογένειες», δηλώνει η Ολλανδή νευροερευνήτρια Sandra Thijssen, ειδική στην ανάπτυξη του παιδιού στο Ινστιτούτο Επιστημών Συμπεριφοράς του Πανεπιστημίου Radboud, στο Ναϊμέχεν της Ολλανδίας.
Το 2018 η Αμερικανική Ακαδημία Παιδιατρικής δημοσίευσε μια λίστα συστάσεων, προειδοποιώντας για τους κινδύνους της αυστηρής ανατροφής. Ο Martin Teicher, καθηγητής ψυχιατρικής στο Πανεπιστήμιο του Χάρβαρντ και διευθυντής του ερευνητικού προγράμματος αναπτυξιακής βιοψυχιατρικής στο νοσοκομείο McLean της Βοστώνης, ένας από τους πρωτοπόρους ενός δικτύου Αμερικανικών πανεπιστημίων που συνεργάζονται πάνω στη μελέτη της παιδικής ανατροφής, ανέφερε ότι το να μαθαίνουμε πώς να αντιμετωπίζουμε τα παιδιά και τους εφήβους θα έπρεπε να συμπεριλαμβάνεται στο πρόγραμμα σπουδών της δευτεροβάθμιας εκπαίδευσης.
Νευροεπιστημονικές μελέτες δείχνουν ότι όταν ανήλικοι που έχουν πέσει θύματα λεκτικής κακοποίησης φτάνουν στην εφηβεία, «είναι λιγότερο δημιουργικοί, λιγότερο ικανοί να αποκτήσουν νέες γνώσεις και πιο επιρρεπείς στο να βιώνουν μελαγχολία ή και κατάθλιψη».
Μέσω της «αρνητικής εκπαίδευση», η αμυγδαλή του εγκεφάλου (μια ομάδα νευρώνων που σχετίζεται με τις πιο ενστικτώδεις λειτουργίες του εγκεφάλου) γίνεται πιο αντιδραστική στα αρνητικά αισθήματα και έτσι η περιοχή που διαχειρίζεται τα συναισθήματα, ο προμετωπιαίος λοβός, γίνεται λιγότερο ικανή στο να διαχειριστεί το άγχος και το στρες. Οι ανήλικοι αυτοί καταλήγουν περισσότερο απαθείς, δυσκολεύονται να βρουν κίνητρα και πράγματα που τους εξιτάρουν, και είναι σε μεγαλύτερο κίνδυνο εθισμού στα ναρκωτικά.
Τι συμβαίνει όταν τιμωρούμε τα παιδιά
Τι γίνεται μέσα στον εγκέφαλο ενός ανηλίκου την ώρα που τιμωρείται; Σύμφωνα με τον Rafa Guerrero, ψυχολόγο, γιατρό και συγγραφέα, εκείνη την ώρα ενεργοποιούνται οι κατώτερες περιοχές του εγκεφάλου, αυτές που έχουν να κάνουν με την επιβίωση. Εκλύονται μεγάλες δόσεις αδρεναλίνης και κορτιζόλης, οι οποίες μπλοκάρουν την σκέψη, με άλλα λόγια η τιμωρία σπρώχνει τα παιδιά στην εκδίκηση, εφόσον το μέρους του εγκεφάλου τους που αφορά τα ένστικτα και τα συναισθήματα είναι υπερενεργοποιημένο. Δεν μπορούν να σκεφτούν λογικά το τι συνέβη αλλά υπακούνε απόλυτα στο πιο ενστικτώδες και συναισθηματικό τους μέρος». Γι' αυτό είναι τόσο αναγκαία η αγάπη, ο σεβασμός, η υπομονή και η καλοσύνη.
Αλλά αν δεν μπορούμε να τιμωρήσουμε τα παιδιά, πώς θα τους εντυπώσουμε τους κανόνες που προσπαθούμε να τους διδάξουμε; Σύμφωνα με τον Guerrero, «εκεί βρίσκεται το κλειδί». Πάντα θα υπάρχουν άνθρωποι που υποστηρίζουν ότι το ξύλο ή το να κλειδώσουν ένα δίχρονο παιδί σε ένα δωμάτιο είναι πρακτικές που θα βελτιώσουν τη συμπεριφορά τους.
Ωστόσο, η νευροεπιστήμη δείχνει προς έναν διαφορετικό ορίζοντα. Ο νευροψυχολόγος και ειδικός σε θέματα διαπαιδαγώγησης ανηλίκων Álvaro Bilbao εξηγεί ότι ανάμεσα στους εξαιρετικά επιεικείς γονείς που δεν θέτουν ποτέ όρια και στους παραδοσιακά πολύ αυστηρούς υπάρχει μια μεγάλη ενδιάμεση κατηγορία γονέων που προσπαθούν να θέτουν στιβαρά όρια, βοηθώντας έτσι και τα παιδιά τους να αποκτήσουν αυτοπεποίθηση.
Η Gueguen, ενθουσιασμένη με την επιστημονική πρόοδο που συντελείται στο πεδίο τα τελευταία χρόνια, άργησε να ανακαλύψει το βιβλίο του Damasio, αλλά αφού το διάβασε συνειδητοποίησε ότι ήταν επιτακτική ανάγκη να ληφθούν μέτρα ώστε περισσότεροι γονείς να αποκτήσουν μια πιο υγιή σχέση με τα ίδια τους τα παιδιά.
Την ίδια την απασχολεί αυτό που αποκαλεί «η άνευ όρων εμπιστοσύνη των παιδιών προς τους γονείς τους», ενώ υπογραμμίζει ότι συχνά γονείς που μεγάλωσαν σε υπερβολικά αυστηρά περιβάλλοντα ή που έπεσαν οι ίδιοι θύματα κακοποίησης, καταλήγουν να αναπαράγουν τα ίδια μοντέλα. Αλλά, όπως λέει, «το να φτάσεις να αμφισβητείς τους ίδιους σου τους γονείς μπορεί να είναι μια πολύ επώδυνη διαδικασία».
Αναλύοντας το τι χρειάζεται να έχει ένας γονιός για να εκπαιδεύσει σωστά το παιδί του, λέει: «Πρέπει πάνω απ' όλα να δείχνουν ενσυναίσθηση και καλοσύνη προς τον ίδιο τους τον εαυτό και να είναι σε επαφή με τα συναισθήματα τους, να γνωρίζουν πώς να τα εκφράσουν και να μιλούν γι' αυτά ανοιχτά με το παιδί τους. Πρέπει να καταλαβαίνουν ότι η ανατροφή ενός παιδιού μπορεί να είναι πηγή ευτυχίας, αλλά και ότι μπορεί επίσης να είναι και μια εξαιρετικά δύσκολη διαδικασία, στη διάρκεια της οποίας θα κάνουν λάθη, αλλά είναι σημαντικότερο να τα παραδέχονται και να ζητούν συγγνώμη στα παιδιά τους.
Με πληροφορίες από την EL PAÍS