Tο ωραιότερο καλοκαίρι της ζωής μου Facebook Twitter
Εικονογράφηση: Stupid Greg/ LIFO

Tο ωραιότερο καλοκαίρι της ζωής μου

0

 

Θοδωρής Αντωνόπουλος: 

Οι πρώτες μου ανεξάρτητες διακοπές,  αρχές της δεκαετίας του '80 στο Αιγαίο: το κέφι άφθονο και ανεπιτήδευτο, η διάθεση πιο «αλήτικη», πιο αισιόδοξη

 

Λένε πως η πρώτη φορά είναι πάντα η καλύτερη κι αν δεν ισχύει αυτό, σίγουρα είναι η πιο αξέχαστη! Έτσι ακριβώς θυμάμαι τις πρώτες μου ανεξάρτητες διακοπές, εκεί, αρχές της δεκαετίας του '80 στο Αιγαίο. Γύρισα Πάρο, Ίο, Μύκονο, Σαντορίνη μέσα σ' ένα φεγγάρι, με προϋπολογισμό εντελώς οριακό, αλλά με μπόλικη εφηβική τρέλα και τον ενθουσιασμό του νεοφώτιστου σε αυτό το είδος διακοπών. Το ταξίδι από μόνο του με είχε καταγοητεύσει – το μόνο νησί που είχα επισκεφθεί ως τότε ήταν η Κρήτη, κι αυτό οικογενειακώς. Τύχαινε να 'ναι και οι Κυκλάδες στην καλύτερη ίσως εποχή τους, η ανάπτυξη έδειχνε το χαμόγελο, αλλά όχι ακόμα τα δόντια της, η εκμετάλλευση δεν έβγαζε μάτι. Ανακάλυπτες υπέροχες παραλίες σχεδόν απάτητες (οι περισσότερες από αυτές είναι σήμερα τίγκα στην ομπρέλα και τα ενοικιαζόμενα), οι τιμές δεν είχαν ξεφύγει στη στρατόσφαιρα, όπως συνέβη στην πορεία, ο νεοπλουτισμός δεν είχε σαρώσει χωροταξικά, οικιστικά κι αισθητικά το κυκλαδίτικο τοπίο, το κέφι άφθονο και ανεπιτήδευτο, η διάθεση πιο «αλήτικη», πιο αισιόδοξη – έτσι τουλάχιστον μου φαινόταν τότε.

Και ναι, είχα περάσει σούπερ. Μπάνιο όλη μέρα, ο πρώτος μου γυμνισμός (δεν συζητώ πόσο είχε παιδευτεί η υπόλοιπη παρέα ώσπου να καταφέρει να με «ξεβρακώσει»), ατέλειωτα χιλιόμετρα εκδρομών κάτω από τον καυτό ήλιο, ύπνος αργάμισι σε hostel ή χύμα στην παραλία – κι όταν κάποιο βράδυ, επιστρέφοντας στην καβάτζα, είδα τον υπνόσακο να λείπει, απλώς το ξενύχτησα κι εν τέλει, χάρη σε μια κάποια γνωριμία, εξασφάλισα κατάλυμα για το επόμενο τριήμερο. Μάσα η εντελώς στοιχειώδης, σουβλάκια και κάνα σάντουιτς, ώστε να εξοικονομώ για τις μετακινήσεις και τις βραδινές εξόδους. Οι τελευταίες μού βγαίνανε έτσι κι αλλιώς πολύ φτηνά, εφόσον ούτε κάπνιζα, ούτε έπινα ακόμα, άντε, καμιά μπίρα στη ζούλα. Αυτό, βέβαια, καθόλου δεν μείωνε τη διάθεση και την κοινωνικότητά μου. Στις ηλικίες αυτές έχεις περιέργεια βουνό και διαθέτεις αστείρευτη ενέργεια για ξόδεμα από μόνος σου. Και πράγματι, εκτός από τις πολλές καινούργιες γνωριμίες, έζησα κι έναν δυνατό έρωτα, για χάρη του οποίου στο τέλος αφήσαμε μαζί το νησί κι επιστρέφοντας Πειραιά με το βαπόρι, ταξιδέψαμε αυθημερόν Θεσσαλονίκη απ' όπου καταγόταν! Μεγαλεία.

Δύσκολα πια σήμερα ταξιδεύει ένα νέο παιδί τόσο χαλαρά, χωρίς μία στην τσέπη, ακόμα και το κατακαλόκαιρο. Επιπλέον, ο κόσμος μοιάζει να έχει γίνει πιο κλειστός, πιο επιφυλακτικός, λιγότερο ανέμελος, λιγότερο αθώος. Μπορεί, όμως, να τα λέω όλα αυτά απλώς επειδή «πάλιωσα». Πιθανόν για κάποιους άλλους εφήβους το πιο συναρπαστικό, το πιο αλησμόνητο καλοκαιρινό ταξίδι τους να είναι το φετινό, ακόμα κι αν έμοιαζε αρχικά χλωμό να τα καταφέρουν!

 

Δύσκολα πια σήμερα ταξιδεύει ένα νέο παιδί τόσο χαλαρά, χωρίς μία στην τσέπη, ακόμα και το κατακαλόκαιρο. Επιπλέον, ο κόσμος μοιάζει να έχει γίνει πιο κλειστός, πιο επιφυλακτικός, λιγότερο ανέμελος, λιγότερο αθώος. Μπορεί, όμως, να τα λέω όλα αυτά απλώς επειδή «πάλιωσα». Πιθανόν για κάποιους άλλους εφήβους το πιο συναρπαστικό, το πιο αλησμόνητο καλοκαιρινό ταξίδι τους να είναι το φετινό, ακόμα κι αν έμοιαζε αρχικά χλωμό να τα καταφέρουν!

 




Μιχάλης Μιχαήλ

Ένα κάπως απρογραμμάτιστο ταξίδι στο Βερολίνο


Δεν ξέρω αν είναι το καλύτερό μου καλοκαιρινό ταξίδι, αλλά εκείνη τη στιγμή είχε αυτό που χρειαζόμουνα. Για μένα, που μισώ το καλοκαίρι και που εκείνο το συγκεκριμένο καλοκαίρι η θερμοκρασία δεν έπεσε κάτω από 35 για πολύ καιρό, το κάπως απρογραμμάτιστο ταξίδι στο Βερολίνο ήταν μια ευλογία. Μέσα στον Αύγουστο, οι πλατιοί δρόμοι της μεγάλης πόλης, τα μεγάλα και τεράστια καταπράσινα δέντρα, ίσκιοι παντού, συννεφιασμένοι ουρανοί, σχεδόν ψύχρα. Τα μαυρισμένα από τον ήλιο της Ελλάδας πρόσωπά μας ήταν λίγο εκτός τόπου και χρόνου σε αυτό το σκηνικό. Περπατάγαμε στην πόλη και ξαφνικά έπιανε μια μπόρα, πίναμε καφέ σε κάτι κήπους και ακούγαμε το θρόισμα των δέντρων. Στη μεγάλη πινακοθήκη του Βερολίνου είδαμε Βερμέερ και Ρέμπραντ σχεδόν μόνοι στις αχανείς αίθουσες και δεν σκεφτήκαμε καθόλου τους φίλους που έπλεαν στα νερά του Αιγαίου. Για μένα ήταν ανακούφιση. Και θα θυμάμαι πάντα εκείνο το συνοικιακό εστιατοριάκι με τα γερμανικά φαγητά στο οποίο καθίσαμε να φάμε μετά από δυο ώρες που ψάχναμε ένα εστιατόριο και δεν το βρήκαμε. Είχε πάει δέκα το βράδυ, είχε ακόμα φως, και εκεί ανάμεσα στους πιο χαλαρούς Ευρωπαίους, κάτω από κάτι χριστουγεννιάτικα φωτάκια που κρέμονταν στα δέντρα, πέρασα ένα από τα πιο ωραία καλοκαιρινά βράδια της ζωής μου. Οπότε, δικαίως αναπολώ αυτό το ταξίδι και εύχομαι σε όλους δροσιά.

 

 

Θοδωρής Κουτσογιαννόπουλος

Στο νοτισμένο από την υγρασία Βιετνάμ

Θα μπορούσα να θυμηθώ αιγαιοπελαγίτικα καλοκαίρια της εφηβείας από τις αρχές της δεκαετίας του '80, όταν οι Μικρές Κυκλάδες δεν είχαν ηλεκτρικό, η Κίμωλος είχε ακόμη κιμωλία στα βραχάκια της και η Σαντορίνη δεν είχε ακόμα πονηρευτεί με τα γκουρμέ και τους κινέζικους γάμους. Άμμος παντού, μπάνια ατελείωτα, γέλια χωρίς λόγο, κουβέντες αξημέρωτες, ξύπνιες αισθήσεις. Όλα ωραία κι αφτιασίδωτα. Αλλά, τελικά, με κέρδισε ο δράκος.

Γεννήθηκα σε μια χρονιά του δράκου. Πάντα με γοήτευε το μυθικό τέρας του νερού, σύμβολο τύχης, εξουσίας κι ευημερίας, απόλυτα συνυφασμένο με την ασιατική κουλτούρα και τις απωανατολικές δοξασίες. Ώσπου ένα καλοκαίρι που μου φαίνεται πάντα τόσο κοντινό, έκανα διακοπές στον αντίποδα των παραδοσιακών ελληνικών, στο νοτισμένο από την υγρασία Βιετνάμ, μια χώρα με 3.200 χιλιόμετρα ακτογραμμή, στο δέλτα του Μεκόγκ, στα ζωογόνα ποτάμια και στις γκριζαρισμένες λίμνες του, στην οργιαστική βλάστηση και στους κινηματογραφικούς ορυζώνες, με τις αρωματικές γεύσεις και τις τροπικές βροχές, κι αφού πέρασα από την ιστορικά βιασμένη, αλλά τόσο ανθεκτική και δυσβάσταχτα ασθμαίνουσα Σαϊγκόν και τα τουριστικά θερετράκια, έκανα μπάνια στη βουτυράτη, χλιαρή θάλασσα της Νότιας Κίνας – που ούτε να την ακούσουν οι ντόπιοι, γι' αυτό και την ονομάζουν «ανατολική».

Και στο Χουέ, στην παλιά πρωτεύουσα με τα φαντάσματα της δυναστείας των Τσεν και την εντυπωσιακή αυτοκρατορική πόλη με τους ναούς, τις αντικριστές «γούρνες» με τους λωτούς και τις βασιλικές κατοικίες, κατάλαβα τη σημασία του δράκου, όχι μόνο ως συμβόλου των κραταιών αλλά και ως πλάσματος υδάτινου που μεταμορφώνεται σε αερικό και γίνεται υδρατμός και σύννεφο και ως ενός παιχνιδιάρικου, καπριτσιόζικου ζώου, που άλλοτε διασκεδάζει με μαργαριτάρια, σύμβολα του ήλιου και του φεγγαριού, κι άλλοτε παίρνει τη μορφή σκύλου, κολυμπάει, πετάει και βγάζει φωτιές για να φοβερίσει, και συνδέεται με τον βουδισμό, τον ταοϊσμό και τον κομφουκιανισμό. Ο δράκος είναι το ταιριαστό κλειδί για την ανάγνωση της κουλτούρας του Βιετνάμ.

Τον είδα στα διακοσμητικά αντικείμενά τους, στα εργαλεία, τα σκεύη και στις τοιχογραφίες – παραλλαγμένο από την παλιά κινεζική τεχνική, σε βελτιωμένες εκδοχές του κοβάλτινου μπλε και σε εξαιρετικά ξυλόγλυπτα, που μπορείτε να θαυμάσετε αυτή την εποχή στο Μουσείο Guimet στο Παρίσι, καθώς η Πόλη του Φωτός γιορτάζει το έτος Βιετνάμ-Γαλλίας με μια έκθεση με τίτλο «L' envol du dragon». Κι αφού τον χόρτασα μέσα στις αναπαραστάσεις του, νομίζω πως ένιωσα τι σημαίνει για μένα: η χίμαιρα ενός μοναδικού έρωτα. Όλα τα χαρακτηριστικά του συνηγορούν προς αυτή την κατεύθυνση. Φιλοπαίγμων και φοβιστικός. Όμορφος, με μια μυθική διάσταση που διαπερνάει πολιτισμούς και τον ίδιο τον χρόνο. Ένα πλάσμα της φαντασίας, ασύλληπτο και πολύμορφο, που περικλείει όλα τα στοιχεία της φύσης και τα δαμάζει, υπερβαίνοντάς τα. Μήπως, τελικά, είναι το όνειρο του άπιαστου έρωτα, της δυνατής γυναίκας, που μόνο αλληγορικά μπορεί να πλαισιώνει έναν άνδρα;

Παρότι ελέφαντες, ψάρια, ως και μονόκεροι ικανοποιούσαν το ναρκισσισμό των Βιετναμέζων αφεντάδων στα παλάτια τους, ο δράκος, πλουμιστός και συμμετρικός, έκλεβε άνετα την παράσταση. Είναι το ίδιο το νερό, και για μένα, ένα αναπόσπαστο κομμάτι των διαφορετικών καλοκαιρινών διακοπών μου, που ανάγεται σε ενδόμυχους φόβους και τρομερά παραμύθια, παιδικά κι εξωτικά μαζί. Γιατί, κάνοντας διακοπές σε μέρη οικεία, αναπαράγεις ένα κομφόρ που εύχεσαι απλώς να σε ξεκουράσει. Ενώ, σε τόπους ανάποδους από το αναμενόμενο, βάζεις τη φαντασία να συμπληρώσει τις ατέλειες, τη μνήμη να γεννήσει καινούργιες αναμνήσεις, και τον χρόνο μακριά από τα τετριμμένα, να ορίσει σε άλλη βάση ερωτήματα που σε απασχολούν.

 

 

Θανάσης Χαραμής

Εκεί τριγύρω, στα γνωστά, ήταν τελικά τα καλύτερα. Στα σπίτια των φίλων.


Στη Γλύφα, στις Ράχες, στα Καμένα Βούρλα. Εκεί τριγύρω, στα γνωστά, ήταν τελικά τα καλύτερα. Στα σπίτια των φίλων. Να μην περάσεις το μαρτύριο της βαλίτσας, του τσεκ-ιν και των μεγάλων προσδοκιών. Να μη γίνεις παραθεριστής. Κάπου κοντά. Να φτάνεις εύκολα και εύκολα να φεύγεις όταν πρέπει.
Με ανθρώπους που τη μέρα ακούνε τα τζιτζίκια και το βράδυ αράζουν όπου ακούγονται τριζόνια.
Που δεν τους ενοχλούν τα κουνούπια και οι μύγες.
Που δεν πάνε για μπάνιο τις Κυριακές, αλλά αράζουν σε βαμβακερά ολόλευκα σεντόνια με φρούτα, βιβλία, επαναλήψεις στην τηλεόραση και ανεμιστήρα.
Που φτιάχνονται με τα 40άρια και αφήνουν την αλμύρα να τους κάψει.
Που έχουν ξανθό χνούδι στα χέρια και μονίμως άμμο στις κλειδώσεις.
Που δεν κυνηγάνε ποτέ σετ ξαπλώστρα-ομπρέλα και δεν φοράνε αντηλιακό που μυρίζει φρούτα.
Που μπαίνουν στα αυτοκίνητα των άλλων με βρεγμένα μαγιό και άμμο στις σαγιονάρες και τα παράθυρο ανοιχτά.
Το χέρι απέξω να κάνει ακροβατικά και να σκίζει τον αέρα. Ποτέ air condition και πετσέτα διπλωμένη στο κάθισμα.
Με κορίτσια που βγαίνουν βόλτα με βρεγμένα μαλλιά. Σπαστά, μακριά και πίσω τραβηγμένα.
Καλοκαιρινές φακίδες που σκάνε μύτη, εκεί που πριν ήταν σαμπανιζέ η επιδερμίδα.
Λευκά χαχόλικα t-shirts και γαλάζια πουκάμισα.
Μια υποψία ιδρώτα στον κρόταφο και στο πλάι από τον λαιμό.
Μόνο σημάδια από το μαγιό να έχεις το καλοκαίρι και καθάρισες.
Τους έχουν όλους να ξερογλείφονται.
Χειρονομίες και δυνατά χάχανα.
Μαργαρίτες. Μπίρες. Παρέες και εραστές. Κλειστά λάπτοπ και ύπνος μέχρι τις δώδεκα το μεσημέρι.
Κρύα ντους και αμέσως έξω.
Με παιδιά που ξεχνάνε τα γυαλιά τους στο σπίτι και δεν τα φοράνε ποτέ όταν είναι με φίλους.
Καμία πόζα. Μασουλάνε συνεχώς και παίρνουνε 2 με 3 κιλά.
Τα τέρατα κάνουν δίαιτες τον Αύγουστο και ψωνίζουν στις τελευταίες εκπτώσεις. Μετά facebook και selfies στο μπάνιο.
Τα παιδιά του Αυγούστου, παρατημένα κινητά στο αθόρυβο με μπαταρία να αργοπεθαίνει.
Δεν στέλνουν μηνύματα και δεν τσεκάρουν για ανύπαρκτα τηλέφωνα μέσα στη μέρα. Δεν επιστρέφουν αναπάντητες. Να ξαναπάρεις!
Μόνο όταν πιουν στέλνουνε καψούρα σε sms... Aργά το βράδυ, όταν σέρνονται για να κοιμηθούνε γυμνά, με τα παντζούρια ανοιχτά.

 

 

 

Άρης Δημοκίδης

Το πρώτο ταξίδι χωρίς τους γονείς μου, στο Στρασβούργο

Ήμουν το πολύ οκτώ ετών και με το Ωδείο που πήγαινα (έπαιζα φλογέρα και πιάνο, κάποτε...) θα κάναμε ένα μεγάλο ταξίδι για να δώσει η ορχήστρα μας μια συναυλία στο Στρασβούργο. Ήταν το πρώτο ταξίδι χωρίς τους γονείς μου και το πρώτο μου στο εξωτερικό, με ένα πούλμαν μέχρι τη Γαλλία και πίσω.


Οι συμμαθητές μου θα ήταν ήδη στη Χαλκιδική, όμως εκείνο το καλοκαίρι ένιωσα πως γνώρισα τον κόσμο. Μείναμε στη Γιουγκοσλαβία, στην Ιταλία, στην Αυστρία από ένα βράδυ: διαφορετικά φαγητά, γλώσσες, άνθρωποι, ξενοδοχεία, μουσικές. Στο Στρασβούργο της Γαλλίας μείναμε αρκετές μέρες, με πρόβες, βόλτες – και μετά πάλι πίσω απ' τον ίδιο δρόμο. Η πιο δυνατή μου ανάμνηση απ' το ταξίδι είναι όταν μια μέρα, σε μια πλατεία του Στρασβούργου, σκορπιστήκαμε και μετά χάθηκα.

Όλοι είχαν εξαφανιστεί, το ίδιο και το πούλμαν, και άρχισε να βρέχει. Προσπάθησα να μιλήσω με κόσμο, αλλά δεν έβγαζα άκρη. Με τα λεφτά που είχα πήρα ένα ταξί. Δεν μιλούσε αγγλικά. Για να του περιγράψω πού ήθελα να με πάει του ζωγράφισα σε ένα τετράδιο τη σημαία της ΕΟΚ, με τα 12 αστέρια τότε. (Το μέρος όπου κάναμε πρόβες ήταν σχετικά κοντά στο Ευρωκοινοβούλιο – είχα προσέξει τη διαδρομή όταν μας είχαν πάει να το επισκεφτούμε.)

O ταξιτζής κατάλαβε με τη σημαία και τα αστέρια και με πήγε εκεί. Μετά, μέσα στη βροχή περπάτησα για ώρα προς τον χώρο των προβών. Έφτασα και κάθισα εκεί. Όταν κάποτε ήρθαν οι υπόλοιποι (οι ενήλικες συνοδοί είχαν κοντέψει να πεθάνουν απ' την αγωνία – είχαν χάσει ένα 8χρονο παιδάκι σε ξένη χώρα!), κάποιος ήρθε και με χαστούκισε. Εγώ, όμως, ήξερα πλέον ότι μπορούσα να αντιμετωπίσω τα πάντα, και η εμπιστοσύνη στον εαυτό μου αυξήθηκε μια για πάντα

 

 

Μαρία Δρoυκοπούλου

Καλοκαίρι στην Τέμενη

Ιούλιος, αρχή του μήνα με τα δικά μου γενέθλια, τέλος με της μαμάς, σ' ένα σπιτάκι εκατό μέτρα από τη θάλασσα και ούτε, νοικιασμένο για όλο τον μήνα, όλη η οικογένεια –μαζί και η γιαγιά–, δύο μπάνια καθημερινά, διαγωνισμός ποιος έφαγε τα πιο πολλά παγωτά, παιχνίδι ατελείωτο με τα παιδιά από τα διπλανά σπιτάκια, με το ζόρι ύπνος το μεσημέρι και το βράδυ, αναμονή για την πανσέληνο του μήνα, που σήμαινε μεγάλη βραδινή βόλτα μέχρι την ταβέρνα του διπλανού χωριού για φαγητό, τα Σαββατοκύριακα επισκέψεις από φίλους. Άλλο πράγμα οι διακοπές όταν είσαι ενήλικος, άλλο όταν είσαι παιδί, οπωσδήποτε. Πάντα όμως θα θυμάμαι τα καλοκαίρια στην Τέμενη με νοσταλγία...

 

Λένα Φουτσιτζή 

Ήμασταν τόσο ήρεμα παιδιά ή τα έσβησε όλα ο χρόνος;

 

Το ωραιότερο καλοκαιρινό ταξίδι ήταν τα καλοκαίρια της παιδικής μας ηλικίας, που μετά από χρόνια έχουν συμπτυχθεί κι έχουν γίνει ένα. Βλέπω τους τωρινούς γονείς που έχουν μετατρέψει τις διακοπές σε μετακόμιση και σκέφτομαι: τώρα που πιάνω τον εαυτό μου να λέω «παλιά ήταν καλύτερα», τώρα πρέπει να παραδεχτώ ότι γέρασα, ανεξάρτητα από την ηλικία μου.


Δεν αφιέρωναν οι γονείς μας ώρες να σκέφτονται και να κουβαλάνε παιχνίδια και βιβλία, μπρατσάκια και τουβλάκια, τρία μαγιό και τέσσερις πετσέτες μήπως και μείνουμε μισό δευτερόλεπτο μόνες μας και πρέπει να βρούμε πώς να διασκεδάσουμε τον εαυτό μας. Το καλοκαίρι ξεκινούσε αξημέρωτα, χωρίς προειδοποίηση: «Σήκω, σήμερα θα πάμε διακοπές». Μπαίναμε σε ένα Ford Escort, φορτωμένο τόσο που δυσκολευόταν στην ισορροπία και στις στροφές, ορμούσε αγκομαχώντας στους στενούς δρόμους, με εξοπλισμό ένα νερό και κάτι φρούτα, που ζεσταίνονταν κι έλιωναν και γέμιζαν τον τόπο ζάχαρη. Τι ζέστη! Καυτός αέρας από τα ανοιχτά παράθυρα, θόρυβος και σκόνη. Τι σκεφτόμασταν, τι λέγαμε, πώς περνούσαν οι ατελείωτες ώρες; Χωρίς αμφιβολία θα βαριόμασταν, αλλά οι γονείς μας δεν θυμούνται κλάματα και φασαρία. Ήμασταν τόσο ήρεμα παιδιά ή τα έσβησε όλα ο χρόνος; Φέτος που ρώτησα τον πατέρα μου, επιμένει ότι ήμασταν ήσυχες στα πίσω καθίσματα. Το μόνο που θυμάται είναι ότι στο τέλος του ταξιδιού πονούσαν τα χέρια του και η πλάτη του από την προσπάθεια –σωματική, κυριολεκτικά– που έκανε για να προσπερνάει τις νταλίκες. Ασυναίσθητα, σφιγγόταν και ίδρωνε, για να δώσει μεταφυσικά λίγα άλογα παραπάνω στο σαραβαλάκι. Τώρα έχει ένα τζιπάκι με κλιματισμό και πάει τα εγγόνια του δεμένα στα καρεκλάκια τους. Και πώς τα πήγαν τα παιδιά; Ήσυχα ήταν, είπε.

 

Ματίνα Καλτάκη

Ο θείος από την Αμερική

Ήταν το πρώτο ταξίδι μου στο εξωτερικό. Μόλις είχα τελειώσει το λύκειο και ο θείος μου (εγκατεστημένος ήδη από εικοσαετία στη Washington DC) με κάλεσε να περάσω το καλοκαίρι στην Αμερική. Ήταν σαν να ανοίχτηκε μπροστά μου ένας καινούργιος, θαυμαστός κόσμος: Αθήνα - Νέα Υόρκη και από κει στην όμορφη πρωτεύουσα των ΗΠΑ (μεταξύ της πολιτείας του Μέριλαντ και της Βιρτζίνια). Με γύρισαν παντού, στο National Mall, ένα τεράστιο πάρκο που περιλαμβάνει, μεταξύ άλλων, το Καπιτώλιο, το Lincoln Memorial και το Washington Monument, στον Λευκό Οίκο, στα μουσεία και στον ζωολογικό κήπο του περίφημου Smithsonian Ιnstitute, στη θαυμάσια Εθνική Πινακοθήκη. Επισκεφτήκαμε το πανεπιστήμιο του Μέριλαντ και το πανεπιστήμιο της Βιρτζίνια, το Arlington Cemetery (όπου θάβονται οι Πρόεδροι των ΗΠΑ), το σπίτι του George Washington και κάναμε εκδρομές προς (σχετικά κοντινές) πόλεις, όπως η Βαλτιμόρη και το Ατλάντικ Σίτι (απ' όπου φύγαμε εσπευσμένα γιατί αναμενόταν από ώρα σε ώρα κάποιος τυφώνας).
Και δεν τελειώνει εδώ, αφού σύντομα ξεκινήσαμε οδικώς για τη Φλόριντα. Που σημαίνει ότι διασχίσαμε τις πολιτείες της Βιρτζίνια, της Βόρειας Καρολίνας, της Νότιας Καρολίνας, της Τζόρτζια, για να βγούμε στη δυτική πλευρά της χερσονήσου της Φλόριντα, στον Κόλπο του Μεξικού. Επισκεφτήκαμε επ' ευκαιρία και το Τarpon Springs, τη παραθαλάσσια πόλη με το υψηλότερο ποσοστό Ελλήνων μεταναστών στις ΗΠΑ (κατά κύριο λόγο, το πάλαι ποτέ, σφουγγαράδες από την Kάλυμνο) και από το παραλιακό Clear Water διασχίσαμε την ενδοχώρα της Φλόριντα για να καταλήξουμε στις παραλιακές πόλεις του Ατλαντικού – από την Ντεϊτόνα έως το Mαϊάμι. Εννοείται πως πριν βγούμε στον Ατλαντικό, σταματήσαμε στα δύο θεματικά πάρκα, το περίφημο Walt Disney World και το παρακείμενο «sci-fi» EPCOT Center (ακρωνύμιο του Experimental Prototype Community of Tomorrow), στο Bay Lake της Φλόριντα. Ακόμη και στο Cape Canaveral βρέθηκε η χάρη μου, προκειμένου να πάρω μια in situ ιδέα για την αφετηρία και την ιστορία της αμερικανικής Οδύσσειας του Διαστήματος.


Ήταν ένα ταξίδι αξέχαστο, που μου άνοιξε τα μάτια, που μου έμαθε πολλά. Πέρασα θαυμάσια –κι ας μην μπορούσα να πάω σε μπαρ και να πιω αλκοόλ, αφού τότε (δεν ξέρω αν ισχύει ακόμα) η είσοδος επιτρεπόταν σε νέους που είχαν συμπληρώσει το 21ο έτος της ηλικίας τους! (Ευκαιρίας δοθείσης, να πω ένα μεγάλο «ευχαριστώ» στους θείους μου, το ζεύγος Κακίτση, που βρίσκονται αυτές τις μέρες στην Αθήνα και θα διαβάσουν τη LifΟ.)

 

 

Γιάννης Καρδάσης

Μαμά

Μάλλον έχουν δίκιο όσοι λένε ότι τα καλύτερα είναι εκείνα που δεν τα έχεις κανονίσει. Καλοκαίρι 1992. Το πλάνο περιλαμβάνει διακοπές στην Ίο, αλλά όλα ανατρέπονται όταν στο προσκήνιο εμφανίζεται η Πάρος. Με τρόπο μαγικό, ταξίδεψα μαζί με τη μητέρα μου, παρότι είχαμε διαφορετικούς προορισμούς. Ήταν από τις φορές εκείνες που ήταν ξένοιαστη και ευδιάθετη. Η Ίος αποδείχτηκε απογοητευτική, ενώ η Πάρος ακριβώς το αντίθετο. Ακυρώσεις, καθυστερήσεις και αναποδιές. Με άλλο καράβι ταξιδέψαμε εμείς και με άλλο η μηχανές... Οι συνέπειες εκείνου του καλοκαιριού κράτησαν σχεδόν δέκα χρόνια. Οι φωτογραφίες που έβγαλα τη μαμά μου έχουν όλη τη γλύκα της συγκεντρωμένη σε ένα βλέμμα. Εκείνες που βγάλαμε εμείς έχουν κίτρινα και μπλε και πράσινα... Στην άκρη του μυαλού υπάρχει η γεύση από το πιο γλυκό καρπούζι που έχω φάει.

 

Δημήτρης Κυριαζής

Από την Αρεόπολη στην Άρνα
 

Το καλύτερο καλοκαιρινό ταξίδι μου φροντίζω να το επαναλαμβάνω κάθε χρόνο. Ξεκινάω από την Αρεόπολη, το μεγαλύτερο χωριό της Μέσα Μάνης, και κάθε μέρα παίρνω τον δρόμο προς την «προσηλιακή» πλευρά του μεσαίου ποδιού της Πελοποννήσου. Ο δρόμος ακολουθεί την ακτή και μέσα από πυργόσπιτα και πανέμορφα μικρά χωριουδάκια φθάνεις στην παραλία που έχεις επιλέξει: Αλύπα, Άμπελος, Κοκάλα, Μαρμάρι, Πόρτο Κάγιο, ως το Ταίναρο και το νοτιότερο μέρος της ηπειρωτικής Ευρώπης. Γυμνό τοπίο, αυστηρό, πέτρα, ησυχία, γαλαζοπράσινα πεντακάθαρα νερά, καμιά μορφή οργάνωσης, ούτε ρακέτα, γαλήνη. Πίσω στην Αρεόπολη έχεις στη διάθεσή σου όλες τις ανέσεις και, φυσικά, πολλές ταβέρνες με την καταπληκτική τοπική κουζίνα. Στο διπλανό Λιμένι, ένα από τα καλύτερα ηλιοβασιλέματα που θα δεις στη ζωή σου. Όταν μπουχτίσω από τις παραλίες, ανεβαίνω στο χωριό της γιαγιάς μου. Η Άρνα, αν και μόλις μισή ώρα από την Αρεόπολη, προσφέρει ένα πολύ διαφορετικό σκηνικό: δάση, νερά, δροσιά, πλατάνια και πηγές στην πλατεία-μπαλκόνι που αντικρίζει μία από τις πολλές κατάφυτες χαράδρες του βουνού. Εκεί, σκαρφαλωμένη στα 800 μέτρα του Ταϋγέτου, μαζεύεται κάθε χρόνο η πιο πολυεθνική παρέα, με τα ντόπια μέλη, εμάς τους «Αθηναίους» και τη «διασπορά» από Νέα Υόρκη και Καναδά.

 

 

Τίνα Μανδηλαρά

Όταν βρέθηκα στην Καλαβρία της Νότιας Ιταλίας δεν υπήρχε τίποτα με το οποίο μπορούσα να συνδεθώ
 

Αν τα ρομαντικά ταξίδια ανήκουν πάντα στο παρελθόν –αφού πραγματικός έρωτας είναι πάντα ο επόμενος–, αυτό δεν συμβαίνει και με το ταξίδι που θα σε βγάλει έξω από την πυξίδα και δεν θα μοιάζει με κανένα άλλο. Όταν βρέθηκα στην Καλαβρία της Νότιας Ιταλίας δεν υπήρχε τίποτα με το οποίο μπορούσα να συνδεθώ, πέρα από κάποια αναμνηστικά υπολείμματα της Magna Grecia. Στο Γκάλικο, όπως έλεγαν το μικρό χωριουδάκι όπου είχαμε κλείσει δωμάτιο, τα ξενοδοχεία ήταν μόλις τρία, τα σπίτια ετοιμόρροπα από σεισμούς χρόνων, η παραλία ολόγυρα χτισμένη (!) με τούβλα και με πρόσβαση μόνο στους πλούσιους μαφιόζους της περιοχής.

Μπαίνοντας στο ξενοδοχείο κατάλαβα γιατί η Πατρίτσια Χάισμιθ άρχισε να σκαρφίζεται τα ιδανικά φονικά από τα ταξίδια της στην Ιταλία: ένα σχεδόν στοιχειωμένο λόμπι με βαλσαμωμένα ζώα στους τοίχους και βγαλμένα κράσπεδα, με έναν θυρωρό που νόμιζες ότι σου έδινε τα κλειδιά για τον πύργο του Κάφκα. Μέσα σε λίγα λεπτά αφότου ανέβηκα στον πάνω όροφο ήμουν σίγουρη ότι είχα μεταμορφωθεί στον Γκρέγκορ Σάμσα, όταν μια κατσαρίδα βρέθηκε να περπατάει ανενόχλητη στο πόδι μου. Κυριολεκτικά ολόγυμνη έτρεξα στον διάδρομο, ζητώντας μάταια την ιδανική έξοδο: οι μπαλκονόπορτες ήταν κλεισμένες με ξύλα καρφωμένα χιαστί για να αποτρέψουν τον κόσμο να ξεπροβάλλει στα ετοιμόρροπα μπαλκόνια, όπως διαπίστωσα αργότερα.

Όσο για τη σκέψη να αποχωρήσουμε από το χωριό, είχε πάραυτα αποκλειστεί, αφού το μέρος διέθετε μόνο ένα ταξί με έναν μόνο οδηγό (!). Είναι αυτός που έσπευσε την επόμενη μέρα να μας μεταφέρει στην «πρωτεύουσα» Ρέτζιο, αλλά, καθώς φάνηκε, είχε διακόψει προ πολλού τη σχέση του με το νερό και το σφουγγάρι. Τα πράγματα φαίνονταν ολοένα και πιο απόκοσμα, όταν το συγκλονιστικό φαινόμενο Φάτα Μοργκάνα που εξύμνησε ο Καββαδίας απλωνόταν πάνω από τις άκρες της ακτής, κάνοντας τη Σικελία που ξεπρόβαλλε ακριβώς απέναντι να μοιάζει όχι με νησί αλλά με το ίδιο το φεγγάρι. Η συντέλεια του κόσμου είχε έρθει στο αλλοτινό Ρήγιον, όπως αποκαλούσαν οι Έλληνες της Καλαβρίας την περιοχή. Μάταια όμως αναζητούσαμε υπολείμματα του παλιού πολιτισμού: τα παραδοσιακό σπίτια ήταν στην πλειονότητά τους ρημαγμένα, αφού πια κουμάντο στην περιοχή έκανε μόνο η μαφία και οποιεσδήποτε προσπάθειες διασκέδασης εξαντλούνταν σε υπαίθριες και αυτοσχέδιες ντισκοτέκ που θα ζήλευε ο Γαρδέλης (μετά από πολλούς κόπους καταφέραμε να απολαύσουμε ένα ποτό, στολισμένο με την παραδοσιακή ομπρελίτσα καρφωμένη στο πορτοκάλι, όταν καταλάβαμε ότι το «κοκτέιλ» γινόταν εδώ κατανοητό μόνο ως «κοκετέιλ»). Ντόπια καμάκια με ολόχρυσες, τεράστιες καδένες και δασύτριχα στέρνα αναζητούσαν μάταια τον θηλυκό τους στόχο στο σχεδόν στοιχειωμένο από γυναίκες μέρος.

Εννοείται ότι μπάνιο στη θάλασσα δεν καταφέραμε να κάνουμε, αφού ήταν γεμάτη τσούχτρες και οι παραλίες ολότελα μπαζωμένες. Στην επιστροφή μας στην Αθήνα, ύστερα από δέκα ολόκληρες ημέρες παραμονής, χάσαμε και τις βαλίτσες μας, όπως ήταν αναμενόμενο, αλλά εμείς είχαμε μάθει πλέον τι σημαίνει στωικότητα όχι ενός γιόγκι αλλά ενός Νότιου Ιταλού. Υπήρχαν, ωστόσο, και καλές στιγμές: η ωραιότερη μαρινάρα που έχουμε φάει στη ζωή μας, το εγκάρδιο χαμόγελο των κατοίκων και το πολυτελές (;) εστιατόριο με τα λευκά τραπεζομάντηλα, το κουστουμαρισμένο γκαρσόνι και τους πελάτες με τα καλογυαλισμένα μαλλιά από μπριγιαντίνη (και με λευκά σκαρπίνια). Αν οι φωτογραφίες τους δεν στόλιζαν τους τοίχους του καταστήματος, ίσως να μην καταλαβαίναμε ότι οι μοναδικοί πελάτες εδώ είναι αυτοί που μαζί με τον λογαριασμό υπέγραφαν και συμβόλαια θανάτου. Το φοβερό είναι ότι κοιτώντας σήμερα τις φωτογραφίες από το ταξίδι αυτό φαίνεται να χαμογελώ πραγματικά και διάπλατα – ίσως περισσότερο και από τις άλλες διακοπές, τις πιο ρομαντικές και γλυκουλίνικες. Εννοείται ότι θα ξαναπήγαινα με χαρά.

 

 

 

 

Μ. Hulot

Στη Νότια Ιταλία 

 

Από τα περισσότερα ταξίδια που έχω κάνει συνήθως θυμάμαι τσακωμούς και τις χειρότερες στιγμές – αυτό που λένε ότι τελικά θυμάσαι μόνο τα καλά προφανώς δεν ισχύει. Το περσινό ταξίδι στη Νότια Ιταλία δεν ξέρω αν ήταν το καλύτερο, αλλά είναι το πιο πρόσφατο και ακόμα βλέπω μπροστά μου τις εικόνες από μέρη «εκθαμβωτικής ομορφιάς», όπως η ακτή του Αμάλφι και η συγκλονιστική θέα που αντικρίζεις στη Ματέρα, μια πόλη σκαλισμένη πάνω στα βουνά με εκατοντάδες σάσι (οι κατοικίες των λεπρών που σήμερα γίνονται πανάκριβες βίλες) και κάποια σπίτια στη διαδρομή προς το Ποζιτάνο χτισμένα στις άκρες των γκρεμών, όπου συναντάς και μερικά από τα πιο όμορφα ψαροχώρια του κόσμου. Η αγαπημένη μου πόλη απ' όσες επισκέφτηκα σε ολόκληρο το ταξίδι ήταν μάλλον το Λέτσε με τον ευρωπαϊκό «αέρα» στην καθημερινή ζωή μέσα στο καλοδιατηρημένο «μεσαιωνικό» περιβάλλον που θυμίζει περισσότερο βόρεια Ευρώπη παρά Ιταλία.

 

Χρήστος Παρίδης

Όποιος έφευγε για Αμοργό, ξεχνούσε να επιστρέψει.



Ακόμα δεν ήταν τουριστικός προορισμός και η πρόσβαση δύσκολη. Νομίζω ακόμα θεωρούταν «άγονη γραμμή» ή κάτι σαν το «νησί των φευγάτων». Κυριολεκτικά, όποιος έφευγε για Αμοργό, ξεχνούσε να επιστρέψει. Προσωπικά, δεν ήξερα κανέναν που να ήθελε να με ακολουθήσει, αλλά εμένα μου είχε καρφωθεί να πάω από το πρωινό που είχα συναντήσει στο αεροδρόμιο του Ελληνικού τον Βουτσινά στην κοινή μας πτήση για Σαντορίνη και μου είπε ότι τον περίμεναν οι βοηθοί του Λικ Μπεσόν για να παίξει σε μια ταινία που ο Γάλλος σκηνοθέτης γύριζε εκεί. Ήταν Σεπτέμβρης του 1987 – αυτό το θυμάμαι καλά γιατί είχα πάρει ειδική άδεια από τον στρατό με «οδοιπορικά» για Θήρα! Αυτό που αδυνατώ να θυμηθώ είναι ποια χρονιά ακριβώς εν τέλει κατάφερα να πάω. Το 1988 βγήκε η ταινία του Μπεσόν στους κινηματογράφους, το Απέραντο Γαλάζιο, όπου ο Βουτσινάς έκανε έναν παπά, και μαγεύτηκα με τις λήψεις πάνω από την Αγία Άννα. Ένα ή δύο χρόνια μετά, μια Παρασκευή βράδυ, πήρα ολομόναχος το πλοίο «Άνεμος» από τη Θεσσαλονίκη, το επόμενο πρωί δεν κατέβηκα στη Μύκονο, όπως συνήθιζα, συνέχισα για Πάρο, και αφού περίμενα εκεί άλλες τρεις ώρες να έρθει από τον Πειραιά ο Σκοπελίτης νομίζω, επιβιβάστηκα με προορισμό την Αμοργό. Κάναμε έξι ή επτά ώρες κι έπιανα κουβέντα σε όλους ώστε να αποφασίσω σε ποιο λιμάνι να κατέβω. Ήταν χωρισμένοι στους λάτρεις των Καταπόλων και της Αιγιάλης. Άκρη δεν έβρισκα, μέχρι που πιάσαμε Κατάπολα και καθώς έμπαινε το πλοίο στο λιμάνι και τα φωτάκια μάς αγκάλιαζαν, νόμιζα ότι έμπαινα σε ένα παραμύθι. Κατέβηκα χωρίς να το πολυπαιδέψω άλλο. Μπήκα στο πρώτο ξενοδοχείο που βρήκα μπροστά μου, το καινούργιο ακόμα Μίνωα, και, ω του θαύματος είχαν δωμάτιο Αύγουστο μήνα. Όταν λίγη ώρα μετά βγήκα να φάω διασχίζοντας μια γεφυρούλα, μου 'ρθε η μυρωδιά από γιασεμί. Νόμιζα ότι ο χρόνος πήγε πίσω, στα παιδικά μου χρόνια. Αν και Σαββατόβραδο, έχοντας ταξιδέψει συνολικά 24 ώρες, έπεσα αποκαμωμένος να κοιμηθώ ακριβώς μεσάνυχτα. Ένιωθα μία ανείπωτη ευτυχία.

 

Αργυρώ Μποζώνη

Στη Γαύδο με το UNO μου


Τη χρονιά των Ολυμπιακών Αγώνων αποφάσισα να κάνω διακοπές-ενδοσκόπηση στη Γαύδο. Βέβαια, για να πας στη Γαύδο χρειάζονται κάποιες προϋποθέσεις που δεν διέθετα: εξοπλισμός και φιλική σχέση με τη φύση. Με τον εξοπλισμό μετά από μεγάλη έρευνα τα κατάφερα τόσο καλά όσο και η Γιούνκο Ταμπέι, η πρώτη γυναίκα που κατέκτησε το Έβερεστ, και αφού πλήρωσα περίπου όσο ένα εισιτήριο για Νέα Υόρκη. Αλλά τα είχα όλα. Φόρτωσα, έφτασα Χανιά, κοιμήθηκα άθλια πάνω από ένα ελληνάδικο και με το υπερήφανο UNO μου έφτασα στα Σφακιά. Ο παράδεισος ήταν ακριβώς απέναντι. Όταν πάρκαρα στο μικρό λιμανάκι, δεν υπήρχε τίποτε ανησυχητικό στον ορίζοντα. Μετέφερα προσεκτικά τις αποσκευές μου και περίμενα με περίπου άλλους είκοσι με ράστα μαλλί το «Σέλινο», το πλοιάριο της γραμμής. Ακόμα και σήμερα δεν μπορώ να καταλάβω πώς μου συνέβη να με ψάξει –εμένα, με το λακόστ φουστανάκι– η Δίωξη Ναρκωτικών και να μου κάνει τα τακτοποιημένα μου πράγματα μπουρδέλο, συν ο σκύλος που με γέμισε σάλια χαράς.


Τέλος πάντων, φτάνω Γαύδο. Μπαίνουμε σε ένα γκαζοζέν, ανάμνηση λεωφορείων της Μπογκοτά. Ντούκου- ντούκου, φτάνουμε στην κορφή του Αϊ- Γιάννη. Όλοι χαρούμενοι, ξεφορτώνουν, τελευταία εγώ με τις ΕΠΤΑ αποσκευές μου. Την ώρα που ξεκίνησε το λεωφορείο και είδα τρεις νεαρούς στην ταβέρνα που άκουγαν από ένα κασετόφωνο Διονυσίου να με κοιτάζουν κάπως, κατάλαβα ότι πρέπει να είχα κάνει κάποιο κρίσιμο λάθος, αλλά δεν είχα ανακαλύψει ακόμα τι μπορεί να ήταν. Θαρρετά πηγαίνω στο καφενείο, στη Σοφία, για να ρωτήσω πού ακριβώς βρίσκεται η παραλία. Μου δείχνει αριστερά, βλέπω μια κατηφόρα, οk. Αλλά πριν ξεκινήσω με ενθουσιασμό, μου εξηγεί ότι δεν είναι ακριβώς αυτή παραλία, αλλά η επόμενη μετά το βραχώδες βουνό. Περίφημα. Το όνειρό μου το οποίο συμπεριλαμβάνει αιώρες, ντουσιέρες, τέντες και όλους τους τόμους του Χομπσμπάουμ καταρρέει αυτομάτως. Αλλά δεν γίνεται να μη συνεχίσω. Έχω 12 μέρες μπροστά μου κι έχω αποφασίσει να εκτελέσω το πρόγραμμα όπως κάτι αθλητές που στο τέλος πέφτουν νεκροί από την προσπάθεια. Ξεφορτώνομαι τα μισά στο καφενείο –πάντα θυμάμαι τους ανθρώπους αυτούς με αληθινή ευγνωμοσύνη– και αρχίζω κατάβαση, ορειβασία, μέχρι που φτάνω στην πολυπόθητη παραλία. Αμμόλοφοι. Αέρας. 35 βαθμοί. Ο ήλιος ντάλα. Ψυχή ζώσα τριγύρω. Έχετε δει κάτι χάσκι που σέρνουν τα έλκηθρα στο χιόνι; Φανταστείτε τη σκηνή με χάσκι εμένα στην άμμο να σούρνω τα συμπράγκαλά μου. Μη με ρωτήσετε. Φυσικά με σανδάλια. Εγκαύματα στα πατουσάκια. Αλλά βρήκα θέση για τη σκηνή μου πρώτη μούρη στο καβούρι. Παραλία. Μεγάλη επιτυχία. Και δεν αναρωτήθηκα γιατί όλοι οι άλλοι ΔΕΝ είναι τόσο παραλιακά. Γιατί φυσάει, κούκλα μου. Κι εκεί φυσούσε επί δώδεκα μέρες συνεχώς. Που σημαίνει ότι κάθε μέρα ιδροκοπούσα να στήσω τη σκηνή που γκρεμιζόταν κάθε νύχτα και ξυπνούσα μέσα στους μουσαμάδες. Σε άλλα νέα, κάθε μέρα έκανα άπειρα χιλιόμετρα πάνω-κάτω στην κορφή, στο καφενείο για να πάρω νερό, και να πάω τουαλέτα, κυρίως αυτό. Με αυτή την πραγματικότητα, «σκάβε λάκκους», δεν συμφιλιώθηκα ποτέ και ούτε πρόκειται. Οι παλιοί εκεί και ψημένοι στην κατάσταση μού έριχναν βλέμματα συμπάθειας, χαμόγελα λύπης και με κάλεσαν και μερικές φορές να φάω ρύζι στα τηγανάκια που είχαν θάψει στην άμμο από την προηγούμενη χρονιά. Αυτό το ρύζι ακόμα να το χωνέψω. Όταν είδαν πόσο τεράστιο ούφο είμαι με συμπάθησαν, ειδικά όταν με άκουγαν το βράδυ να τραγουδάω μόνη μου με το τρανζίστορ παγκοσμίου λήψεως (είχα και από αυτό φυσικά – πώς λέτε να γέμισα 7 αποσκευές;) αραβικά τραγούδια, γιατί μάλλον κάτι σαν Λιβύη έπιανε μόνο.

Φυσικά, όλα τα άλλα κύλησαν ρολόι. Σαπούνια θαλάσσης, πλύσιμο παρεό με απορρυπαντικό θαλάσσης, όλα τέλεια. Από τον αέρα δεν έκανα ένα μπάνιο της προκοπής. Τις νύχτες ένας χαμηλός ουρανός να πιάσεις τα' αστέρια που δε τον ξανάδα ποτέ. Ένα μικρό αλλεργικό σοκ από τσίμπημα κι ένας κτηνίατρος (άλλος γιατρός δεν υπήρχε) που ίδρωσα να τον πείσω ότι δεν κάνω ναρκωτικά. Το κινητό που δεν έπιανε και άλλες μικρές ευτυχίες. Ο Χομπσμπάουμ που τον τελείωσα και άφησα τα βιβλία (όχι θαμμένα στην άμμο) στο καφενείο για τους επόμενους επίδοξους φιλόσοφους. Η αιώρα που δεν άνοιξε ποτέ.

  

Επέστρεψα πασιχαρής και επτά κιλά πιο αδύνατη στην Αθήνα τη νύχτα που έπιασαν τον άνεμο Κεντέρη και τη θύελλα Θάνου. Η Γαύδος μου φάνηκε ξαφνικά παράδεισος. Μέχρι σήμερα κανένας δεν κατάλαβε γιατί αποφάσισα να πάω στη Γαύδο. Εδώ που τα λέμε, ούτε εγώ. Θα ξαναπήγαινα αν ήμουνα είκοσι χρονών, ερωτευμένη και μπορούσα να κάνω 4 χιλιόμετρα για πλάκα για να πάω να κάνω τσίσα μου.

 






Κώστας Στανέλλος
Βάφοντας στο Σίδνεϊ

Αθήνα, τέλη Απρίλη, 2012
. Είναι δύο χρόνια που πέρασαν από τότε που έφυγες για Αυστραλία και μου λείπεις πολύ, καλέ μου φίλε. Μιλούσαμε στο Skype και σου πέταξα για πλάκα ότι τον Αύγουστο που θα είμαι σε άδεια θα έρθω Σίδνεϊ για έναν μήνα. Το σκέφτομαι και αποφασίζω να το προσπαθήσω. Αθήνα, Μάιος 2012. Προσπαθώ με νύχια και με δόντια να μαζέψω τα χρήματα. Αθήνα, Iούλιος 2012. Έβγαλα εισιτήρια, διαβατήρια και ο κόσμος γύρω μου αναρωτιέται γιατί δεν βγαίνω έξω. Σίδνεϊ, Αύγουστος, 2012. Όλοι έχουν πάει διακοπές σε ελληνικά νησιά και πλατσουρίζουν. Όμως εγώ βρίσκομαι στην άλλη άκρη της Γης και νιώθω ευτυχισμένος που ζωγραφίζουμε παρέα την ταράτσα ενός 20ώροφου κτιρίου, ανέμελοι μες στο κρύο. Πόσο τέλειο καλοκαίρι!

 

 

Γιάνης Βαρουφάκης

Κολυμπούσα τα απογεύματα, και τα βράδυα έβλεπα αδελφικούς φίλους


Είχα να περάσω καλοκαίρι στην Ελλάδα πάνω από δέκα χρόνια. Δεν εννοώ τις μια-δυο εβδομάδες που ξέκλεβα από δω κι από κει για να πάρω μια γεύση καλοκαιριού μεταξύ αεροδρομίων και υπό το καθεστώς του άγχους να καταφέρω να εντάξω ελληνικές «διακοπές» μέσα στο πιεστικό πρόγραμμα της επαγγελματικής ζωής στο εξωτερικό.

Όχι, όταν λέω να «περάσω καλοκαίρι», εννοώ να ζήσω όλη τη διαδικασία των νεανικών μας χρόνων, που ξεκινούσε από τα δροσερά δειλινά του Ιουνίου, πέρναγε στο λιοπύρι του Ιουλίου, ταρακουνιόταν από τα μελτέμια του Αυγούστου, μέτραγε σαράντα ταινίες σε θερινούς κινηματογράφους κι έσβηνε με τα πρωτοβρόχια που σηματοδοτούσαν τον παροπλισμό του εξοχικού σπιτιού και την επιστροφή στην Αθήνα.

Το 1991 πήρα την πρώτη τετράμηνη άδεια από το πανεπιστήμιο του Σίδνεϋ και την επένδυσα στο πρώτο μου «ενήλικο» ελληνικό καλοκαίρι. Έτσι, ξανάζησα τον καλοκαιρινό κύκλο ολόκληρο. Δεν επισκέφτηκα ούτε σε ένα νησί. Δεν πήγα ούτε σ' ένα πάρτι. Δεν έκανα τίποτα το «γκλάμορους». Απλώς καθόμουν στη βεράντα του παλιού εξοχικού, έγραφα τα πρωινά σ' ένα τραγικό λάπτοπ, κολυμπούσα τα απογεύματα, και τα βράδυα έβλεπα αδελφικούς φίλους – χωρίς τον πόνο του αποχαιρετισμού που, συνήθως, ελλόχευε. Το ότι εκείνη την εποχή ήμουν «μεταξύ σχέσεων» προσέδιδε ακόμα μεγαλύτερη γαλήνη στο καλοκαίρι εκείνο. Όσο το σκέφτομαι, η λιτή του ομορφιά ήταν ο λόγος που φύτεψε μέσα μου η απόφαση να επιστρέψω μόνιμα.

 

Nινέττα Γιακιντζή

Στην Ούμπρια και την Τοσκάνη


Πριν από δυο καλοκαίρια αποφασίσαμε να θυσιάσουμε τα μπάνια και το μαύρισμα σε κάποιο ελληνικό νησί και να γυρίσουμε την Ούμπρια και την Τοσκάνη. Αν αρχίσω, λοιπόν, τώρα να γράφω για το πανέμορφο και λατρεμένο Gubbio, το φαγητό της Ρίτας, τον Gabrio, τον χορό του χασάπη, το τελεφερίκ για το Sant' Ubaldo, το wine bar στην Assisi, τις βόλτες μέχρι πόνου στη Siena, τους πύργους στο San Gimignano (δεν έχει και κάτι άλλο, άλλωστε!), την «για κανέναν λόγο να επισκεφτείς» Πίζα, τη θέα στη Volterra, ένα βράδυ γεμάτο γέλια στη Φλωρεντία κι άλλο ένα με πρωταγωνίστρια μια bistecca fiorentina και πολύ κλάμα, τρεις άνθρωποι μόνο θα καταλάβουν.... Όπως σε όλα τα ταξίδια, όσο και να περιγράφεις πώς πέρασες, δεν έχει κανένα νόημα για όποιον δεν ήταν εκεί.

 

ΤΟ ΑΡΘΡΟ ΑΥΤΟ ΔΗΜΟΣΙΕΥΤΗΚΕ ΓΙΑ ΠΡΩΤΗ ΦΟΡΑ ΣΤΙΣ 24.7.2014

Ταξίδια
0

ΔΕΙΤΕ ΑΚΟΜΑ

Στις Ροβιές κάθε μέρα τελειώνει με ένα υπέροχο ηλιοβασίλεμα

Γειτονιές της Ελλάδας / Στις Ροβιές κάθε μέρα τελειώνει με ένα υπέροχο ηλιοβασίλεμα

Ο Άκης Φράγκος κατάφερε να κάνει το πάθος του επάγγελμα και να ζει από τις καταδύσεις, έχοντας γεννηθεί, μεγαλώσει και συνεχίζοντας να μένει στο ίδιο χωριό της Βόρειας Εύβοιας.
ΔΗΜΗΤΡΗΣ ΚΥΡΙΑΖΗΣ
Η Ρούλα Αντωνίου άφησε τις πόλεις για την Καλλονή, ένα μικρό χωριό στα Τζουμέρκα, εκεί που η ψυχή ανασαίνει ελεύθερα.

Γειτονιές της Ελλάδας / «Στα Τζουμέρκα η ψυχή ανασαίνει ελεύθερα»

Μέλος μιας κοινωνικής συνεταιριστικής επιχείρησης που δραστηριοποιείται στη φιλοξενία, την εστίαση, τη μελισσοκομία και την αγροτική παραγωγή, η Ρούλα Αντωνίου υποστηρίζει πως η ζωή στο χωριό μπορεί να είναι εξίσου γεμάτη, όπως και στην πόλη, αλλά με περισσότερο νόημα.
ΔΗΜΗΤΡΗΣ ΚΥΡΙΑΖΗΣ
Στο Μπουράνο μασουλώντας μπουσολάι

Nothing Days / Δαντέλες, μπισκότα, ανεξέλεγκτος τουρισμός: Μια βόλτα στο πολύχρωμο Μπουράνο

Το νησί της Βενετίας, που κάποτε ήταν ένα ψαροχώρι και κέντρο της τοπικής δαντελοποιίας, βρίσκεται στο έλεος του υπερτουρισμού, κινδυνεύοντας να χάσει τον χαρακτήρα και τους κατοίκους του.  
M. HULOT
Χίβα: Αναζητώντας τους Δρόμους του Μεταξιού

Ταξίδια / Ένα ταξίδι στο Ουζμπεκιστάν των παλατιών και των ερειπωμένων προμαχώνων

Οι έμποροι τρώνε γίδα βραστή για πρωινό, οι γυναίκες μοιάζουν με μικρά ουράνια τόξα, ενώ τιρκουάζ τρούλοι υψώνονται προς τον ουρανό. Εκεί, απ' όπου κάποτε περνούσε ο Δρόμος του Μεταξιού, η ζωή κυλάει ήσυχα.
ΣΤΕΛΙΟΣ ΒΑΡΒΑΡΕΣΟΣ
Ταξίδι στην Οξφόρδη, στην πόλη που έχει μόνο νέους

Ταξίδια / Ένα τριήμερο στην Οξφόρδη των βιβλιοθηκών και του φοιτητόκοσμου

Μια ξενάγηση στην παλαιότερη πανεπιστημιούπολη της Αγγλίας, εκεί όπου ο Τόλκιν έγραψε τον «Άρχοντα των Δαχτυλιδιών» αλλά και στις τοποθεσίες όπου γυρίστηκαν οι ταινίες του Χάρι Πότερ.
ΓΙΑΝΝΗΣ ΠΑΝΤΑΖΟΠΟΥΛΟΣ
«Η Ζίτσα είναι το τέλειο μέρος για να χτίσεις μια γεμάτη ζωή»

Γειτονιές της Ελλάδας / «Η Ζίτσα είναι το τέλειο μέρος για να χτίσεις μια γεμάτη ζωή»

Ο Κώστας δεν έφυγε ποτέ από τη Ζίτσα, ενώ η Άννα άφησε τη δικηγορία και τη Νέα Υόρκη για να ζήσουν μαζί εκεί, να δουλεύουν τον φούρνο του χωριού, να κάνουν workshops και να φιλοξενούν συναυλίες στη φάρμα τους.
ΔΗΜΗΤΡΗΣ ΚΥΡΙΑΖΗΣ
Ο Πέτρος Κέλλας βρήκε τον παράδεισό του στο Περιβόλι Γρεβενών

Γειτονιές της Ελλάδας / Ο Πέτρος βρήκε τον παράδεισό του σε ένα από τα μεγαλύτερα Βλαχοχώρια

Μαζί με τη σύζυγό του μετακόμισαν στην καρδιά της Βάλια Κάλντα, στο Περιβόλι Γρεβενών, που τον χειμώνα μετρά μόλις δέκα μόνιμους κατοίκους – και δεν το μετανιώνουν.
ΔΗΜΗΤΡΗΣ ΚΥΡΙΑΖΗΣ
Το Μπουλούκι, ένα περιοδεύον εργαστήριο για τις παραδοσιακές τεχνικές δόμησης, βάζει το δικό του -σημαντικό- λιθαράκι στη διατήρηση της μνήμης και της ζωής στην ορεινή Ήπειρο

Γειτονιές της Ελλάδας / Δύο νέοι αρχιτέκτονες ανακατασκεύασαν τη στέγη ενός σχολείου στα Τζουμέρκα

Το Μπουλούκι, ένα περιοδεύον εργαστήριο για τις παραδοσιακές τεχνικές δόμησης, βάζει το δικό του -σημαντικό- λιθαράκι στη διατήρηση της μνήμης και της ζωής στην ορεινή Ήπειρο.
ΔΗΜΗΤΡΗΣ ΚΥΡΙΑΖΗΣ