Τα οδικά ταξίδια στην Ευρώπη έχουν υπέρ και κατά: βλέπεις πολλά και διάφορα μέρη, αλλά κουράζεσαι κάπως παραπάνω∙ έχεις μεγαλύτερη ευελιξία, αλλά πρέπει να είσαι οργανωμένος∙ χρειάζεσαι περισσότερες ημέρες −μιας και δεν πας… πετώντας−, αλλά όχι περισσότερα χρήματα – ευτυχώς.
Το ζήτημα είναι πως, όταν ξεκινήσεις να τριγυρίζεις με το δικό σου αυτοκίνητο από χώρα σε χώρα, εθίζεσαι. Κάπως έτσι την πατήσαμε και –λαμβάνοντας υπόψη και τη δυσανεξία του Τάσου στα αεροπλάνα− τα καλοκαίρια παίρνουμε οικογενειακώς, όποτε το επιτρέπει η τσέπη μας, τους δρόμους.
Αυτήν τη φορά το πρόγραμμα είχε Προβηγκία και Νίκαια, από εκεί όμως δεν επιστρέφεις στην Αγκόνα μονορούφι. Αποφασίσαμε λοιπόν να μείνουμε δυο νύχτες σε μια πλευρά της Τοσκάνης την οποία δεν γνωρίζαμε καθόλου, αφού κατά το παρελθόν είχαμε επισκεφθεί μόνο τους πολυδιαφημισμένους προορισμούς της – τα SOS.
Η Κορτόνα είναι από τις παλαιότερες πόλεις τις Τοσκάνης και μία από τις πόλεις της Ετρουσκικής Δωδεκάπολης, μιας συνομοσπονδίας ανάλογης με αυτές που είχαν δημιουργήσει οι ελληνικές πόλεις-κράτη.
Το ορμητήριό μας ήταν ένα απολύτως άσημο χωριό, η Λατερίνα, όπου είχαμε κλείσει ένα ολόκληρο, δίπατο παρακαλώ, μεσαιωνικό σπίτι, για το οποίο πληρώναμε το ιλιγγιώδες ποσό των 46 ευρώ τη βραδιά με πρωινό. Αφού της αφιερώσαμε λίγο χρόνο, καθώς −όπως φαίνεται− πουθενά στην Τοσκάνη δεν μένεις παραπονεμένος, ξεκινήσαμε για το Αρέτσο.
Αρέτσο
Το Αρέτσο νομίζω ότι είναι το πιο γνωστό από τα μέρη που επισκεφθήκαμε αυτήν τη φορά∙ τουλάχιστον, ήταν το μόνο που εγώ είχα ξανακούσει. Πρόκειται για μία από τις αρχαιότερες ιταλικές πόλεις, ενώ στα τέλη του 11ου αιώνα ιδρύθηκε εδώ ένα από τα πρώτα πανεπιστήμια στον κόσμο. Το Αρέτσο επέλεξε και η παντρεμένη με ντόπιο Μιούτσια Πράντα ως έδρα του «πράσινου» εργοστασίου της, που σχεδίασε ο Ιταλός αρχιτέκτονας Γκουίντο Κανάλι.
Η αλήθεια είναι ότι οι περισσότεροι ξέρουν πώς μοιάζει η πόλη, ακόμα κι αν αγνοούν το όνομά της, καθώς εκεί γυρίστηκε η δημοφιλής ταινία του Ρομπέρτο Μπενίνι «Η ζωή είναι ωραία». Ο γεννημένος στην ευρύτερη περιοχή σκηνοθέτης έστρεψε την κάμερά του κυρίως στην ιδιαίτερα κατηφορική Πιάτσα Γκράντε, εκεί όπου κατευθυνθήκαμε εξαρχής για ένα ποτήρι δροσερό κρασί με τα απαραίτητα antipasti – εξαιρετικά ντόπια τυριά και αλλαντικά.
Στην πιάτσα δεσπόζει ένα έργο του φημισμένου Αρετίνου −ναι, έτσι ονομάζεται ο κάτοικος του Αρέτσο− ζωγράφου, αρχιτέκτονα, συγγραφέα και ιστορικού Τζόρτζιο Βαζάρι: η Στοά Βαζάρι, όπου και δίνονται ηρωικές μάχες για την εξασφάλιση ενός τραπεζιού με θέα στην εντυπωσιακή πλατεία, την ωραιότερη, κατά πολλούς, της Τοσκάνης.
Χωρίς να κουνηθείτε από τη θέση σας, μπορείτε να χαζέψετε το Palazzo della Fraternita dei Laici, με το εν λειτουργία αστρονομικό ρολόι του 1552, μοναδικό στην Ιταλία για το μέγεθος και την πολυπλοκότητά του. Με… λίγο περισσότερο περπάτημα, το σπίτι του Βαζάρι, το σπίτι του Πετράρχη −Αρετίνος κι αυτός− και το Φρούριο των Μεδίκων είναι κάποια ακόμα από τα αξιοθέατα.
Αν βρεθείτε στην Πιάτσα Γκράντε την πρώτη Κυριακή του μήνα, τότε θα πέσετε πάνω στη μηνιαία υπαίθρια αγορά αντίκας, που σε μέγεθος δεν θυμίζει σε τίποτα αυτό που έχετε στο μυαλό σας: τουλάχιστον 500 πάγκοι γεμάτοι πάσης φύσεως παλαιά αντικείμενα και χιλιάδες επίδοξοι αγοραστές πλημμυρίζουν την πόλη. Τώρα που το σκέφτομαι, ίσως είναι καλύτερα να πάτε μια άλλη μέρα.
Σήμερα το Αρέτσο φημίζεται για τα χρυσά κοσμήματα που παράγει, ενώ συρρέουν σε αυτό άνθρωποι απ’ όλο τον κόσμο για να επισκεφθούν τη Βασιλική του Αγίου Φραγκίσκου. Η πρόσοψη του ναού του 1320 μπορεί να μην ολοκληρώθηκε ποτέ, αυτό όμως δεν έχει καμιά σημασία: οι νωπογραφίες του Ιταλού ζωγράφου της πρώιμης Αναγέννησης Πιέρο ντελα Φραντσέσκα (1412-1492) στο παρεκκλήσι Bacci είναι αριστουργηματικές, γι’ αυτό φροντίστε να έχετε κάνει κράτηση εισιτηρίων.
Ανγκιάρι
Στο Ανγκιάρι φτάσαμε σούρουπο και αφήσαμε το αυτοκίνητο στο δημοτικό πάρκινγκ έξω από το ιστορικό κέντρο. Ακολουθώντας τους… μπροστινούς μας, βρεθήκαμε σε μια τεράστια κατηφόρα με μεγάλη κλίση, στη θέα της οποίας άρχισα τη γκρίνια: πώς θα ανεβούμε μετά, είμαι ξεθεωμένη, μήπως παρκάραμε σε λάθος σημείο και άλλα τέτοια όμορφα.
Ο Τάσος άρχισε να ξεδιπλώνει τα δικά του επιχειρήματα: το Ανγκιάρι είναι από τα ωραιότερα περιτειχισμένα μεσαιωνικά χωριά και επιπλέον θα πάμε να φάμε σε μια εξαιρετική πιτσαρία. Ο Άλκης, από την άλλη, δεν πτοούνταν από την κατηφόρα, ήθελε οπωσδήποτε να δει το χωριό, γιατί το ήξερε. Το ήξερε. Το Ανγκιάρι!
Εδώ λοιπόν είχε γίνει κατά τη διάρκεια της σύγκρουσης στη Λομβαρδία η Μάχη του Ανγκιάρι, στις 29 Ιουνίου 1440, μεταξύ των στρατευμάτων του Μιλάνου και της Δημοκρατίας της Φλωρεντίας, με τη Φλωρεντία να στέφεται νικήτρια της αναμέτρησης.
Γι’ αυτήν τη… σπουδαία μάχη ο Μακιαβέλι είχε σχολιάσει με αρκετά δηλητηριώδη διάθεση: «Και σε μια τόσο μακρά αντιπαράθεση, που διήρκεσε είκοσι τέσσερις ώρες, δεν πέθανε παρά ένας άνθρωπος, όχι από ένα γενναίο πολεμικό κατόρθωμα αλλά λόγω πτώσης από το άλογο».
Μ’ αυτά και μ’ αυτά, αποφάσισα να κάνω ένα κουράγιο και να κουτρουβαλήσω τα φαρδιά σκαλάκια-πεζοδρόμιο. Κατόπιν συμφωνίας κατευθυνθήκαμε στην κεντρική πλατεία προς αναζήτηση τροφής, γιατί δεν με κρατούσαν τα πόδια μου, και προλάβαμε το τελευταίο τραπέζι, σοβαρή ένδειξη ότι θα φάμε πολύ καλή πίτσα, όπερ και εγένετο. Η βόλτα που ακολούθησε απέδειξε ότι το αγροτικό, φιλήσυχο χωριουδάκι ήταν ατμοσφαιρικότατο και άξιζε το λαχάνιασμα της επιστροφής.
Κάτι που επίσης αξίζει να αναφερθεί είναι τα απόνερα της σύγκρουσης των δύο στρατών: η Φλωρεντία ανέθεσε στον Λεονάρντο Ντα Βίντσι να φτιάξει μια τοιχογραφία στο Παλάτσο Βέκιο με θέμα την περίφημη μάχη. Κάμποσα σχετικά σκίτσα έχουν σωθεί, όπως και ένα έργο του Ρούμπενς που φαίνεται να βασίζεται σε αυτά. Το πρωτότυπο έργο, ωστόσο, αγνοείται εδώ και αιώνες.
Ομάδα ερευνητών θεώρησε ότι το εντόπισε σε έναν κρυφό εσωτερικό τοίχο στο Παλάτσο Βέκιο πίσω από μια τοιχογραφία του Βαζάρι, τελικά όμως, σύμφωνα με νεότερες ανακοινώσεις, φαίνεται ότι η αλήθεια είναι πιο πεζή: το έργο δεν υλοποιήθηκε ποτέ, επειδή η προετοιμασία του τοίχου δεν έγινε σωστά, καθιστώντας τον ακατάλληλο για ζωγραφική.
Κορτόνα
Το να βρεις να παρκάρεις στην Κορτόνα μια καλοκαιρινή μέρα είναι σοβαρή πρόκληση. Μπορεί εγώ να μην την ήξερα, την ήξεραν όμως πολλοί, πάρα πολλοί άλλοι. Χρειάστηκε μπόλικη τύχη και μια ευγενική τροχονόμος, αλλά τελικά η αποστολή εξετελέσθη με επιτυχία.
Η Κορτόνα είναι από τις παλαιότερες πόλεις τις Τοσκάνης και μία από τις πόλεις της Ετρουσκικής Δωδεκάπολης, μιας συνομοσπονδίας ανάλογης με αυτές που είχαν δημιουργήσει οι ελληνικές πόλεις-κράτη.
Σκαρφαλωμένη σε λόφο, αγκαλιασμένη από ετρουσκικά και ρωμαϊκά τείχη, απέκτησε μεγάλη ισχύ κατά τη διάρκεια του Μεσαίωνα, και τον 15ο αιώνα έγινε τμήμα της Φλωρεντινής Δημοκρατίας. Σήμερα, εκτός από την ομορφιά της, φημίζεται και για τα βοοειδή Chianina που παράγονται στην περιοχή και μαγειρεύονται παραδοσιακά −και εξαιρετικά− στις τρατορίες της.
Το ετρουσκικό παρελθόν της πόλης ξεδιπλώνεται στο μουσείο που στεγάζεται στο Palazzo Casali, ένα από τα παλιότερα κτίρια της πόλης. Δεν θα δυσκολευτείτε να το εντοπίσετε, καθώς βρίσκεται στην Piazza Signorelli, την ωραιότατη κεντρική πλατεία της Κορτόνας, δίπλα στην οποία βρίσκεται… άλλη μία πλατεία.
Αφού περπατήσαμε στα λαβυρινθώδη μεσαιωνικά δρομάκια με τα υπέροχα κτίσματα και επισκεφθήκαμε τον ναό της πολιούχου Αγίας Μαργαρίτας με την προνομιακή, μιας και βρίσκεται στο ψηλότερο σημείο του λόφου, θέα, υποκύψαμε στη γοητεία των διάσημων κεραμικών της πόλης με τα χαρακτηριστικά ηλιοτρόπια. Τέλος, απολαύσαμε από ένα κοκτέιλ −πού αλλού− στην Piazza Signorelli.
Καστιλιόν Φιορεντίνο
Επιστρέφοντας στη βάση μας αργά το απόγευμα της δεύτερης μέρας, αποφασίσαμε να σταματήσουμε σε ένα τελευταίο χωριό, το Καστιλιόν Φιορεντίνο. Το είχαμε εντοπίσει οχυρωμένο πάνω σε ένα ύψωμα, όταν διασχίζαμε τον δρόμο που ενώνει το Αρέτσο με την Κορτόνα, και μας είχε φανεί πανέμορφο.
Πλησιάζοντας, καταλάβαμε ότι είχαμε πέσει πάνω σε μια μεγάλη γιορτή: μια έκθεση με αυτοκίνητα-αντίκες ήταν σε εξέλιξη, με τα αυτοκίνητα να βρίσκονται διάσπαρτα ακόμα και μέσα στα γραφικά πλακόστρωτα του μεσαιωνικού οικισμού.
Παντού ακούγονταν μουσικές, καλλιτέχνες του δρόμου εντυπωσίαζαν μικρούς και μεγάλους, πολύχρωμα σημαιάκια ανέμιζαν στα πέτρινα κτίρια και όλοι περπατούσαν μασουλώντας διάφορα, με τα παγωτά να κυριαρχούν.
Δεν αργήσαμε να εντοπίσουμε το καλύτερο σημείο για να αράξουμε: μια μεγάλη πλατεία με αψιδωτά ανοίγματα που έβλεπαν προς τον κάμπο, στο κέντρο της οποίας έπαιζε μια καλοκουρδισμένη τζαζ μπάντα. Καθίσαμε σε ένα από τα τραπεζάκια που ήταν απλωμένα κάτω από μια λότζια, παραγγείλαμε spritz και tramezzini και περάσαμε ένα από τα ωραιότερα βράδια μας στην Ιταλία ever.