Οι ρίζες του ελληνικού φανταστικού είναι πολύ παλιές και πολύ πιο βαθιές στην ελληνική παράδοση απ' ό,τι... μπορείς να φανταστείς. Με αφορμή το 1ο ΦantastiCon, που διοργανώνεται στην Ελληνοαμερικανική Ένωση στις 3 και 4 Οκτωβρίου, ζητήσαμε από τον Ελευθέριο Κεραμίδα, συγγραφέα του πιο πετυχημένου ελληνικού fantasy, Κοράκι σε άλικο φόντο, να μας διηγηθεί εν συντομία την ιστορία του:
«Αν και τον 19ο αιώνα oι Έλληνες συγγραφείς έπαιρναν κατά κόρον αγγλικά ή γαλλικά βιβλία και τα προσάρμοζαν στα ελληνικά δεδομένα, καμία από τις επιλογές τους δεν ανήκε στο σύγχρονο φανταστικό που διαμορφωνόταν την ίδια περίοδο. Κάποιοι λίγοι (Πιτζιπίος, Λασκαράτος) εμπνεύστηκαν από κείμενα του Διαφωτισμού, στα οποία το παράδοξο αποτελούσε αλληγορική ευκαιρία για κοινωνική σάτιρα. Μετρημένες στα δάχτυλα και δίχως συνέχεια οι εξαιρέσεις απ' αυτή την πεπατημένη (π.χ. Θανάσης Βάγιας του Αριστοτέλη Βαλαωρίτη).
Τα τελευταία τριάντα χρόνια εμφανίστηκαν στη χώρα μας για το φανταστικό: δεκάδες συγγραφείς, περιοδικά, φανζίν, σύλλογοι και λέσχες, διαδικτυακές σελίδες και κοινότητες, λογοτεχνικοί διαγωνισμοί, βραβεία, φεστιβάλ και εκδηλώσεις.
Στις αρχές του 20ού αιώνα διαμορφώθηκε αμιγώς ελληνική λογοτεχνία. Οι συγγραφείς, όμως, αποστασιοποιήθηκαν από τις αναφορές στην τεχνολογία (θεωρούσαν πως έρχεται από το εξωτερικό) και το υπερφυσικό (το ταύτιζαν με τις προλήψεις και την οπισθοδρόμηση). Το φανταστικό στοιχείο σπάνια τρύπωνε στο έργο τους, μεταμφιεσμένο σε λαογραφία (Παπαδιαμάντης) ή ως αφορμή για ψυχογραφία (Ξενόπουλος).
Τον Μεσοπόλεμο και ως την Κατοχή γράφτηκαν μερικά βιβλία του φανταστικού από δημοφιλείς συγγραφείς (π.χ. Κόντογλου - Πέδρο Καζάς, Βουτυράς - Από τη Γη στον Άρη, Καραγάτσης - Το χαμένο νησί), τα οποία μόλις τη δεκαετία που διανύουμε επανεκτιμήθηκαν. Την εποχή τους, κοινό και κριτική τα χαρακτήρισαν παιδικά ή ελαφρά αναγνώσματα, χωρίς περιεχόμενο.
Την ίδια περίοδο τα ληστρικά και περιπετειώδη μυθιστορήματα που τυπώνονταν σε συνέχειες σε εφημερίδες ή φυλλάδια (όπως ο "Τσακιτζής" και ο "Χρυσός Κουρσάρος") ήταν γεμάτα τεχνολογικά και μαγικά ευρήματα, αντιγράφοντας τα ξένα pulp. Η παράδοση αυτή συνεχίστηκε μέχρι σχετικά πρόσφατα, με τον "Μικρό Ήρωα" και τον "Αόρατο Καπετάνιο" του τηλεοπτικού Καραγκιόζη, αλλά το φανταστικό στοιχείο αποτελούσε αλατοπίπερο για να καλύπτεται η έλλειψη πρωτοτυπίας σε κάθε άλλο τομέα αυτών των κειμένων.
Αμέσως μετά τον Β' Παγκόσμιο η Επιστημονική Φαντασία (Ε.Φ.) μεσουράνησε στον δυτικό κόσμο, διχασμένη ανάμεσα στον φόβο των πυρηνικών και την αισιοδοξία της εξερεύνησης του Διαστήματος. Στην Ελλάδα, επικράτησε κι ένα άλλο δίλημμα: μήπως έπρεπε να γράφουν οι Έλληνες συγγραφείς με «αλλοδαπό» ψευδώνυμο (όπως ο Graham W. Still-Γιώργος Β. Παπαδόπουλος); Κάποιοι το θεώρησαν αναπόφευκτο, αφού στα "ξενόφερτα" είδη (αστυνομικό κ.λπ.) το κοινό δεν τους θεωρούσε ισάξιους με τους μεταφρασμένους από το εξωτερικό συναδέλφους τους. Σήμερα φαντάζει αστεία αυτή η πλαστοπροσωπία και αρκεί μια απλή αναζήτηση στο Διαδίκτυο για να αποκαλυφθεί. Κι όμως, συμβαίνει ακόμη καμιά φορά – μάλλον επειδή παραμένει αρνητικό το ελληνικό κοινό. Την ίδια περίοδο, πάντως, εμφανίστηκαν και οι πρώτες Ελληνίδες συγγραφείς φαντασίας (όπως η Βιργινία Ζάννα), αποφασισμένες να γράψουν παιδικά και νεανικά έργα λιγότερο αφελή από εκείνα του Μεσοπολέμου.
Έλληνες σκηνοθέτες και παραγωγοί άρχισαν από το '75 και μετά να συνειδητοποιούν πως φανταστικός κινηματογράφος δεν σημαίνει απαραίτητα εφέ και ακριβές κατασκευές αλλά ατμόσφαιρα και ιδέες.
Η Μεταπολίτευση αποτέλεσε σημείο καμπής. Η νέα γενιά Ελλήνων συγγραφέων είχε ελεύθερη πρόσβαση σε αγγλόφωνες ταινίες και βιβλία, αλλά δεν δημιουργούσε στη σκιά τους. Ο αντιαμερικανισμός που ήρθε ως αντίδραση στη δικτατορία επέτρεψε στον Διαμαντή Φλωράκη, στον Ανδρέα Ντούπα, στον Μάκη Πανώριο και άλλους να αποστασιοποιηθούν από ξένες επιρροές και να φέρουν στην Ε.Φ. έναν προβληματισμό όχι πολιτικό και επίκαιρο, αλλά υπαρξιακό, διαχρονικό και πανανθρώπινο. Εμφανίστηκαν επίσης τα πρώτα θεατρικά έργα Ε.Φ., κυρίως πολιτικές αλληγορίες, αλλά και τα πρώτα ελληνικά κόμικς. Τα κόμικς ως μέσο έχουν διεθνώς το φανταστικό/φαντασιακό ως κανόνα και τον ρεαλισμό ως εξαίρεση και το ίδιο ίσχυε και ισχύει στην Ελλάδα.
Έλληνες σκηνοθέτες και παραγωγοί άρχισαν από το '75 και μετά να συνειδητοποιούν πως φανταστικός κινηματογράφος δεν σημαίνει απαραίτητα εφέ και ακριβές κατασκευές αλλά ατμόσφαιρα και ιδέες. Λίγο αργότερα, η βιντεοκασέτα διεύρυνε τους ορίζοντες δημιουργών και κοινού, φέρνοντας ταινίες φαντασίας κάθε είδους και καταγωγής, από το κλασικό ως το ακραίο. Χάρη στον κινηματογράφο καθιερώθηκαν και διαδόθηκαν οι όροι "επιστημονική φαντασία" και "τρόμος" (χρησιμοποιήθηκε και ο ξεχασμένος πια όρος "φρίκη" για το gore, ενώ πολλοί μπερδεύουν ακόμα τον τρόμο με το θρίλερ – που δεν περιέχει κατ' ανάγκη φανταστικά στοιχεία. Όσο για το fantasy, δεν υπάρχει μέχρι σήμερα κοινής αποδοχής μετάφραση ή, έστω, γραφή του με ελληνικούς χαρακτήρες).
Το δεύτερο μισό της δεκαετίας του '80 υπήρξε πολύ γόνιμο. Εμφανίστηκαν τα πρώτα εξειδικευμένα βιβλιοπωλεία (Παρά Πέντε, Βαβέλ, Solaris), ήρθαν από το εξωτερικό τα επιτραπέζια παιχνίδια ρόλων, γυρίστηκαν αρκετές ταινίες που ανήκαν σε διάφορες υποκατηγορίες του φανταστικού (π.χ. Υπόγεια Διαδρομή, Πρωινή Περίπολος, Η Σκιάχτρα, Η νύχτα με τη Σιλένα, Μπαλαμός). Έγινε και η πρώτη απόπειρα ανακεφαλαίωσης όσων είχαν προηγηθεί (Ανθολογία ελληνικού φανταστικού διηγήματος, εκδόσεις Αίολος).
Οι δύο επόμενες δεκαετίες έφεραν περισσότερους εξειδικευμένους εκδοτικούς οίκους (Οξύ, Anubis, Φανταστικός Κόσμος, Τρίτωνας, Ars Nocturna, Jemma, Συμπαντικές Διαδρομές), το Διαδίκτυο για πληροφόρηση και επικοινωνία, φτηνές ψηφιακές κάμερες που επέτρεψαν σε νέους δημιουργούς (και αρκετά αργότερα σε ερασιτέχνες, όπως ο Γιάγκος Ραυτόπουλος) να κάνουν ταινίες φαντασίας. Γράφτηκε και το πρώτο ελληνικό βιβλίο fantasy για ενήλικες (Ανθίππη Φιαμού, Λαμπρά φεγγάρια στον ποταμό της λησμονιάς).
Τα χρόνια της κρίσης τα χαρακτηρίζει συρρίκνωση σε όλους τους τομείς, αλλά και επιτυχίες σε εσωτερικό και εξωτερικό, όπως ο χρηματοδοτημένος από το κοινό Αδάμαστος που υιοθετήθηκε από κινηματογραφική εταιρεία διανομής ή η πολύ θετική κριτική της «Guardian» για βιβλίο της Ιωάννας Μπουραζοπούλου που μεταφράστηκε στα αγγλικά. Οι ερασιτέχνες της Αθηναϊκής Λέσχης Επιστημονικής Φαντασίας (ΑΛΕΦ), του φόρουμ sff.gr και του Ελληνικού Συλλόγου Φίλων Τόλκιν-The Prancing Pony έχουν αντέξει για πάνω από δέκα χρόνια. Ελπίζουμε να δούμε και το φεστιβάλ φανταστικού κινηματογράφου SFF-rated να σβήνει φέτος δέκατο κεράκι.
Τα τελευταία τριάντα χρόνια εμφανίστηκαν στη χώρα μας για το φανταστικό: δεκάδες συγγραφείς, περιοδικά ("Nova", "Απαγορευμένος Πλανήτης", "9" της Ελευθεροτυπίας, "Φανταστικά Χρονικά"), φανζίν (Ανδρομέδα, Big Bang, Cyborg), σύλλογοι και λέσχες (Λέσχη Φανταστικού Ιωαννίνων, Ελληνική Λέσχη Star Trek), διαδικτυακές σελίδες και κοινότητες (scifi.gr, alternative factor, GreekFantasyWriters), λογοτεχνικοί διαγωνισμοί (Γ.Γ. Νέας Γενιάς, Metal Invader, Εκδόσεων Οξύ), βραβεία (Ικαρομένιππος, Βραβείο Κοτρώνη, Larry Niven), φεστιβάλ και εκδηλώσεις (Φεστιβάλ Επιστημονικής Φαντασίας Ερμούπολης - ΦΕΦΕ, Όψεις του Φανταστικού).
Τα παραδείγματα είναι ενδεικτικά. Αρκετές περιπτώσεις απ' αυτές και πολλές ακόμη που δεν χωράνε σ' αυτό το κείμενο είναι/ήταν αξιόλογες, αλλά καμία δεν βρήκε ως τώρα την ανταπόκριση που της αξίζει. Ομάδες διαλύθηκαν, θεσμοί δεν άντεξαν στον χρόνο, δημιουργοί έχασαν τη διάθεση να συνεχίσουν, επιχειρηματίες δεν αποκόμισαν αρκετό κέρδος και διέκοψαν τη δραστηριότητά τους. Άλλοι παλεύουν, στα όρια της απογοήτευσης.
Κρίσιμος παράγοντας: η πληροφόρηση. Οι άνθρωποι που θα στήριζαν κάθε προσπάθεια μαθαίνουν πολύ αργά (ή ποτέ) την ύπαρξή της. Δεν βρέθηκε ως τώρα ο συνεκτικός παράγοντας, ένα βήμα που να είναι ανοιχτό σε κάθε δημιουργό και εγχείρημα, γνωστό σε όλο το κοινό και σταθερό στον χρόνο. Το ΦantastiCon φιλοδοξεί να καλύψει αυτό το κενό. Αν το αγκαλιάσουν όλοι όσοι αγαπούν το φανταστικό, ίσως και να τα καταφέρει».