ΥΠΗΡΞΑΝ ΓΙΑ ΠΟΛΛΟΥΣ ΑΙΩΝΕΣ ο φόβος και ο τρόμος των θαλασσών αλλά και των παραλίων, ειδικά σε τόπους και περάσματα όπου υπήρχε οργανωμένη ναυσιπλοϊα, ανεπτυγμένο διά θαλάσσης εμπόριο και μορφολογία που ευνοούσε τη δράση τους όπως πολλά μικρά νησιά, απάνεμοι όρμοι και κόλποι που χρησίμευαν ως ορμητήρια και καταφύγια ταυτόχρονα. Το να κουρσέψουν το πλοίο σου αποτελούσε για μακρά διαστήματα της ιστορίας κάτι τόσο αναμενόμενο όσο το να πέσεις σε τρικυμία, με την πειρατεία να συντηρεί ολόκληρους πληθυσμούς και μαζί ένα ολόκληρο παρεμπόριο αγαθών αλλά και ανθρώπων που πωλούνταν ως δούλοι ή ανταλλάσσονταν με λύτρα.
Η Μεσόγειος και ειδικά το Αιγαίο υπήρξαν από τα προσφιλέστερα πεδία πειρατικής δράσης ήδη από τη μακρινή αρχαιότητα, παράδοση που συνεχίστηκε μέχρι τα τέλη του 19ου αιώνα – εκτεταμένη και πολλές φορές αδιάκριτη ήταν η πειρατεία και στη διάρκεια της Επανάστασης του ’21 οπότε χρησιμοποιήθηκε και ως «όπλο», με τις επιδρομές να φτάνουν μέχρι τις ακτές της Συρίας και της Αιγύπτου. Ο κίνδυνος των Βερβερίνων πειρατών είχε άλλωστε πείσει την Υψηλή Πύλη να επιτρέψει στους Ρωμιούς καραβοκύρηδες να εξοπλίσουν τα εμπορικά τους πλοία που μετέτρεψαν σε πολεμικά στον ξεσηκωμό.
Η Βόρεια Θάλασσα, η Ερυθρά, ο Ινδικός Ωκεανός και η Νότια Κινεζική Θάλασσα είχαν επίσης μεγάλη πειρατική παράδοση, από τον 17ο αιώνα, ωστόσο, με πόλο έλξης τα αμύθητα πλούτη των αποικιών του Νέου Κόσμου, τα σκήπτρα πήρε η Καραϊβική, στα τροπικά νερά της οποίας διαδραματίστηκε ο λεγόμενος χρυσός αιώνας της πειρατείας (1650-1730).
Σε αυτόν εστιάζει η εν λόγω σειρά του Netflix, ένα δραματοποιημένο ντοκιμαντέρ που παρά κάποιες επιμέρους αδυναμίες κρατά αμείωτο το ενδιαφέρον του θεατή με τα κοστούμια και τα σκηνικά να αποδίδουν ικανοποιητικά στο κλίμα της εποχής. Η σειρά που σκηνοθέτησαν οι Σταν Γκρίφιν, Τζάστιν Ρίκετ και Πάτρικ Ντίκινσον με βάση το βιβλίο του Κόλιν Γούνταρντ «Η Δημοκρατία των Πειρατών» είναι εβδομάδες τώρα στα δημοφιλέστερα του συνδρομητικού καναλιού, με τους Ντέρεκ Τζάκομπι, που είναι και ο αφηγητής, Τζέιμς Όλιβερ Γουέλθι, Τομ Πάντλεϊ, Ίβαν Μίλτον και Σαμ Κόλις στους πρωταγωνιστικούς ρόλους.
Η ελευθεροφροσύνη και η αντάρτικη «αύρα», σε συνδυασμό με την αποκοτιά, τη μαχητικότητα, την εφευρετικότητα, το περιπετειώδες πνεύμα και την ηδονοθηρία που τους χαρακτήριζε, επιφύλαξαν στους πειρατές στα νεότερα ιδίως χρόνια μια περίοπτη θέση στη λαϊκή κουλτούρα, χάρη και στην εξιδανικευμένη εικόνα που τους επιδαψίλευσαν μια σειρά συγγραφείς και καλλιτέχνες
Το «Χαμένο Βασίλειο των Πειρατών» του τίτλου αναφέρεται ουσιαστικά σε ένα αμεσοδημοκρατικό εγχείρημα, την Πειρατική Δημοκρατία του Νασάου (1706-1718). Στο μικρό αυτό νησί που σήμερα ανήκει στις Μπαχάμες υλοποιήθηκε ένα πρωτότυπο κοινωνικό πείραμα που στην ακμή του βασιζόταν στις αρχές της άμεσης δημοκρατίας και της ισότητας ανεξαρτήτως φύλου, φυλής, καταγωγής ή θρησκεύματος, δεκαετίες πριν από τη γαλλική και την αμερικανική επανάσταση. Οι καπετάνιοι, οι αξιωματούχοι, ήταν όλοι τους αιρετοί. Όταν καταλάμβαναν ένα πλοίο πρότειναν στο πλήρωμα να τους ακολουθήσει, ενώ το ίδιο έκαναν και με τους Αφρικανούς σκλάβους των δουλεμπορικών, κάτι που ήταν και για εκείνους η καλύτερη δυνατή επιλογή.
Ο «Μαύρος Καίσαρας» ήταν ο γνωστότερος από τους τελευταίους ενώ υπήρξαν και διαβόητες πειρατίνες όπως οι Αν Μπόνι και Μαίρη Ριντ. Ο Σαμ Μπέλαμι ήταν ένας ιδεολόγος πειρατής και στο ίδιο πνεύμα κινούνταν οι Μπέντζαμιν Χόρνιγκολντ και Χένρι Τζένινγκς, συνιδρυτές της «Ιπτάμενης Συμμορίας» και οιωνοί προύχοντες της Πειρατικής Δημοκρατίας του Νασάου.
Πόλος έλξης για κάθε επίδοξο πειρατή, αναπτύχθηκε, αναβάθμισε τον στόλο της κι απέκτησε τεράστια ισχύ, δοκιμάζοντας σκληρά τόσο το τοπικό όσο και το διηπειρωτικό εμπόριο και κατ’ επέκταση τις οικονομίες των Μεγάλων Δυνάμεων της εποχής.
Πολλοί διάσημοι πειρατές πέρασαν από εκεί, ανάμεσά τους οι Κάλικο Τζακ, Στιντ Μπόνετ, Τσαρλς Βέιν και βέβαια ο θρυλικός Μαυρογένης (Έντουαρντ Θατς), ο επεισοδιακός θάνατος του οποίου σηματοδοτεί το τέλος του χρυσού αιώνα της πειρατείας. Εκείνον μάλιστα συναντά αυτοπροσώπως ο Τζακ Σπάροου-Τζόνι Ντεπ στο τελευταίο μέρος της blockbuster τετραλογίας «Οι Πειρατές της Καραϊβικής», αν και ο πραγματικός Μαυρογένης ήταν πολύ πιο αδίστακτος, κυνικός και πανούργος από τον κινηματογραφικό.
Μια ανάλογη πειρατική «ουτοπία» θρυλείται πως ιδρύθηκε την ίδια ιστορική περίοδο στη Μαγαδασκάρη, η Λιμπερτάτια του κάπτεν Μίσιον. Την αναφέρει συχνά και ο Ουίλιαμ Μπάροουζ σε μυθιστορήματά του και παρότι οι περισσότεροι μελετητές αμφιβάλλουν ότι υπήρξε ποτέ, συνέβαλε επίσης να χτιστεί το κομμάτι εκείνο του κουρσάρικου μύθου που θέλει τους πειρατές όχι απλώς σκληροτράχηλα και ανυπότακτα πνεύματα αλλά και πρώιμους κοινωνικούς επαναστάτες που απαλλοτρίωναν τον παραγόμενο από την άγρια εκμετάλλευση των αποικιών, των ιθαγενών και των εισαγόμενων σκλάβων πλούτο των ισχυρών της εποχής ομνύοντας στην ισονομία, την ισοπολιτεία και ένα είδος κοινοκτημοσύνης:
«Να φτιάξουμε μια μαύρη σημαία και να κηρύξουμε πόλεμο ενάντια σε ολόκληρο τον κόσμο!», κάγχαζε ο Έντουαρντ Λο, ένας άλλος ξακουστός πειρατής της Καραϊβικής που πάντως έγινε περιώνυμος για την απληστία και τη βαρβαρότητα παρά για τις ανατρεπτικές του ιδέες.
Αληθεύει, εντούτοις, ότι συνήθως οι πειρατές είτε από πεποίθηση, είτε από υπολογισμό, δεν προέβαιναν σε εθνικές, φυλετικές, θρησκευτικές ή έμφυλες διακρίσεις – η Κινέζα αρχιπειρατίνα Τσινγκ Σι (1775-1844), για παράδειγμα, πρώην ιερόδουλος, είχε στις προσταγές της 1500 πλεούμενα και 60.000 ναύτες!
Η ελευθεροφροσύνη και η αντάρτικη «αύρα», σε συνδυασμό με την αποκοτιά, τη μαχητικότητα, την εφευρετικότητα, το περιπετειώδες πνεύμα και την ηδονοθηρία που τους χαρακτήριζε, επιφύλαξαν στους πειρατές στα νεότερα ιδίως χρόνια μια περίοπτη θέση στη λαϊκή κουλτούρα, χάρη και στην εξιδανικευμένη εικόνα που τους επιδαψίλευσαν μια σειρά συγγραφείς και καλλιτέχνες (ενδεικτικά: Σέξπιρ, Ρόμπερτ Λούις Στίβενσον, Γουϊλιαμ Νταφόε, Ντάνιελ Νταφόε, Σερ Ουόλτερ Σκοτ, Τζέιμς Φένιμορ Κούπερ, Τσαρλς Τζόνσον, Τζ. Μ. Μπάρι).
Μπορεί, έπειτα, οι «ντεσπεράντος της θάλασσας» να χλεύαζαν νόμους κι εξουσίες, είχαν όμως δικούς τους κανόνες και κώδικες τιμής που τηρούσαν πιστά. Πειρατές και κουρσάροι (έτσι λέγονταν όσοι συνεργάζονταν με κυβερνήσεις ή εύπορους ιδιώτες) γίνονταν συνήθως άνθρωποι που δεν είχαν τίποτα πια να χάσουν παρά μόνο να κερδίσουν, έστω κι αν ρίσκαραν την ίδια τους τη ζωή. Γιατί πειρατής δεν γινόσουν επειδή ήσουν γεννημένος τυχοδιώκτης αλλά πολύ συχνά επειδή απλώς δεν είχες άλλο τρόπο επιβίωσης – οι περισσότεροι προέρχονταν από τα κατώτερα κοινωνικά στρώματα, από περιοχές άγονες και φτωχές, πολλοί μάλιστα ήταν πρώην ναυτικοί που είτε είχαν μείνει άνεργοι είτε δεν άντεχαν τις (συχνά πολύ χειρότερες) συνθήκες στα «κανονικά» πλοία.
Κάπως έτσι γιγαντώθηκε η πειρατεία και στην Καραϊβική. Το τέλος του Πολέμου της Ισπανικής Διαδοχής (1714) άφησε χιλιάδες ναυτικούς χωρίς δουλειά και προοπτικές, με συνέπεια πολλοί να επιδοθούν στο μόνο κατείχαν καλά: το κούρσος. Ενώ αρχικά κυνηγούσαν ισπανικές γαλέρες, στο στόχαστρο μπήκε σταδιακά κάθε εμπορικό πλοίο ανεξαρτήτως σημαίας, απογειώνοντας τα κέρδη αλλά συσπειρώνοντας ταυτόχρονα τους εχθρούς τους. Η δράση τους επεκτάθηκε μέχρι τις αφρικανικές ακτές και τον Ινδικό Ωκεανό, ενώ δεν δίσταζαν να χτυπήσουν και οχυρωμένες πόλεις.
Εντέλει οι Βρετανοί που ευνοούσαν την πειρατεία όσο έπληττε τους Ισπανούς και τους λοιπούς ανταγωνιστές τους ήταν που κατέλυσαν με την προσφιλή τους τακτική τού «διαίρει και βασίλευε» την Πειρατική Δημοκρατία του Νασάου, η οποία άλλωστε είχε ήδη παρακμάσει: Η γενική αμνηστία του βασιλιά Γεωργίου Α΄ αποδιοργάνωσε και δίχασε τους πειρατές, με την πλειοψηφία τους να την αποδέχεται. Αποτέλεσμα ο κυβερνήτης των Μπαχαμών Γούντεν Ρότζερς να αποβιβαστεί χωρίς αντίσταση στο νησί το 1718 και με τη συνδρομή του μεταστραφέντος Χόρνιγκολντ να αποκαταστήσει τη βρετανική κυριαρχία.
Η αλήθεια είναι βέβαια πως παρότι αρκετοί εξ αυτών έγιναν σελέμπριτις και λαϊκοί ήρωες, οι περισσότεροι πειρατές κύριο μέλημα είχαν την καλοπέραση και την κονόμα, ορισμένοι μάλιστα, όπως ο Μαυρογένης και ο επίσης διάσημος προκάτοχός του Χένρι Μόργκαν (1635-1688), δεν δίσταζαν να «πουλήσουν» τους ίδιους τους συντρόφους τους. Ο κάπτεν Μόργκαν, όπως νωρίτερα ο περιώνυμος Σερ Φράνσις Ντρέικ (1540-1596) ήταν από τους τυχερούς που όχι μόνο πήραν αμνηστία αλλά τιμήθηκαν με τίτλους και αξιώματα (κυβερνήτης της Τζαμάικας ο πρώτος, υποναύαρχος του αγγλικού στόλου ο δεύτερος).
Όσοι πειρατές δεν συμβιβάστηκαν, είτε σκοτώθηκαν στη μάχη, όπως ο Μαυρογένης, ο Τόμας Τιού και ο πολύς «Μπλακ Μπαρτ» είτε συνελήφθησαν και απαγχονίστηκαν, όπως οι Έντουαρντ Λο και ο Τσαρλς Βέιν. Οι πειρατικοί θησαυροί που είτε κατέληξαν στον βυθό είτε φυλάχτηκαν κάπου δίχως ο «απαλλοτριωτής» τους να τους ξαναδεί ποτέ είναι ένα άλλο συναρπαστικό κεφάλαιο της πειρατικής μυθολογίας, με τους κυνηγούς θησαυρών να αναζητούν ακόμα μυστικούς χάρτες και κρυψώνες.
Από το Whydah Gally π.χ., τη ναυαγισμένη «ναυαρχίδα» του Σαμ Μπέλαμι που ανακαλύφθηκε το 1985, ακόμα ανασύρονται ευρήματα με τη συνολική τους αξία να υπερβαίνει τα 400 εκ. δολάρια ενώ τα συντρίμμια του Queen Anne’s Revenge που έγινε ο τάφος του Μαυρογένη εντοπίστηκαν μόλις το 2012.
Σήμερα οι θάλασσες είναι μακράν ασφαλέστερες όπως και η ναυσιπλοϊα, η πειρατεία εντούτοις ασκείται ακόμα σε περιοχές όπως το Κέρας της Αφρικής, ο Κόλπος της Γουϊνέας και τα Στενά της Μαλάκκας στην Ινδονησία. Οι μοντέρνοι πειρατές μπορεί να μη διαθέτουν τη δόξα και τη χολιγουντιανή λάμψη των προκατόχων τους ούτε να τους εμπνέει κάποιο ρηξικέλευθο κοινωνικό όραμα, όμως οι αιτίες που τους ωθούν στην παρανομία είναι παρόμοιες: Ανέχεια, ανεργία, έλλειψη πόρων, παρατεταμένη κοινωνικοπολιτική αστάθεια, απουσία εναλλακτικών, σαφώς και η φιλαργυρία που όμως δεν είναι η καθαυτή γενεσιουργός αιτία. Πολλά εμπορικά που παραπλέουν σε τέτοια μέρη μισθώνουν πια ένοπλους φρουρούς και πολεμικά σκάφη πραγματοποιούν περιπολίες.
Εντούτοις ο αντικομφορμισμός, η τόλμη, το ρέμπελο φρόνημα και η joiede vivre κοσμοαντίληψη που συνδέθηκε με τους πειρατές εξακολουθούν να συγκινούν, όπως επιβεβαιώνει η δημοτικότητα της σειράς του Netflix. Ο δημοφιλής ιστότοπος piratebay.org που παρέχει αρχεία torrent και magnet links προς διευκόλυνση της δωρεάν ανταλλαγής αρχείων –οι Σουηδοί ιδρυτές του είχαν μάλιστα διωχθεί ποινικά για παράβαση του νόμου περί πνευματικών δικαιωμάτων– καθώς επίσης το (νομιμότατο) Κόμμα των Πειρατών που διατηρεί «παραρτήματα» σε πολλές χώρες υπερασπιζόμενο συμμετοχική δημοκρατία, τα πολιτικά δικαιώματα, τις ελεύθερες πατέντες, την ανεμπόδιστη διασπορά της γνώσης και τα δικαιώματα των χρηστών του Ίντερνετ είναι σίγουρα μέρος της πιο συνειδητοποιημένης εκδοχής αυτής της «κληρονομιάς» που άφησε η βραχύβια Πειρατική Δημοκρατία του Νασάου.