Η αξιαγάπητη περίοδος του θερινού ηλιοστάσιου μας προσφέρει δύο παράλληλες εκθέσεις του Διονύση Καβαλλιεράτου. Εκείνην του Οργανισμού Πολιτισμού ΝΕΟΝ, που, σε συνεργασία με το Φεστιβάλ Αθηνών, ανέθεσε στον καλλιτέχνη τη διοργάνωση –στο Ηρώδειο, για φέτος– του δημοφιλούς προγράμματος «Έργο στην Πόλη». Και την έκθεση σχεδίων του με μολύβια και παστέλ, στην γκαλερί Bernier/Εliades, τα οποία, προσθέτουν προεκτάσεις στις γλυπτικές μορφές του Ηρωδείου.
Και οι δύο, άψογες από κάθε άποψη.
Γι' αυτό και θα ήταν άσκοπο να τις συγκρίνει κάποιος. Αν το κάνει, θα είναι σαν να αποσπά από ένα όλον το μισό του. Παρόλ' αυτά, δεν μπορεί και να μη σταθεί στην έκπληξη που προκαλεί η δύναμη της ένταξης των γλυπτών του Καβαλλιεράτου στο Ηρώδειο. Παρά το μάλλον μικρό μέγεθός τους, ο θεατής, όταν τα κοιτάζει από κοντά, στο επίπεδο που βρίσκονται, γρήγορα αποκτά την αίσθηση ότι συγκρατούν κοντά τους, δήθεν ανέμελα, αλλά υποτακτικά, ολόκληρο τον μαρμάρινο όγκο του αρχαίου θεάτρου, ως εάν αυτός τους ανήκε. Και έτσι, σχηματίζεται μια άλλη αντίληψη της γενικής κλίμακας της σύνθεσης, πολύ πιο υποβλητική και καθηλωτική.
Το έργο του Διονύση Καβαλλιεράτου προσφέρει στον θεατή τέρψη και ευθυμία, αποδίδοντας τα σοβαρά αδιέξοδα του σημερινού ανθρώπου ως παρωδία του εαυτού τους – τα αδιέξοδα, που οφείλονται στον οικειοθελή εξαναγκασμό μας να ακολουθούμε τον μονόδρομο που ούτε κατά λάθος δεν θα μας οδηγούσε στην ευτυχία.
Οι παράξενες γλυπτικές φιγούρες που «χορεύουν» ακίνητες στην ορχήστρα του Ηρωδείου και εκείνες των σχεδίων στην γκαλερί Bernier/Εliades είναι «ανθρωπόμορφες», με την έννοια ότι διακρίνονται κεφαλή, σώμα, άνω και κάτω άκρα, όπως αυτά προκύπτουν από ολίγον εφιαλτικές συγκολλήσεις αντικειμένων.
Επιπλέον, η στάση του σώματος όλων τους και η κίνηση που αυτή αποδίδει, συναισθητικά οδηγεί τον θεατή στην ιθυφαλλική σιλουέτα του περίφημου μπρούτζινου αγαλματιδίου του Σειλινού, στο Εθνικό Αρχαιολογικό Μουσείο, που στηρίζεται στο ένα πόδι, κρατώντας το άλλο λίγο ανασηκωμένο με ένα κάποιο σκέρτσο και με τα χέρια ελαφρώς υψωμένα και λυγισμένα στους αγκώνες και τις παλάμες να ατενίζουν τον ουρανό. Φυσικά, παραπέμπει και σε όλες τις αναπαραστάσεις «ορχούμενων κωμαστών», δηλαδή, των μισομεθυσμένων χορευτών στο τελετουργικό των διονυσιακών εορτών, από το οποίο κατάγεται η κωμωδία και οι οποίοι απεικονίζονται πάντα σε αυτήν τη χορευτική πόζα.
Οι «σταμνούλες» (εμπνευσμένες μάλλον από τη μακρά παράδοση άγαρμπων τουριστικών σουβενίρ), ο «κολοκυθάκης» (που μάλλον τον έχει «φάει» η ορθοβιωτική νεύρωση για bio και μόνο bio), ο «αρχιτεκτονικούλης» (που η τέχνη του είναι και οι παρωπίδες του, που φιλτράρουν το σύνολο των εξωτερικών ερεθισμάτων που προσλαμβάνει), ο (χαμένος στην κατοχυρωμένη χλιδή) «πισινούλης» και όλα τα υπόλοιπα γλυπτά με τους τόσο διασκεδαστικούς και αποκαλυπτικούς τίτλους, μαζί τους και μια «καρτουνίστικη» εκδοχή της αιγυπτιακής Μεγάλης Σφίγγας (μάλλον ως εκπρόσωπος του αρχαίου πολιτισμού που διατίθεται πλέον και ως καταναλωτικό προϊόν), επιδίδονται με ολοκληρωτική αφοσίωση στο να κάνουν όσο το δυνατόν πιο εκφραστικό και παθιασμένο αυτό τον απεγνωσμένο χορό.
Ανάμεσα τους «τρυπώνει» σαρκαστική και ανελέητη η φιγούρα του θανάτου, συμμετέχοντας στον απονενοημένο οίστρο της όμορφης αυτής συντροφιάς, η οποία, μέσω των αλληγοριών, απαρτίζεται από την γενικευμένη σύγχυση, την μπουρζουά και μποέμ μπουρζουά αντίληψη του εαυτού, την «καταναλωτική μανία» για διάκριση και αναγνώριση, μια σκοτεινή αποικιοκρατικής καταγωγής επιθετικότητα και άλλα επίκτητα ή κληρονομημένα ηδονιστικά παθήματα, τα οποία συνεργούν ώστε να γίνεται η πραγματικότητα που βιώνουμε παραβατική της κοινής λογικής και με πλήρη εκτροπή της προς το πεδίο της αήθειας.
Μία συνθήκη που είναι βέβαιο ότι κάνει «αμφίβολη» κάθε ανθρώπινη τραγωδία, προκρίνοντας τη ροπή της προς το σατυρικό δράμα, το οποίο κατά κάποιο τρόπο είναι φυσικό να κυριαρχεί στο ρεπερτόριο της εποχής μας, όπου το δραματικό στοιχείο «πατινάρει», για να το περιγράψουμε με έναν απλό τεχνικό όρο, που είναι πολύ πιο πρόσφορος για να ερμηνεύσει τους αμήχανους και μαλθακούς αυτοσχεδιασμούς της ύπαρξης, προκειμένου να καταφέρνει να επιβιώνει. Επιπλέον, το «πατινάρισμα» κάθε σύγχρονου δράματος υπογραμμίζει τη διάλυση, την ευτέλεια και την ασημαντότητα που επιβάλλει η κοινωνικο-πολιτισμική παρακμή που βιώνουμε σε παγκόσμιο επίπεδο.
Το έργο του Διονύση Καβαλλιεράτου προσφέρει στον θεατή τέρψη και ευθυμία, αποδίδοντας τα σοβαρά αδιέξοδα του σημερινού ανθρώπου ως παρωδία του εαυτού τους – τα αδιέξοδα, που οφείλονται στον οικειοθελή εξαναγκασμό μας να ακολουθούμε τον μονόδρομο που ούτε κατά λάθος δεν θα μας οδηγούσε στην ευτυχία.
Τέλος, θα ήταν μεγάλη παράλειψη να μην τονιστεί ότι τα κεραμικά έργα του Καβαλλιεράτου είναι απαράμιλλης τεχνικής αρτιότητας. Τα τελευταία χρόνια με την αναζωπύρωση του ενδιαφέροντος των καλλιτεχνών για την κεραμική, η οποία δίνει μια πολύ ικανοποιητική απάντηση στο γενικευμένο αίτημα για υλικότητα στη σύγχρονη τέχνη, δεν έχουν παρουσιαστεί στην Αθήνα άλλα κεραμικά Ελλήνων εικαστικών που να μπορούν να επιδείξουν τέτοιο επίπεδο κατασκευαστικής τελειότητας και τιθάσευσης του υλικού. Ακριβώς ανάλογη βέβαια είναι και η ποιότητα των σχεδίων του. Πρόκειται για τη δουλειά ενός μετρ.
Διονύσης Καβαλλιεράτος - Αποπροσανατολισμένος χορός / Παραπλανημένος πλανήτης
5/6/-3/7
Ωδείο Ηρώδου του Αττικού
Τρ.-Κυρ. 17:00-20:30, Δευ. κλειστά
Διονύσης Καβαλλιεράτος - Chorus/Χορός
Γκαλερί Bernier-Eliades (Επταχάλκου 11, Θησείο)
18/6-18/7
Τρ.-Σάβ. 12:00-21:00
To άρθρο δημοσιεύθηκε στην έντυπη LiFO.