Στην ατομική του έκθεση «The Seekers» στην γκαλερί Crux ο Ανέστης Ιωάννου συνδέει τη μελέτη των κοστουμιών και των σκηνικών του Γιάννη Τσαρούχη για τους «Όρνιθες» του Αριστοφάνη, σε σκηνοθεσία Κάρολου Κουν (1959), με τις «Τρωάδες» που σκηνοθέτησε ο Τσαρούχης σε υπαίθριο χώρο στάθμευσης στην οδό Καπλανών το 1977, αναζητώντας στις αλληγορικές προεκτάσεις των έργων μια αντιστοιχία ή μια απάντηση στο σύγχρονο αστικό τραύμα και στην αστική ζωή.
Οι φιγούρες των σύγχρονων Ορνίθων απογειώνονται πάνω σε σανίδες του skate, ο καμβάς είναι τζιν ύφασμα –μία ακόμα σύνδεση με τη street culture–, ενώ η πλατφόρμα της αφήγησης επεκτείνεται, δίνοντας φωνή σε δεύτερους ρόλους πλην των πρωταγωνιστικών, σε αντικείμενα, υλικά και μορφές. Η νεανική ενέργεια που αγκαλιάζει την αστική εμπειρία συνδέεται με τον τρόπο που έχει βιώσει την πόλη ο νεαρός εικαστικός, ο οποίος, όπως οι άνθρωποι της γενιάς του, βρέθηκε μπροστά σε μεγάλες προκλήσεις που σχετίζονται με τη βαρύτητα, την ιδέα ότι δοκιμάζουμε να ξεφύγουμε μέσω της απογείωσης, ότι βρισκόμαστε σε συνεχή κίνηση, κατασκευάζοντας μια ουτοπική πολιτεία.
Για να φτάσω στο εργαστήριό του περνάω από τον φούρνο του παππού του, τη σημερινή οικογενειακή τους επιχείρηση. Η μυρωδιά του φρεσκοψημένου ψωμιού με συνοδεύει ως το μεσοπάτωμα, που έχει κι αυτό μεγάλη ιστορία. Ο Ανέστης εγκαταστάθηκε σε αυτό μετά από μια περιπέτεια με την υγεία του που τον υποχρέωσε σχεδόν να φτιάξει αυτό το πατάρι –με τα χρόνια είχε γεμίσει παλιά πράγματα– και να το κάνει λειτουργικό, ενώ η μόνη θέα που είχε από εκεί ήταν ο ακάλυπτος που έμοιαζε με φαβέλα και στη μέση έχει μια πελώρια μπανανιά που φύτεψε ο παππούς του το ’70 και σήμερα έχει φτάσει στο δεύτερο όροφο.
«Με ενδιαφέρουν οι μηχανισμοί μετάφρασης που χρησιμοποιεί ο Τσαρούχης, ο τρόπος που συνθέτει το παρελθόν, το ιστορικό ή το μυθικό, με το σύγχρονο ή ο τρόπος που αφηγείται καταστάσεις μέσα από τα αντικείμενα και τους χώρους που ζωγραφίζει, προσδίδοντάς τους συχνά μεγαλύτερη αφηγηματική βαρύτητα από τους ίδιους τους πρωταγωνιστές του», λέει.
Πέρασε ένα μεγάλο διάστημα σαν να ήταν σε καραντίνα και μετά ακολούθησε η καραντίνα λόγω κορωνοϊού. Η πρώτη του ατομική έκθεση βασίστηκε ακριβώς σε αυτήν τη σχέση που ανέπτυξε με το μικρό οικοσύστημα που υπήρχε απέναντί του: ένα σύμπαν φτιαγμένο από στοιχεία άλλων ανθρώπων και ζωών, παλιά ή και άχρηστα πράγματα, βαρέλια, ποδήλατα, σίδερα, που τον προκαλούσε να το εξερευνήσει και περιείχε και τα δικά του βιώματα, αφού είχε μεγαλώσει στο ίδιο μέρος, ενώ έμοιαζε με αυτό που έβλεπε και έξω στην πόλη. Την εμπειρία αυτή την περιγράφει ως συμπαγή, ολοκληρωμένη αντίληψη για τα ίχνη που αφήνουμε στον χώρο, τόσο τον ατομικό όσο και αυτόν της πόλης.

Γεννημένος στα Ιλίσια, εκεί όπου κάνουμε τη συνέντευξη, άρχισε να ανακαλύπτει την περιοχή του στο γυμνάσιο. Στο σπίτι δεν υπήρχε κανένα καλλιτεχνικό υπόβαθρο. «Πολλές φορές συζητώ σήμερα τι σημαίνει να έχει η οικογένεια σχέση με την τέχνη. Άλλοι προέρχονται από σπίτια όπου υπήρχε αυτή η σχέση, άλλοι όχι. Νομίζω ότι στην αρχή το ζήλευα αυτό, αλλά κατέληξα ότι αν συνέβαινε αυτό δεν θα είχα ανακαλύψει τόσα πράγματα μόνος μου. Η πορεία ήταν μαγική για μένα και πολύ σημαντική».
Ανήκοντας σε μια γενιά που μεγάλωσε με κόμικς, όταν ήταν παιδί ήθελε να γίνει γραφίστας, αλλά από τα 13-14 ήθελε να γίνει ζωγράφος. Η σχέση του με τη ζωγραφική ξεκίνησε όταν ο μεγαλύτερος αδελφός του πήγε στη σχολή Βακαλό. «Αυτή ήταν η πρώτη μου επαφή με την ιστορία της τέχνης. Θυμάμαι την εντύπωση που μου έκαναν τα έργα του Γκογκέν, του Ματίς και του Πικάσο. Τότε άρχισα να κρατώ σημειώσεις για τα κινήματα της τέχνης. Εμένα, που στο σχολείο ζωγράφιζα όσο πιο τεχνικά και πιστά στο πρωτότυπο μπορούσα, μου έκανε μεγάλη εντύπωση η ελευθερία αυτών των καλλιτεχνών, τη ζήλευα, ήταν κάτι πολύ πιο πνευματικό από μια απεικόνιση. Και όταν είδα Ντισάν άλλαξαν όλα, άρχισα να αναρωτιέμαι γιατί αυτό το έργο είναι σε μουσείο και να ψάχνω τις απαντήσεις. Ο σουρεαλισμός ήταν το κίνημα που με είχε εντυπωσιάσει περισσότερο, είχε στοιχεία ονειρικά, δεν είναι τυχαίος ο αντίκτυπός του ακόμα και σήμερα. Αργότερα με εντυπωσίασε και ο νεο-εξπρεσιονισμός, ο Μπασκιά, όταν πια ήμουν πιο συγκεκριμένος όσον αφορά αυτό που ήθελα να κάνω».
Ενώ οι πολύ υποστηρικτικοί γονείς του προσπαθούσαν να τον πείσουν να σπουδάσει τουλάχιστον Αρχιτεκτονική, για να μπορεί να βιοπορίζεται, τους έπεισε και ξεκίνησε κάπως αργά να κάνει σχέδιο. Δεν πέρασε στην Καλών Τεχνών στην Αθήνα, αλλά στα Γιάννενα, στην τότε Σχολή Πλαστικών Τεχνών και σαν από καλή μοίρα άνοιξε ένας άλλος δρόμος μπροστά του. «Στα Γιάννενα ανακάλυψα ότι ήμουν σε μια καταπληκτική σχολή, στην οποία δεν συνάντησα απλώς παιδιά με διαφορετικό υπόβαθρο και διαφορετικά ενδιαφέροντα. Από εκεί βγήκαν κάποιοι πολύ καλοί καλλιτέχνες που δεν θα είχαν μπει ποτέ στην Καλών Τεχνών, είχαν μια άλλη ελευθερία έκφρασης. Κάναμε Ιστορία της Τέχνης, βλέπαμε περφόρμανς και βίντεο και κατάλαβα ότι όλα αυτά μπορούσαν να γίνουν με άλλο τρόπο. Ότι το βίντεο δεν είναι σινεμά, η περφόρμανς δεν είναι θέατρο, ότι δεν είναι ανάγκη να έχεις χέρι για να κάνεις σχέδιο ή να έχεις κάνει σπουδές χορού ή θεάτρου για να συμμετέχεις σε μια παράσταση και ότι μπορείς να τα συνδυάσεις όλα αυτά και να κάνεις κάτι. Δεν είχαμε εργαστήρια, όλοι οι καθηγητές ήταν προσιτοί, μιλάγαμε και με ζωγράφους και με γλύπτες και με χαράκτες. Αργότερα, όταν πήγα στις Βρυξέλλες για μεταπτυχιακό, είδα πώς ήταν μια σχολή δυτικού τύπου, πιο κοντά στο ευρωπαϊκό κομμάτι».

Μπορεί η ελευθερία του «κάνε ό,τι θέλεις» να μοιάζει αρχικά εντυπωσιακή, είναι όμως αυτή που γεννά τα ερωτήματα όταν πρέπει να προχωρήσεις χωρίς το δίχτυ ασφαλείας των εργαστηρίων και την καθοδήγηση των καθηγητών. «Με βοήθησε αυτό. Έκανα στη σχολή πολλή ζωγραφική που με ενδιέφερε ως κατάσταση, το πώς ο θεατής μπορεί να γίνει μέρος της, πώς λειτουργεί, αν είναι επιλογή, τρόπος σκέψης, όχι απλώς κάτι απέναντι στο οποίο στέκεσαι παθητικά. Με ενδιέφεραν αυτές οι σχέσεις, πέραν της φόρμας, των ορίων και των χρωμάτων, έτσι η ζωγραφική στον χώρο ήταν ένα πρώτο απλό βήμα. Έφερνα στον χώρο αντικείμενα που έβρισκα πεταμένα στα σκουπίδια ή μεγάλες ρόδες, ακόμα και ένα κυπαρίσσι που είχα βρει κομμένο».
Το επόμενο βήμα στην Αθήνα ήταν η κολεκτίβα Feast, που τη θεωρεί έναν τρόπο ενηλικίωσης: μια δουλειά για να συντηρείς με δυσκολία έναν χώρο, ώστε να πάρεις μια μικρή γεύση, να κάνεις συνεργασίες ή να λύσεις κάποια προβλήματα προτού μπεις ξανά στο ακαδημαϊκό περιβάλλον για να κάνεις το μεταπτυχιακό σου. Ο Ανέστης θεωρεί πολύ σημαντικό αυτό το διάστημα. Πήγε για μεταπτυχιακές σπουδές στο Σεντ Λούκας στις Βρυξέλλες, όπου έμεινε δυο χρόνια, έχοντας αφήσει το τελάρο. «Έκανα χώρους, περιβάλλοντα και όλες οι παρουσιάσεις μου ξεκινούσαν ως εξής: “Είμαι ζωγράφος και θα μιλήσουμε για το τι άλλο μπορεί να κάνει η ζωγραφική, εκτός από ένα τελάρο”. Άρχισα να ανακαλύπτω την πόλη και την κατάστασή της. Έκανα αποτοιχίσεις και μάζευα θραύσματα –χάραζα σημειώσεις, στίχους του Καβάφη– από διαφορετικά μέρη της πόλης, κάποια τα έβαζα πίσω, και άρχισα να τα δένω με τζιν». Έτσι προέκυψε τo υλικό που χρησιμοποίησε και στη σειρά έργων του «One man’s flags», που αποτελούνταν από προσωπικές σημαίες με τζιν. Αργότερα η επιμελήτρια Κατερίνα Νίκου τον συμπεριέλαβε στην πρώτη για εκείνον μεγάλη έκθεση, την «Ακρόπολη στο βυθό», που έγινε μετά την Documenta.
«Σκέφτηκα να μείνω στο εξωτερικό, αλλά εμένα η Αθήνα μού δίνει έμπνευση και ενέργεια. Νομίζω ότι είναι ιδιαίτερος τόπος. Βλέπω πολλές πόλεις που θα μπορούσαν να υπάρχουν και σε άλλο μέρος του κόσμου, ακόμα και αν τις μετέφερες ατόφιες, με την Αθήνα όμως δεν μπορεί να γίνει αυτό, είναι δεμένη και ριζωμένη με τον τόπο, είναι ένα κολάζ πραγμάτων από διάφορες εποχές, εδραιωμένη σε μια ενδιάμεση κατάσταση, στα Βαλκάνια, ανάμεσα σε Νότο, Δύση και Ανατολή», λέει.

Επιστρέφοντας στην Αθήνα, κάλεσε κάποιους φίλους στο μαγειρείο του αδελφού του και εκεί, ανάμεσα στα κουτιά του delivery, γεννήθηκε το πρότζεκτ «Deliverart»: ο εκθεσιακός χώρος ήταν το κουτί του delivery, οι καλλιτέχνες έκαναν έργα μέσα σε αυτά και τα έκαναν κατ’ οίκον διανομή.
Το πείραμα πήγε περίφημα. Στη συνέχεια, έγραψε ένα ποίημα που η Κατερίνα Νίκου είχε την ιδέα να στείλει σε διάφορους ανθρώπους της τέχνης, περιμένοντας την απάντησή τους. Μία από αυτές ήταν ο κατάλογος της έκθεσης του Τσαρούχη στο Σικάγο που του έστειλε ο Άνταμ Σίμτσικ, τον οποίο άρχισε να μελετά.

«Ανακάλυψα τον Τσαρούχη χωρίς το βάρος του, χωρίς ενοχή. Στη σχολή οι δάσκαλοί μας δεν μας έδειχναν ελληνική ζωγραφική, δεν υπήρχε Οικονόμου, Παπαλουκάς, όλοι αυτοί που θαυμάζω σήμερα και βλέπω την παλέτα τους σε νέους ζωγράφους που δεν τον ξέρουν κιόλας. Έτσι ξεκίνησε ένας μεγάλος κύκλος δουλειάς.
Με ενδιαφέρουν οι μηχανισμοί μετάφρασης που χρησιμοποιεί ο Τσαρούχης, ο τρόπος που συνθέτει το παρελθόν, το ιστορικό ή το μυθικό, με το σύγχρονο ή ο τρόπος που αφηγείται καταστάσεις μέσα από τα αντικείμενα και τους χώρους που ζωγραφίζει, προσδίδοντάς τους συχνά μεγαλύτερη αφηγηματική βαρύτητα από τους ίδιους τους πρωταγωνιστές του», λέει. «Ήταν μια μεγάλη ανακάλυψη αυτή, ειδικά όταν άρχισα να διαβάζω για τα σκηνικά, πόσο δίνει η ζωγραφική στον χώρο και πόσο ο χώρος στη ζωγραφική, πράγματα που αναζητούσα απ’ όταν ήμουν στη σχολή. Για μένα ο Τσαρούχης και ο τρόπος του και στις “Τρωάδες” και στους “Όρνιθες” έχει κάτι επαναστατικό, χωρίς ενοχή, φέρει τη ρίζα μας που τελικά ελευθερώνεται»
«Όταν είδα και τα κοστούμια από τους “Όρνιθες”, άρχισα να βλέπω τις αντιστοιχίες με το σήμερα, την προσπάθεια των Ορνίθων να φύγουν από αυτή την πόλη και να βρουν έναν άλλο κόσμο· αυτό με ενδιέφερε να το δω σήμερα. Από τη μια ήταν το σώμα που βρίσκεται σε αυτήν τη διαδικασία, προσπαθεί να απογειωθεί, να πετάξει, να διαφύγει, και από την άλλη το skate που έκανα πολύ μικρός και μ’ έκανε να νιώσω ότι στιγμιαία το έχω ζήσει αυτό το αίσθημα του να βρίσκεσαι σε μια μικρή ετεροτοπία. Αυτές τις μικρές ετεροτοπίες τις συνδέω με μια μικρή, εφήμερη Nεφελοκοκκυγία, σαν αυτή που αναζητούν οι “Όρνιθες”», λέει.

Ο Ανέστης πιστεύει ότι σήμερα αυτό το κομμάτι είναι πολύ έντονο πέραν της Αθήνας και της Ελλάδας, πρόκειται για μια μετανάστευση σωματική και ψυχική, όταν σε μια πόλη κάποιος ψάχνει να βρει μια ταυτότητα, μια κοινότητα, ένα κομμάτι πιο βολικό σε έναν άβολο κόσμο. Η κοινότητα του skate περιέχει την έννοια της αποδοχής, της συμπερίληψης και μέσα σε αυτήν άτομα έβρισκαν ένα κώδικα επικοινωνίας ανεξάρτητα από την καταγωγή τους. Μελετώντας στη συνέχεια τις «Τρωάδες» που έκανε ο Τσαρούχης ανακάλυψε ότι και εκεί οι αποφάσεις, οι επιλογές που έκανε ως σκηνοθέτης ήταν επαναστατικές. Οι ηρωίδες του Ευριπίδη παίζουν σε ένα γκαράζ μέσα στην πόλη μπροστά σε ένα «φυσικό» σκηνικό.
Άρχισε να ζωγραφίζει τους τόπους και μέσα σε αυτούς φιγούρες σαν φασματικά περιγράμματα, που δεν είναι οριοθετημένες ή ορισμένες εξαρχής. Οι ήρωες των τελάρων του βρίσκονται σε αυτή την ενδιάμεση φάση, το περιβάλλον εισχωρεί μέσα τους, είναι άμεσα συνδεδεμένοι με αυτό. Αυτοί οι ρευστοί χαρακτήρες χαρακτηρίζουν το έργο του, ιπτάμενοι παρατηρητές του τόπου και της κοινότητας, οδεύοντας στο άπιαστο μιας εσωτερικής συγκίνησης με τα άφθαρτα φτερά τους.
Δείτε περισσότερες πληροφορίες για την έκθεση εδώ
Το άρθρο δημοσιεύθηκε στην έντυπη LiFO.