ΤΟ ΠΙΟ ΔΙΑΒΟΗΤΟ έργο τέχνης των τελευταίων χρόνων ανήκει στον γνωστό Ιταλό εικαστικό Μαουρίτσιο Κατελάν, έχει τίτλο «Comedian» και αποτελείται από μια μπανάνα κολλημένη με μονωτική ταινία σε έναν λευκό τοίχο. Μια «εκδοχή» του έργου αγοράστηκε τον περασμένο Νοέμβριο για πάνω από έξι εκατομμύρια δολάρια από έναν επιχειρηματία της τεχνολογίας, ο οποίος αργότερα το έφαγε δημοσίως.
Δεν ήταν η πρώτη φορά που κάποιος έφαγε την μπανάνα του Κατελάν: Ένας performance artist είχε επίσης απολαύσει το ακριβό σνακ όταν το έργο εκτέθηκε για πρώτη φορά, το 2019 στο Art Basel Miami Beach, αυτό το ετήσιο καρναβάλι σύγχρονης τέχνης και επιδεικτικής κατανάλωσης.
Σε μια προηγούμενη διοργάνωση του ίδιου θεσμού της, αφού εξέτασε τα έργα της έκθεσης, ο Μόργκαν Φάλκονερ, επιφανής ιστορικός τέχνης και μέλος του Ινστιτούτου Τέχνης του Sotheby's, διαπίστωσε ότι πολλά από τα έργα που εμπορεύονται στην σύγχρονη «καυτή» αγορά τέχνης –η αξία της οποίας ξεπερνά πλέον τα 60 δισεκατομμύρια δολάρια ετησίως– τον άφησαν παγερά αδιάφορο.
Αντί για «μια πολυθρόνα για τον κουρασμένο επιχειρηματία», όπως αποκαλούσε τους πίνακές του ο Ματίς, οι εκπρόσωποι της πρωτοπορίας ήθελαν το έργο τους να γίνει κινητήριος μοχλός για την κοινωνική πρόοδο.
«Όλος ο αυτός ο πλούτος που τρέφει φαίνεται να ενισχύει μόνο την αύρα της δύναμης και του μυστικισμού της, και ως εκ τούτου την απόστασή της από εμάς», γράφει για την σύγχρονη τέχνη ο Φάλκονερ στο νέο του βιβλίο που έχει τίτλο “How to Be Avant-Garde” και αποτελεί μια νοσταλγική ενατένιση μιας εποχής που η πρωτοπορία διαχώριζε σαφώς τη θέση της από το καλλιτεχνικό status quo.
«Θα καταστρέψουμε τα μουσεία, τις βιβλιοθήκες, τις ακαδημίες κάθε είδους», διακήρυττε ο Ιταλός συγγραφέας Φίλιπο Τομάσο Μαρινέτι στο «Μανιφέστο του Φουτουρισμού» (1909), ένα προσκλητήριο μάχης «ενάντια στο αποβλακωτικό βάρος του παρελθόντος». Ο Μαρινέτι και οι οπαδοί του ήθελαν να κινηθούν πέρα από τις παραδοσιακές κατηγορίες της τέχνης και του καλλιτέχνη – όχι μόνο στα σαλόνια και τις γκαλερί, αλλά στην πιο ευρεία δυνατή κλίμακα. Αντί για «μια πολυθρόνα για τον κουρασμένο επιχειρηματία», όπως αποκαλούσε τους πίνακές του ο Ματίς, οι εκπρόσωποι της πρωτοπορίας ήθελαν το έργο τους να γίνει κινητήριος μοχλός για την κοινωνική πρόοδο.
Δεν ήταν φυσικά η πρώτη φορά που μια γενιά ή μια σχολή καλλιτεχνών αμφισβητούσε τις επισήμως εγκεκριμένες τεχνοτροπίες. Οι ιμπρεσιονιστές απέρριπταν τους ακαδημαϊκούς κανόνες του γούστου και προσπαθούσαν να παράγουν έργα που αντιπροσώπευαν το πώς βιώνεται πραγματικά ο κόσμος. Οι μποέμ, όπως ο ποιητής Γκιγιόμ Απολλιναίρ, ζούσαν μια ζωή τόσο χαοτική όσο και το έργο τους, περιφρονώντας τις αστικές ευπρέπειες.
Οι κυβιστές προσπαθούσαν να ανατρέψουν τα καθιερωμένα σχήματα της αναπαράστασης. Αλλά το να είσαι avant-grade, μας θυμίζει ο Φάλκονερ, σήμαινε να πηγαίνεις ακόμη παραπέρα, εγκαταλείποντας κάθε παραδοσιακή αντίληψη περί τέχνης. «Η ανθρωπότητα δεν θα χάσει και πολλά αν χαθεί η τέχνη», είχε γράψει ο διάσημος Ολλανδός ζωγράφος Πιτ Μοντριάν, ενώ ο φίλος και συνοδοιπόρος του στο κίνημα του νεοπλαστικισμού (De Stijl), Τέο φαν Ντέσμπουργκ, ήταν πιο ωμός: «Η τέχνη έχει δηλητηριάσει τη ζωή μας».
Ο όρος «avant-garde» προέρχεται από την στρατιωτική ορολογία –αναφέρεται στα στρατεύματα που στέλνονται πέρα από τη γραμμή του μετώπου– και το κίνημα της πρωτοπορίας επηρεάστηκε βαθιά από τον Α' Παγκόσμιο Πόλεμο. Ο Μαρινέτι υπηρέτησε στη διάρκειά του, όπως και ο αρχιτέκτονας Βάλτερ Γκρόπιους, ιδρυτής του Bauhaus (το οποίο ο Φάλκονερ περιγράφει ως «θεσμοθέτηση της πρωτοπορίας»).

Ο Αντρέ Μπρετόν, ο συγγραφέας του «Σουρεαλιστικού Μανιφέστου» (1924), περιέθαλπε τους τραυματίες ως κατώτερος γιατρός, και άκουγε τα τραυματικά τους όνειρα. Αισθητό από την ουδέτερη Ζυρίχη, το χάος της μεγάλης σύγκρουσης συγκλόνισε τον Χιούγκο Μπολ και την Έμμυ Χένινγκς, τους ιδρυτές του κινήματος Dada, και τον Τρίσταν Τζάρα, τον μεγαλύτερο προπαγανδιστή του ντανταϊσμού.
Τίποτα όμως δεν είναι πιο εμβληματικό για την πρωτοπορία, και την τύχη της, από το περίφημο «Σιντριβάνι» (1917) του Μαρσέλ Ντισάν, το ουρητήριο δηλαδή που παρουσίασε σε ένα βάθρο με το όνομα «R. Mutt» σε μια έκθεση της Εταιρείας Ανεξάρτητων Καλλιτεχνών στη Νέα Υόρκη. Ο Ντισάν επιτέθηκε σφόδρα στην ιδέα της τέχνης ως διακριτής από την καθημερινή ζωή. Όμως, σύμφωνα με την αφήγηση του Φάλκονερ, το «Συντριβάνι» απέτυχε στον στόχο του. Το μόνο που μπορούσε να κάνει ήταν «να αποκαλύψει τη δημιουργική ανελευθερία που υπήρχε μέσα σε αυτόν τον νέο και υποτίθεται απελευθερωμένο κόσμο της τέχνης». Ο Ντισάν προσπάθησε να σπάσει την τέχνη, αλλά αντί γι' αυτό διεύρυνε τα παραρτήματά της.
Μετά τον Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο, «οι παλιοί τρόποι αντίστασης είχαν ξεπεράσει τη χρησιμότητά τους», γράφει ο Φάλκονερ. Αντί να σοκάρουν το κοινό, πλέον οι εκπρόσωποι της avant-garde το γοήτευαν, όπως γοήτευαν και τα μέσα ενημέρωσης. Ο τελευταίος χαρακτήρας που εμφανίζεται στο βιβλίο, ο Γάλλος φιλόσοφος και συγγραφέας Γκι Ντεμπόρ Guy Debord, περιέγραψε αυτό που θα ακολουθούσε στην «Κοινωνία του Θεάματος». Οι επιφανείς εκπρόσωποι της νέας πρωτοπορίας που ακολούθησαν, από τον Άντι Γουόρχολ μέχρι τον Πιέρο Μαντζόνι (διαβόητος για την πώληση κονσερβών με τα περιττώματά του) συνέχισαν, όπως ο Ντισάν, να ασκούν κριτική στον κόσμο της τέχνης, αλλά σπανίως να τον αλλάζουν. Σύμφωνα με την εκτίμηση του Φάλκονερ, το «Comedian» του Κατελάν «απλώς σπρώχνει μια ανοιχτή πόρτα και ικανοποιεί μια χαρούμενη ηττοπάθεια». Ο κόσμος της σύγχρονης τέχνης έχει καταντήσει να μοιάζει με τσίρκο. Αλλά ο πραγματικός κακός της ιστορίας δεν είναι οι καλλιτέχνες, αλλά η σύγχρονη αγορά της τέχνης.
Με στοιχεία από The Wall Street Journal