Μια έκθεση σήμερα με έργα της σημαντικής Ελληνίδας χαράκτριας Βάσως Κατράκη δεν μπορεί παρά να αποτελεί ένα γεγονός ιδιαίτερης πνευματικής αξίας, γιατί πέρα από την καλλιτεχνική τους αξία, αποτελούν ταυτόχρονα μέρος της μεταπολεμικής ιστορίας του τόπου μας. Οι τίτλοι των έργων που συμπεριλαμβάνονται στη νέα αυτή έκθεση με τίτλο «Βάσω Κατράκη: Αλγεινά Σώματα» στη Roma Gallery, όπως «Κατάσταση Ι» και «Κατάσταση ΙΙ» (ακρωτηριασμένα μέλη σε αγκαθωτό συρματόπλεγμα), «Μοναξιά», «Μητρότητα», «Δάσος», «Μεταπολίτευση», «Ενδοστροφή», «Επίσκεψη», «Επέλαση», της περιόδου μεταξύ 1960-1980, πιστοποιούν την κορύφωση μιας μεγάλης πορείας.
Αρκετά από αυτά τα δημιούργησε κατά την περίοδο της επτάχρονης δικτατορίας –κατά την οποία ήταν από τους πρώτους που βρέθηκαν εξόριστοι στη Γυάρο–, αλλά και αργότερα, μέχρι το 1980.
Κάποια από τα έργα είναι μεγάλων διαστάσεων, ενίοτε σχεδόν μνημειακά, όχι λόγω μεγέθους, περισσότερο λόγω θεματικής, που τα καθιστά οικουμενικά και διαχρονικά. Άλλωστε πρόκειται για έργα της πλέον ώριμης περιόδου της, κάποια από τα οποία τα δημιούργησε λίγα μόλις χρόνια πριν πεθάνει το 1988, και τα οποία τεκμηριώνουν μια συγκεκριμένη, αναγνωρίσιμη τεχνοτροπία.
Δεκαεπτά έργα αποτελούν την έκθεση στην γκαλερί της οδού Ρώμα, ανατυπώσεις σε περιορισμένο αριθμό, συνθέσεις από ραδινές μορφές δωρικής λιτότητας που θίγουν όλα όσα, ως γυναίκα και πολιτικό ον, θέλησε η Κατράκη να θίξει μέσα από την τέχνη της.
Ένα προσωπικό ιδίωμα μέσω του οποίου είχε παγιώσει έναν ανθρώπινο τύπο, μάλλον άφυλο, καθώς δεν υπογραμμίζει τα ιδιαίτερα χαρακτηριστικά του φύλου, και που παραπέμπει σε έναν πρωτογονισμό, επηρεασμένη από τους προκλασικούς ελληνικούς πολιτισμούς, τα κυκλαδικά ειδώλια και τη μελανόμορφη κεραμική της γεωμετρικής και αρχαϊκής περιόδου.

Ωστόσο το αποτέλεσμα δεν έχει να κάνει αποκλειστικά με αισθητικές επιλογές, γιατί κάθε δημιουργία της Κατράκη αποτελεί και μια συνειδητή πολιτική χειρονομία. Την περίοδο 1967-1968, απομονωμένη στη Γυάρο, σχεδίαζε λιτές ανθρώπινες και ζωικές μορφές με μαύρο μαρκαδόρο σε λειασμένα βότσαλα. Πέρα από μια διαφυγή και καλλιτεχνική ενασχόληση, παγίωσε την τεχνική των εύσαρκων περιγραμμάτων, τόσο έντονο χαρακτηριστικό των κατοπινών της έργων.
Η επιμελήτρια της έκθεσης Άλια Τσαγκάρη λέει σχετικά: «Το ανθρώπινο σώμα στα ύστερα έργα της Κατράκη δεν είναι απλώς αντικείμενο αναπαράστασης, αλλά μια ιδεολογική και μορφοπλαστική συνισταμένη που επαναδιαπραγματεύεται τον ανθρωπομορφικό μύθο».
Επίσης η καλλιτέχνιδα θεωρούσε τις μήτρες από ψαμμίτη λίθο με τις οποίες δούλευε αυτόνομα έργα τέχνης, κι ως εκ τούτου απέφευγε να τις καταστρέφει, όπως συνηθιζόταν, ώστε να αποφευχθεί η επαναχρησιμοποίηση τους. Η επιμελήτρια εξηγεί την πολύ ιδιαίτερη πλευρά της Κατράκη σχετικά με το ιδιαίτερο αυτό υλικό: «Η Ελληνίδα δημιουργός είναι το μοναδικό άτομο διεθνώς που έχει καταφέρει αυτήν την παγκόσμια πρωτοπορία. Χρησιμοποιεί ψαμμίτη λίθο, ένα ιζηματογενές πέτρωμα από κόκκους χαλαζιακής άμμου που, καθώς έχει συνενωθεί με ορυκτή συνδετική ύλη, είναι τραχύς, πορώδης και εύθρυπτος.
Γενικότερα όταν γίνεται χάραξη σε πέτρα στις περισσότερες περιπτώσεις χρησιμοποιείται ασβεστόλιθος, γιατί έχει κάποιες δομικές λειτουργίες που εξυπηρετούν τα περιγράμματα και κάποια άλλα χαρακτηριστικά. Η Κατράκη είναι η μόνη που χρησιμοποιεί ψαμμίτη για πολύ συγκεκριμένους λόγους. Αρχικά είχε καθιερωθεί μέσω της ξυλογραφίας. Στα μέσα της δεκαετίας του ’50, αναζητώντας κάτι νέο, δοκίμασε διάφορα υλικά μέχρι να καταλήξει στον ψαμμίτη, ο οποίος απέδωσε στο μέγιστο αυτό που ήθελε να αποδώσει.


Το έργο της είναι φυσικά το τύπωμα, αλλά έχει μεγάλη σημασία να αναφέρουμε το στάδιο πριν από το τύπωμα. Η χάραξη στον ψαμμίτη σε μορφολογικό επίπεδο δίνει στα τυπώματα την εντύπωση τρισδιάστατης εικόνας, ενώ αν είχε γίνει από άλλο υλικό, όπως ο ασβεστόλιθος, η επιφάνεια θα ήταν ξεκάθαρα δισδιάστατη».
Το έργο της, όπως γνωρίζουμε από τις αναρίθμητες αναπαραγωγές του στη δημόσια σφαίρα είτε σε σχολικά εγχειρίδια είτε σε αφίσες, έχει δύο κυρίαρχες παραμέτρους. Εκείνη της πολιτικής της δράσης αλλά και εκείνη της λαογραφικής απεικόνισης, με έργα που συνήθως παραπέμπουν στη γενέτειρά της, το Αιτωλικό, με τους ψαράδες και τις οικογένειές τους.
Μετά το 1968 οι μορφές στα έργα της πήραν τη διάσταση των πρωτογονικών χαρακτηριστικών, παράμετρος που φέρνει στον νου την Ευρώπη του μοντερνισμού και τους Τζιακομέτι, Μπρανκούζι, Πικάσο, μόνο που ο δικός της πρωτογονισμός έχει αφετηρία τα γλυπτά του ελληνικού αρχαίου κόσμου.
Η Τσαγκάρη εξηγεί: «Οι μορφές της, απογυμνωμένες από περιγραφές ή διακοσμητικές λεπτομέρειες, αποκτούν αρχέτυπη υπόσταση, εγγεγραμμένες σε έναν αδιάρρηκτο χωρικό πυρήνα, όπου το βάθος δεν λειτουργεί ως κενό, αλλά ως οργανική συνέχεια της ύλης».
Δεκαεπτά έργα αποτελούν την έκθεση της γκαλερί της οδού Ρώμα, ανατυπώσεις σε περιορισμένο αριθμό (δεν θα μπορούσαν να ξεπεράσουν τα 20 αντίγραφα έτσι κι αλλιώς, λόγω της φύσης του ψαμμίτη), συνθέσεις από ραδινές μορφές δωρικής λιτότητας που θίγουν όλα όσα, ως γυναίκα και πολιτικό ον, θέλησε η Κατράκη να θίξει μέσα από την τέχνη της. Σώματα αυθύπαρκτα και αυτοαναφορικά, ζωόμορφες και ανθρωπόμορφες οντότητες, τραχιές και κατακερματισμένες μορφές που υπερβαίνουν το ατομικό και γίνονται μέρος της συλλογικής μνήμης, αποτυπωμένες στο βαμβακερό χαρτί σαν ένας διάλογος μεταξύ γλυπτικής και ζωγραφικής.


Βρείτε περισσότερες πληροφορίες για την έκθεση «Βάσω Κατράκη: Αλγεινά Σώματα» εδώ.