Ο Παύλος Νιρβάνας διηγείται πώς έπεισε τον Αλέξανδρο Παπαδιαμάντη να φωτογραφηθεί:
Ο καημένος ο Αλέξανδρος! Καινούριες ανησυχίες θα είχε πάλι η ασκητική του με τη συρροή τόσων ξένων και δικών μας μουσαφιρέων στο ταπεινό του σπιτάκι του ωραίου νησιού. Τον ετρόμαζε τόσο πολύ "η περιέργεια του Κοινού".
Είχα διηγηθεί άλλοτε την ανησυχία του αυτή, όταν πήγα, κλέφτικα, με χίλιες προφάσεις, να τον φωτογραφίσω απάνω στο καφενεδάκι της Δεξαμενής. Δεν υπήρχε ως τότε φωτογραφία του Παπαδιαμάντη. Και συλλογιζόμουν ότι απ' τη μια μέρα στην άλλη μπορούσε να πεθάνει ο μεγάλος Σκιαθίτης, και μαζί του να σβήσει για πάντα η οσία μορφή του. Και πότε αυτό; Σε μια εποχή που δεν υπάρχει ασημότητα που να μην έχει λάβει τις τιμές του φωτογραφικού φακού. Και πώς θα μπορούσε να δικαιολογηθεί μια τέτοια παράλειψη της γενεάς μας σ' εκείνους που θα 'ρθουν κατόπι μας να συνεχίσουν το θαυμασμό μας για τον απαράμιλλο λυρικό ψυχογράφο των καλών και των ταπεινών και τον αγνότατο ποιητή των νησιώτικων γιαλών;
Αλλά ο Αλέξανδρος ήταν βιαστικός να τελειώνουμε. Γιατί; Μου το ψιθύρισε, ανήσυχα, στο αυτί, και ήταν η πρώτη φορά που τον είχα ακούσει -ούτε φαντάζομαι πως θα τον άκουσε ποτέ κανένας άλλος- να μιλεί γαλλικά: — Nous excitons la curiosité du public.
Αλλά ο αγνός αυτός χριστιανός, με την ψυχή του αναχωρητή, δεν εννοούσε, με κανένα τρόπο, να επιτρέψει στον εαυτό του μια τέτοια ειδωλολατρική ματαιότητα. "Ού ποιήσεις σεαυτώ είδωλον ουδέ παντός ομοίωμα" ήταν η άρνησή του και η απολογία του. Αποφάσισα όμως να πάρω την αμαρτία του στο λαιμό μου. Ο Θεός και η μακαρία ψυχή του ας μου συχωρέσουν το κρίμα μου. Ένας από τους ωραιότερους τίτλους που αναγνωρίζω στη ζωή μου, είνα ότι παρέδωσα στους μεταγενέστερους τη μορφή του Παπαδιαμάντη.
Με τι δόλια και αμαρτωλά μέσα επραγματοποίησα τον άθλο μου αυτό, το διηγήθηκα, όπως είπα, αλλού. Εκείνο που μου θυμίζουν ζωηρότερα τώρα οι ευλαβητικές γιορτές της Σκιάθου, είναι η ανησυχία του για τη στιγμή που τον αποτράβηξα ως την προσήλια γωνίτσα του μικρού καφενείου, για να ποζάρει μπροστά στο φακό μου. Να "ποζάρει" είναι ένας λεχτικός τρόπος. Είχε πάρει μόνος του τη φυσική του στάση απάνω σε μια πρόστυχη καρέκλα, με τα χέρια σταυρωμένα στο στήθος, με το κεφάλι σκυφτό, με τα μάτια χαμηλωμένα, στάση βυζαντινού αγίου, σαν ξεσηκωμένη από κάποιο καπνισμένο παλιό τέμπλο ερημοκλησιού του νησιού του. Αυτή δεν ήταν στάση για μια πεζή φωτογραφία. Ήταν μια καλλιτεχνική σύνθεση, και θα μπορούσε να είναι ένα έργο του Πανσελήνου ή του Θεοτοκοπούλου. Αμφιβάλλω αν φωτογραφικός φακός έλαβε ποτέ μια τέτοια ευτυχία.
Αλλά ο Αλέξανδρος ήταν βιαστικός να τελειώνουμε. Γιατί; Μου το ψιθύρισε, ανήσυχα, στο αυτί, και ήταν η πρώτη φορά που τον είχα ακούσει -ούτε φαντάζομαι πως θα τον άκουσε ποτέ κανένας άλλος- να μιλεί γαλλικά:
— Nous excitons la curiosité du public.
Ακούσατε; Ερεθίζαμε την περιέργεια του... Κοινού! Ποιου Κοινού; Δεν ήταν εκεί κοντά μας παρά ένα κοιμισμένο γκαρσόνι του καφενείου, ένας γεροντάκος που λιαζότανε στην άλλη γωνιά του μαγαζιού, και δυο λουστράκια που παίζανε παράμερα. Αυτό ήταν το Κοινό, που ανησυχούσε τον Παπαδιαμάντη η "περίεργειά" του. Και αυτή ήταν η διαπόμπευσή του, που βιαζότανε να της δώσει ένα τέλος.
— Η φιλία ενίκησε το ζορμπαλίκι... μου είπε -αντιγράφω τα ίδια του τα λόγια- στο τέλος του μαρτυρίου του.
Μήπως δεν ήταν στ' αλήθεια, μια πραγματική θυσία που είχε κάνει στη φιλία μου; Μια θυσία της αγιότητάς του στην ειδωλολατρική ματαιότητα των εγκοσμίων (...)"
Παύλος Νιρβάνας (περιοδικό ΝΕΑ ΕΣΤΙΑ, τ. 163, 1/10/1933). Από το μπλογκ Λογομνήμων... κατ' ευφημισμόν.
Τὸ νησὶ τῆς Οὐρανίτσας
"(...)Ὕστερα, ἔπρεπε νὰ τὴν θάψουν, πρὶν βασιλέψῃ ὁ ἥλιος. Ἐκεῖνον τὸν καιρό, δὲν εἴχαμε δημάρχους, εἴχαμε δημογερόντους τοῦ χωριοῦ, πρωτόγερους. Κι ὁ πρωτόγερος τοῦ χωριοῦ, ὁ κύρ-Ἀναγνώστης, ἕνας ἄνθρωπος ὅλο μὲ συννεφιασμένο μέτωπο καὶ ζαρωμένα φρύδια, δὲν ἤθελε νὰ δώσῃ ἄδεια νὰ θάψουν τὴν φαρμακωμένη στὸν ἅγιο τὸν τόπο, στὰ Μνημούρια, ἐκεῖ ποὺ ἔθαφταν τοὺς χριστιανούς. Κι ὁ παπὰς τῆς ἐκκλησιᾶς, σύφωνος, δὲν ἠθέλησε νὰ διαβάσῃ, τῆς φτωχῆς, οὔτε ἕνα τρισάγιο. Καθὼς μοῦ εἶπε ὕστερα ὁ πνεματικός, εἶχαν δίκιο, γιὰ νὰ μὴ δίνεται κακὸ παράδειγμα. Ἔπειτα ἡ ἀδερφή μου ἦτον ἡ πρώτη ψυχή, ὕστερα ἀπὸ ἀμνημόνευτα χρόνια, ποὺ σκοτώθηκε μοναχή της. Ἄλλοτε δὲν εἶχε ξαναγίνει αὐτὸ στὸν τόπο μας.
Μερικοὶ ἄλλοι ἔλεγαν ὅτι δὲν ἔπρεπε νὰ ταφῇ ἐπάνω στὸν τόπο, μὴ τυχὸν βρυκολακιάσῃ κι ἔρθῃ πίσω -ἐπειδὴ ὁ βρυκόλακας μόνον ἁρμυρὰ νερὰ δὲν μπορεῖ νὰ περάσῃ. Βλέπεις ἐκεῖνα τὰ νησάκια, ποὺ εἶν᾿ ἕνα καμάρι, ἕνα στολίδι, ἐμπρὸς στὸ λιμάνι μας; Κοίταξ᾿ ἐκεῖνο τὸ νησί, ποὺ τὸ λένε Μαραγκό! Ἔτσι τὸ ἔλεγαν ἀπ᾿ ἀρχῆς, ἔτσι ἄρχισαν πάλι νὰ τὸ λένε καὶ τώρα. Μὰ ἕναν καιρὸ τὸ εἶχαν ὀνοματίσει ἀπ᾿ τὸ ὄνομα τῆς ἀδερφῆς μου!
Ὁ γείτονας μας, ὁ Γιαλουγγής, μὲ τὴν βάρκα του, καὶ μὲ τὸν σύντροφό του μαζί, τὸν Φραγκούλη τῆς Μπάλιαινας, ἐπῆραν τὸ λείψανο ἐπάνω εἰς ἕνα πλατὺ μαδέρι, καὶ τὸ κουβάλησαν, τὸ βράχο, τὸν κατήφορο, ὥς τὴ βάρκα. Ἡ μάννα μου ἔτρεχε κατόπιν, κι ἐγὼ μαζί της. Κόσμος πολύς, ἀπὸ περιέργεια, ἀκολούθησαν ὥς κάτω στὸ γιαλό. Μερικοὶ ἔλεγαν κι ἄσχημα λόγια.
- Σκύλα!... ψοφίμι!...
Τὴν ἐμβαρκάρισαν στὴ φελούκα, κι ἔπιασαν τὰ κουπιά, οἱ δυό τους, ἐπῆγε μαζὶ κ' ἕνας ἄνθρωπος μ᾿ ἕνα σελάχι, μὲ μιὰ κουμπούρα στὴ μέση, καὶ μ᾿ ἕνα χονδρὸ ραβδὶ στὸ χέρι. Ἄνθρωπος μὲ μεγάλα μουστάκια, καὶ μὲ μακρυὰ μαλλιὰ καὶ μὲ μιὰ μαύρη σκούφια. Ἦτον ὁ καβάσης τῆς δημογεροντίας. Τὸν εἶχε στείλει ὁ πρωτόγερος γιὰ συνοδεία. Ἐπῆραν μαζί τους δύο τσάπες κι ἕνα φτυάρι. Ἄλλον δὲν ἄφησαν νὰ πατήσῃ στὴ βάρκα. Τὴ μάννα μου τὴν ἔδιωξαν μακρυά.
Ἐγύρισε πίσω μὲ τὰ κλάματα.
Οἱ ἄλλες οἱ μαννάδες, ὅταν γυρίζουν ἀπ᾿ τὸ ξόδι, ἀπ᾿ τὴν ἐκφορὰ τοῦ νεκροῦ, παύουν τὰ μοιρολόγια. Ἡ μάννα μου τότες τ᾿ ἄρχισε...
Ἔκλαιε, ἀμέρωτα, ἀπαρηγόρητα, καὶ μ᾿ ἔκαμε κι ἐμὲ νὰ κλαίω. Ἀνάμεσα τὴν ἐρωτοῦσα:
- Ποῦ τὴν πᾶνε, μάννα, τὴν Οὐρανίτσα μας;
Ὑστερ᾿ ἀπὸ ἕνα χρόνο, μερικοὶ ψαράδες εἶχαν ἀνεβῆ στὴ ράχη τοῦ νησιοῦ, τοῦ Μαραγκοῦ, ὅπου ἀργὰ καὶ ποῦ, ἐτύχαινε νὰ πατήσῃ ἄνθρωπος. Ἤθελαν νὰ κατεβάσουν μερικὰ ξηρόκλαδα, ἢ νὰ κόψουν ὀλίγα ξύλα, γιὰ ν᾿ ἀνάψουν φωτιὰ κάτω στὴν ἄμμο, νὰ ψήσουν ψαράκια γιὰ νὰ κολατσίσουν. Ἐκεῖ, ἀνάμεσα στὰ χαμόκλαδα, μιὰ ἀσυνήθιστη μοσχοβολιὰ τοὺς ἦρθε.
Ἐκεῖ, στὴν ρίζα ἑνὸς βράχου, εἰς ἕνα μέρος ὅπου τὸ χῶμα ἐξεῖχεν ὀλίγον, εἰς ἕνα μικρὸν ὄχθον, ὥς μιάμιση ὀργυιὰ τὸ μάκρος, καὶ τέσσαρες σπιθαμὲς τὸ πλάτος, ἀνθοῦσε μία ὄμορφη ἰτσιά, γεμάτη ἀπ᾿ ὡραῖα ἀσπροκίτρινα λουλουδάκια, ἴτσια, τόσα πολλὰ καὶ φουντωτὰ κι ἄφθονα, ὥστε μποροῦσαν νὰ γεμίσουν ὥς δέκα καλάθια.
Ἐκεῖ ἦταν ὁ τάφος τῆς φτωχῆς ἀδερφῆς μου. Ἀπὸ τότε τὸ Μαραγκὸ ἄρχισαν νὰ τὸ λένε «τὸ Νησὶ τῆς Οὐρανίτσας».
Αλέξανδρος Παπαδιαμάντης, Τὸ νησὶ τῆς Οὐρανίτσας (1902). Από το σάιτ Αγία Ζώνη.
Ἐπιμηθεῖς εἰς τὸν βράχον
(Τὸ διήγημα του Αλέξανδρου Παπαδιαμάντη ἀναφέρεται σὲ ἐκδρομὴ καὶ Θ. Λειτουργία στη γιορτή τῆς Ἀναλήψεως, στὸ Ναὸ τοῦ Χριστοῦ στὸ Κάστρο τῆς Σκιάθου).
"Ναί, ὅλοι δὲν εἶχον πλεύσει μὲ τὰς λέμβους ἕως ἐκεῖ -εἰς τὸν βορεινὸν ἐκεῖνον ἄγριον βράχον τοῦ πελάγους, ὅπου ὁ Βοῤῥᾶς, ὡς νὰ ἦτο αὐτὸς ὁ Πᾶν ὁ μέγας, ζωντανὸς ἀκόμη, δὲν ἔπαυε νὰ φυσᾶ, τὴν πελώριον σύριγγα, βόσκων τὰ λευκόχαιτα πρόβατά του, τὰ κύματα. Καὶ ὅμως δι᾿ ὅλους σχεδὸν ὁ βράχος ἐφαίνετο νὰ σαλεύῃ.
Ἦτο ἀρχὰς θέρους, τὴν 25ην ἡμέραν τοῦ Μαΐου. Ἡ συντροφιὰ ὅλη, ἀπὸ φίλους καὶ πατριώτας ἀγαπημένους, εἶχεν ἀποφασίσει νὰ ἐκτελέσῃ θαλασσίαν ἐκδρομήν, μὲ σκοπὸν ἱεροτελεστίας, ἅμα καὶ πανδαισίας διὰ τὴν ἐπαύριον, Πέμπτην τῆς Ἀναλήψεως. Ἦτο εἰς τὰ 94 -τὸν περασμένον αἰῶνα! Ὁ βράχος, εἰς τὴν βορείαν ἐσχατιὰν τοῦ τόπου, ἦτο ποτε κωμόπολις. Ἐσώζοντο ἐκεῖ ἐξωκκλήσια. Τὸ κυριώτερον ἐξ αὐτῶν ἦτο ὁ ναὸς τοῦ Χριστοῦ. Ἐκεῖ ἐπρόκειτο νὰ ψαλῇ παννυχίς, καὶ νὰ τελεσθῇ λειτουργία.
Ἄλλοι ἀπὸ τὸ μεσημβρινὸν χωρίον, ἄνδρες καὶ γυναῖκες, εὐλαβεῖς εἰς τὰ θεῖα ἢ φίλοι τῶν ἐκδρομῶν, μαθόντες τὸ σχέδιον, ἐπροθυμοποιήθησαν ν᾿ ἀπέλθωσι διὰ ξηρᾶς, τρεῖς ὥρας δρόμον, εἰς τὸ αὐτὸ μέρος.
Ἡ κυρίως παρέα, ὀκτὼ ἢ δέκα νέοι, ὅλοι φίλοι καὶ καλόκαρδοι, τὴν αὐγὴν τῆς Τετάρτης, ἐνῶ ἔλαμπεν εἰς τὰ σύνορα τοῦ Γραίου (ὤ, ὁ πολυπαθὴς καὶ πικροαίματος, ὁ προσφιλὴς καὶ φαεινὸς Γραῖκος), μέσα εἰς κυανᾶ καὶ πορφυρᾶ αἰθέρια χρώματα γλυκά, τὸ λυκαυγές, πρὶν φυσήσῃ ἀκόμη τὸ πρωϊνὸν μελτεμάκι, ἐπέβησαν εἰς μεγάλην βάρκαν καὶ ἐξέπλευσαν. Ὤ! τὰ ὡραῖα προσφιλῆ παράλια τῶν Ἑλληνικῶν νήσων! «Ὅ! δὴ ἄιλς ὂβ Γκρήϊς!... ἠτέρναλ σόμμερ γκίλδς δὲμ γιέτ». (Oh, the islands of Greece!.. Eternal summer gilds them yet. Ὤ, τὰ νησιὰ τῆς Ἑλλάδος!.. Αἰώνιον θέρος τὰ χρυσώνει παντινά. Λόρδος Βύρων)(...)".
Από το σάιτ Αλέξανδρος Παπαδιαμάντης, ο κοσμοκαλόγηρος της λογοτεχνίας.
"Μέσα στο καλύβι η κανδήλα ετρεμόσβενεν εμπρός στα εικονίσματα. Η φωτιά είχε καλυφθή και πάλιν από την τέφραν. Το λυχνάρι σβηστόν εκρέματο από το μικρόν ράφι της εστίας. Ήτο σκότος. Έξω είχεν εξημερώσει, και παρά δύο λεπτά ο ήλιος θ' ανέτελλεν. Ο άνθρωπος δεν έβλεπεν ειμή αμυδράς σκιάς μέσα. Την λεχώναν εις την στρώμνην της, ως αμαυρόν όγκον κατακειμένην, το βρέφος, το οποίον εσάλευε και ανάσαινεν εντός της σκάφης ήτις εχρησίμευε ως λίκνον...και την Φραγκογιαννού καθήμενην ως φάντασμα και τείνουσαν την χείραν προς τον λίκνον..."
(Από το μπλογκ Logotexnia - filoteo)
σχόλια