Από τα τρία προηγούμενα A Star is Born, του 1937 με την Τζάνετ Γκέϊνορ, του 1954 με την Τζούντι Γκάρλαντ, στο ρόλο που όλοι πίστεψαν, μαζί και η ίδια, πως θα της χαρίσει το Όσκαρ, και εκείνου του υπερεπιτυχημένου από το 1976, με τη Μπάρμπαρα Στράϊζαντ και τον Κρις Κριστόφερσον, το φετινό, σε σκηνοθεσία Μπράντλεϊ Κούπερ, με τον ίδιο και τη Lady Gaga, μοιάζει με το τελευταίο.
Εντελώς! Τόσο πολύ, που ακόμη και η μουσική ακούγεται σαν παραλλαγή στο ίδιο θέμα, με παρόμοια υφή, ένα throwback στα 70ς, ευτυχώς χωρίς τη μάστιγα του autotune που ισοπεδώνει όλες τις χροιές και διέλυσε τα εύηκοα ώτα όσων είδαν το Greatest Showman, με τον Κούπερ να αναλαμβάνει τον ρόλο του Τζάκσον Μέϊν (από τον Τομ Κρουζ και τον Γουιλ Σμιθ, μέχρι τον Τζόνι Ντεπ και τον Λιονάρντο ντι Κάπριο, το μισό Χόλιγουντ είχε φλερτάρει με τον εμβληματικό χαρακτήρα), ως τραγουδιστής της country rock μιας άλλης εποχής, με τη βοήθεια του γιού του Γουίλι Νέλσον στη σύνθεση των τραγουδιών που ερμηνεύει, και την Gaga ως Άλι, μια σερβιτόρα, καλό κορίτσι της εργατικής τάξης, με μπαμπά που τη μεγάλωσε μόνος και φυσικά νοιάζεται πολύ, και κρυφό ταλέντο στο τραγούδι, που φαντάζει μακρινό όνειρο, λόγω της έλλειψης ευκαιριών, συγκυρίας, και όμορφης εμφάνισης.
Η Gaga δεν μπορεί, τουλάχιστον ακόμη, να καταπολεμήσει την αμηχανία της μπροστά στο φακό, όσο κι αν ο Κούπερ, με τη φυσικότητα μπροστά στην κάμερα και δίπλα της, και την φροντίδα και την οξυδέρκεια του πίσω από αυτήν, κάνει τα πάντα για να την προστατεύσει, και να την αναδείξει στις πολλές καπιτάλε σκηνές της.
Όπως και στην περίπτωση της Στράϊζαντ, η μουσική που συνθέτει ή εκτελεί η Άλι της Gaga, είναι generic, ένα κράμα δυναμικής μπαλάντας και ρυθμικής, απροσδιόριστης ποπ για “όλα τα κοινά”, κατάλληλης για να εντυπωσιάσει τους μεσήλικες κριτές ενός μουσικού talent show. Η διαφορά είναι πως οι δυο μουσικές (όχι η πρώτη των 30ς, που αφορούσε μόνο σταρ του σινεμά) εκδοχές της κλασσικής χολιγουντιανής ιστορίας ασανσέρ της φήμης και της επιτυχίας, ήταν όντως popular/ποπ με αντίκρυσμα: το κάντρι ροκ ιδίωμα του Κριστόφερσον ήταν τελείως τρέχον στα μέσα της δεκαετίας του 70, και η κομψή, υπερτονισμένη από τα θεϊκά φωνητικά, σμαλτζ της Στράίζαντ, χτυπούσε πρωτιές στους καταλόγους επιτυχιών της εποχής εκείνης, όπως ακριβώς και η αντίστοιχη της δεκαετίας του 50 με την άλλη απίστευτη φωνή, της Τζούντι Γκάρλαντ. Είναι πολύ απίθανο το soundtrack του A Star is Born του 2018 να απογειωθεί στο Billboard, αλλά το ζήτημα που ανακύπτει δεν βρίσκεται μόνο στην επιλογή της μουσικής.
Ο Κούπερ, στην πρώτη του σκηνοθετική απόπειρα, και μάλιστα, έχοντας αναλάβει ένα project που επί πολλά χρόνια ενδιέφερε τον Κλιντ Ίστγουντ (και ποιός ξέρει τι δυναμική θα είχε η Άλι της Μπιγιόνσε, ή της Εσπεράντζα Σπόλντινγκ), κάνει καλή δουλειά σε ένα στόρι που βαδίζει, και συχνά ρέει ευχάριστα, με έτοιμες οδηγίες από εγχειρίδιο, αλλά θέλει προσοχή στις ισορροπίες του, καθώς κινδυνεύει από στιγμή σε στιγμή να μετατραπεί από έντιμο μελόδραμα, σε cheesy δακρυγόνο.
Ο Αμερικανός ηθοποιός δεν προδίδει την κεντρική ιδέα του ταλαντούχου, με έρεισμα λαϊκού καλλιτέχνη με τα ψυχολογικά, που πίνει για να ανταπεξέλθει, κρύβει μια τρυφερή ψυχή πίσω από τη βιτρίνα του χαϊδεμένου rocker με τις υπερβολές και την αχρείαστη πολυτέλεια, και λαχταρά έναν ξαφνικό έρωτα, ώσπου τον βρίσκει στο πρόσωπο ενός κοριτσιού, που να μπορεί να τον καταλάβει (άρα να σκαμπάζει από μουσική κι ευαισθησία) και να είναι το αντίθετο της αναλώσιμης γκρούπι που δεν θέλει μέντορα αλλά επιβήτορα της μιας νύχτας.
Μιλώντας λοιπόν για πρόσωπο, ερχόμαστε στη Gaga, που εδώ και μια δεκαετία έχει κάνει τα πάντα για να τονίσει την έλλειψη του, με μπριζόλες, πολυελαίους, εξωφρενικά κοστούμια, εμφανίσεις που προκαλούν τον ίδιο τους τον εαυτό- γενικά, ένα παιχνίδι άποψης στην θέαση και την προβολή, που της χάρισε δημοσιότητα, πάντα μαζί με την μουσική που χάρισε στον κόσμο, ως πραγματική συνθέτης και τραγουδίστρια, κι όχι ένα απλό πυροτέχνημα.
Εδώ και λίγα χρόνια, αποφάσισε να μας δείχνει πώς φαίνεται, να ασχολείται με το σινεμά, να χάνει στο τσακ ένα Όσκαρ τραγουδιού, και να κάνει τα πρώτα της βήματα στην υποκριτική στο American Horror Story. Όπως, όμως, και το άσπονδο πρότυπό της, η Μαντόνα, δεν μπορεί, τουλάχιστον ακόμη, να καταπολεμήσει την αμηχανία της μπροστά στο φακό, όσο κι αν ο Κούπερ, με τη φυσικότητα μπροστά στην κάμερα και δίπλα της, και την φροντίδα και την οξυδέρκεια του πίσω από αυτήν, κάνει τα πάντα για να την προστατεύσει, και να την αναδείξει στις πολλές καπιτάλε σκηνές της.
Αντίθετα από τη Στράϊζαντ, η οποία είχε αφομοιώσει με αποδεδειγμένες, βραβευμένες προσπάθειες, την “ασχημοσύνη” της, ή, αν προτιμάτε, την κόντρα στα κλασσικά πρότυπα καλλονής, όψη της, μετατρέποντας τη σε σπαρταριστά σκετς μέσα στις ταινίες της, πολύ πριν γίνει η Έστερ Χόφμαν Χάουαρντ του δικού της A Star is Born, η Gaga μιλάει, ως Άλι, για τη μεγάλη της μύτη στην ταινία, αλλά μάλλον ακούγεται σαν ένα καλόκαρδο κορίτσι που ψαρεύει κομπλιμέντα.
Αυτή η γνώμη θα μπορούσε να είναι αυθαίρετη, αλλά όταν μια νέα γυναίκα, όπως η Gaga, έχει ήδη πειράξει αισθητικά το πρόσωπο της, ακυρώνοντας πολλές εκφραστικές αποχρώσεις, απολύτως απαραίτητες για αυτόν τον ρόλο, οι αντιδράσεις της αμβλύνονται αποκαρδιωτικά, ειδικά μπροστά στο δράμα του άνδρα που αγαπά και ο οποίος καλείται να καταρρέει συνεχώς, πείθοντας ωστόσο στις συναισθηματικές αυξομοιώσεις.
Η Άλι της ταινίας είναι ουσιαστικά η Gaga λίγο άβαφη, και στη συνέχεια, προσαρμοσμένη στην περσόνα της, συν πλην. Ο συγκεκριμένος ρόλο είναι σχηματικός, ένα αρχέτυπο που έχουμε δει πολλές φορές (και στο The Artist, παρεμπιπτόντως), αλλά έχει ανάγκη από πάθος ανάγλυφο, κι όχι από μια έτοιμη σταρ, που δε μπορεί να αλλάξει, γιατί, απλά, δε γίνεται να τσαλακωθεί.
Η καλύτερη στιγμή της Gaga, αλλά και του έργου, είναι ίσως η αρχική μεγάλη σεκάνς, όπου ο μεθυσμένος Τζάκσον μπαίνει σε ένα, οποιοδήποτε, μπαρ, για να πιεί, και ανακαλύπτει πως αυτό είναι καμπαρέ για drag show. Χωρίς να γνωρίζει αν είναι άνδρας ή γυναίκα, βλέπει την παράσταση της Άλι, που έχει την τύχη να γίνει δεκτή από την κοινότητα των drag performers και την αφήνουν να ερμηνεύσει με βαρύ μακιγιάζ το La Vie en Rose, και τον συνεπαίρνει η φλόγα της. Το πρώτο ημίωρο βγάζει τρυφερότητα και αλήθεια, όση βέβαια μπορεί να εκλύσει ένα ρομάντσο με συγκεκριμένη συνταγή.
Από εκεί και πέρα, το “έργο” είναι γνωστό, ο Κούπερ βασανίζεται με χάρη και διακριτικότητα, και η Gaga βρίσκει τον “ανθρώπινο” στόχο μερικές φορές, αλλά τις περισσότερες, άθελά της μας προσκαλεί στην προσωπική, μεταβατική της φάση, από pop idol, σε movie siren, χωρίς πειστικά ενδιάμεσα στάδια.
σχόλια